Τις επιπτώσεις που έχει στην εγχώρια βιομηχανία το αυξημένο ενεργειακό κόστος αναλύει σε συνέντευξή του στο Liberal ο Αντώνης Κοντολέων, πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας.
Επιπλέον, εξηγεί πώς βλέπει τα νέα μέτρα της Κομισιόν για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών ενέργειας και πώς θα ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας.
Αναφέρει, ακόμα, πώς οι γεωπολιτικές εξελίξεις επηρεάζουν την τιμή του φυσικού αερίου και τι να περιμένουμε για το ενεργειακό κόστος από τη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία.
Ιδιαίτερη μνεία κάνει στην εγχώρια αγορά ενέργειας, την οποία χαρακτηρίζει ως «ολιγοπωλιακή» ενώ εξηγεί γιατί η χώρα μας παραμένει από τις ακριβότερες αγορές, με υψηλές τιμές ρεύματος και αερίου, επιβαρύνοντας νοικοκυριά και κυρίως βιομηχανία.
Συνέντευξη στη Μαργαρίτα Ασημακοπούλου
Πώς βλέπετε το νέο πακέτο μέτρων που παρουσίασε η Κομισιόν; Είδαμε έντονες αντιδράσεις από τη βιομηχανία.
Είναι εμφανές ότι η Επιτροπή εμμένει στο αφήγημα της πράσινης μετάβασης διατηρώντας τους ίδιους ανέφικτους στόχους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνον της επίτευξης 90% πράσινης ενέργειας στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής το 2040, το οποίο όμως πρέπει να συμβαδίζει με ανάλογη αύξηση της ζήτησης, κάτι που όμως δεν είναι δεδομένο, καθώς θα έχει πολύ υψηλό κόστος και για τον απλό καταναλωτή.
Φθάνει μάλιστα στο σημείο να υποστηρίξει ότι πλέον το κόστος της όποιας αναθεώρησης του υφιστάμενου σχεδιασμού ή και χρονοδιαγράμματος είναι υψηλότερο από το κόστος της συνέχισης της ίδιας πολιτικής, “the cost of inaction is higher than the cost of action”.
Η Επιτροπή, επίσης, αναφέρει για πρώτη φορά ως στόχο την αποσύνδεση της τιμής των τιμολογίων ρεύματος από τις διακυμάνσεις των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά, τις οποίες επομένως θεωρεί δεδομένο ότι θα παρατηρούνται κατά την πράσινη μετάβαση και όχι στην ανάγκη αποσύνδεσης της τιμής ρεύματος από την τιμή του εισαγόμενου πλέον ακριβού LNG, που είναι το ζητούμενο, καθώς για την Επιτροπή το υφιστάμενο μοντέλο αγοράς (οριακή τιμολόγηση) αποτελεί ιερό δισκοπότηρο.
Για την αντιμετώπιση του υψηλού κόστους ενέργειας στα άμεσα μέτρα προτείνεται τα κράτη μέλη να εξετάσουν τη μείωση του κόστους των χρεώσεων δικτύου και των φόρων, κάτι που όμως θα έχει δημοσιονομικό αντίκτυπο και θα δημιουργήσει κράτη δύο ταχυτήτων.
Το βασικό ερώτημα παραμένει εάν τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν στηρίζουν την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας ή την υπονομεύουν, καθώς δεν φαίνεται ότι θα μειώσουν το κόστος ενέργειας για τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας. Συμπέρασμα : Άνθρακες ο θησαυρός!
Βλέπουμε πως το ενεργειακό κόστος έχει εξελιχθεί σε μείζον θέμα για την εγχώρια βιομηχανία για άλλη μια φορά. Πόσο σημαντική είναι η ανάγκη άμεσης λήψης μέτρων για τον έλεγχό του και την αποφυγή πιθανών «λουκέτων» στην αγορά; Τι να περιμένουμε για τις παραγγελίες, τη ζήτηση και την παραγωγή κατά τους προσεχείς μήνες στο φόντο του ολοένα και αυξανόμενου ενεργειακού κόστους;
Οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν περίμεναν τις ανακοινώσεις της Επιτροπής. Ήδη παίρνουν μέτρα στήριξης για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες τους. Συγκεκριμένα, χώρες όπως η Ιταλία (Energy Release 2.0), το Βέλγιο (Be-Watt), η Γερμανία (πρόταση DIW) και Γαλλία (EDF-Arehn) παρέχουν φθηνή καθαρή ενέργεια με πιο χαρακτηριστική εκείνη της Ιταλίας, η οποία ήδη είναι σε εφαρμογή.
Όλα αυτά επιτείνουν το ήδη υφιστάμενο σημαντικό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας για τις ελληνικές βιομηχανίες έντασης ενέργειας. Παραμένει προς απάντηση το ερώτημα εάν η διακηρυγμένη πρόθεση της κυβέρνησης να στηρίξει τη βιομηχανία θα φανεί με την άμεση λήψη μέτρων ώστε οι εγχώριες βιομηχανίες έντασης ενέργειας να τύχουν ανταγωνιστικού κόστους ηλεκτρικής ενέργειας ως προς τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους.
Ενισχύονται τα σενάρια περί πιθανής λήξης του πολέμου στην Ουκρανία. Εκτιμάτε ότι θα έχουμε αποκλιμάκωση του κόστους της ενέργειας με τον τερματισμό;
Ήδη και μόνο με τις δηλώσεις του Trump ότι θα σταματήσει τον πόλεμο και ότι έχει έρθει σε μια πρώτη συμφωνία με τον Putin υπήρξε αποκλιμάκωση των τιμών του φ.α στο χρηματιστήριο της Ολλανδίας παρά τη μείωση των αποθηκών στην Ευρώπη. Οι τιμές στο φυσικό αέριο θα πέσουν εφόσον αυξηθούν οι διαθέσιμες ποσότητες προς πώληση, το οποίο θα επιτευχθεί γρήγορα εφόσον προστεθεί και ρωσικό φυσικό αέριο αγωγού ή LNG.
Έχουμε, σαφώς, αρκετό δρόμο να διανύσουμε καθώς φαίνεται προς το παρόν να παραμένει η ίδια πολιτική εναντίον της Ρωσίας από τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες.
Οι ανισορροπίες στην εγχώρια αγορά ενέργειας εξακολουθούν να υπάρχουν. Πώς προκύπτουν και γιατί η χώρα μας παραμένει από τις ακριβότερες ενεργειακές αγορές, με υψηλές τιμές ρεύματος και αερίου, επιβαρύνοντας νοικοκυριά και κυρίως βιομηχανία;
Η ελληνική αγορά έχει τα χαρακτηριστικά μιας ολιγοπωλιακής αγοράς με δομικές αδυναμίες στον σχεδιασμό της που τη διαφοροποιούν από τις άλλες ευρωπαϊκές αγορές. Όλα αυτά οδηγούν σε παντελή έλλειψη ανταγωνισμού, ούτε καν στοιχειώδους.
Πράγματι, όταν διαμορφώθηκαν συνθήκες υψηλής ζήτησης στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης τον περασμένο Ιούλιο, με τη δύση του ήλιου, υπήρχαν ήδη οι κατάλληλες συνθήκες για ενδεχόμενη χειραγώγηση των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά, σε τιμές όμως που δεν δικαιολογούνται από το κόστος παραγωγής.
Το ίδιο φαινόμενο της διαμόρφωσης των υψηλών τιμών στη χονδρεμπορική αγορά, τώρα όμως καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, από τους ίδιους παίκτες συνεχίζεται από το Νοέμβριο μέχρι και σήμερα, καθώς υπάρχει υψηλή ζήτηση για εξαγωγές όλες τις ώρες της ημέρας.
Σε μια ευνομούμενη αγορά η εκτόξευση των τιμών της χονδρεμπορικής αγοράς σε τέτοια επίπεδα θα προκαλούσε την αντίδραση των προμηθευτών. Αυτό δεν συμβαίνει γιατί ήταν επιλογή της κυβέρνησης οι τιμές του χρηματιστηρίου ενέργειας να περάσουν αυτόματα στα οικιακά πράσινα τιμολόγια από την 1 Ιανουαρίου του 2024.
Είναι επομένως προφανές ότι οι καθετοποιημένοι παίκτες, ως παραγωγοί, διαμορφώνουν τις τιμές στη χονδρεμπορική αγορά σε όποια επίπεδα επιθυμούν, όταν οι συνθήκες το ευνοούν, όπως αυξημένη εγχώρια ζήτηση ή μειωμένη παραγωγή ΑΠΕ και αυξημένη ζήτηση για εξαγωγές, αφού ως προμηθευτές δεν είναι εκτεθειμένοι στο ρίσκο των υψηλών τιμών της χονδρεμπορικής αγοράς.
Επιπρόσθετα, οι ίδιοι παίκτες ως εκπρόσωποι φορτίου συστηματικά από τον περασμένο Ιούλιο υπερδηλώνουν τα φορτία των πελατών που εκπροσωπούν, κύρια των οικιακών, αυξάνοντας υπερβολικά τη ζήτηση. Αποτέλεσμα να αυξάνονται οι τιμές στη χονδρεμπορική αγορά. Ουσιαστικά, μιλάμε για έμμεση χειραγώγηση των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά.
Πέρα από τα σημαντικά προβλήματα ανταγωνιστικότητας που ήδη εγείρει το υψηλό κόστος ενέργειας, βρισκόμαστε και προ των πυλών του λεγόμενου «φόρου άνθρακα» για τα εισαγόμενα στην ΕΕ προιόντα. Πόσο θα επηρεάσει αυτός ο φόρος το ήδη αυξημένο κόστος της βιομηχανίας;
Κατ’ αρχή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει τη σταδιακή μείωση, από το 2026 έως το 203 των δωρεάν δικαιωμάτων CO2 (EUAs), που διατίθενται μέχρι σήμερα σε συγκεκριμένους βιομηχανικούς κλάδους, όπως το τσιμέντο, ο χάλυβας, το αλουμίνιο και τα λιπάσματα (carbon leakage), για να αντισταθμίσουν το κόστος λόγω του περιβαλλοντικού φόρου που τους επιβλήθηκε από δεκαετία, όταν ακόμη και σήμερα στις τρίτες χώρες δεν υφίσταται αντίστοιχη υποχρέωση στις αντίστοιχες βιομηχανίες.
Από τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε ότι από το 2026 σταδιακά θα προκύψει σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής στα συγκεκριμένα βιομηχανικά προϊόντα. Η αύξηση αυτή προφανώς θα έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και αναπόφευκτα θα περάσει στους Ευρωπαίους καταναλωτές.
Στο ίδιο πλαίσιο σχεδιάζεται από το 2026 να ξεκινήσει η εφαρμογή ενός μηχανισμού συνοριακής προσαρμογής άνθρακα (CBAM, Carbon Border Adjustment mechanism), ο οποίος θα επιβάλει πρόσθετη χρέωση στα αντίστοιχα εισαγόμενα βιομηχανικά προϊόντα ανάλογα με το αποτύπωμα άνθρακα που έχουν.
Στη θεωρία βέβαια όλα είναι εύκολα. Στην πράξη όμως, ενώ η ευρωπαϊκή βιομηχανία θα επιβαρυνθεί λόγω των ανωτέρω ρυθμίσεων για το σύνολο της παραγωγής της, καθώς στις εξαγωγές προς τρίτες χώρες δεν θα της επιστρέφεται το κόστος άνθρακα που επωμίστηκε, οι ανταγωνιστές της θα επιβαρύνονται μόνο για τις εξαγωγές τους προς την Ευρώπη και τούτο εφόσον δεν καταστρατηγηθεί ο νέος μηχανισμός.
Σίγουρα τίθεται ερώτημα στο κατά πόσον είναι δυνατός ο έλεγχος της ακρίβειας των στοιχείων ως προς το αποτύπωμα άνθρακα των εγκαταστάσεων σε τρίτες χώρες, καθώς θα είναι πολύ εύκολο για τους εισαγωγείς μέσω αναδιάταξης των πόρων (resource shuffling) να αποφεύγουν την επιβολή φόρου.
Δυστυχώς, φοβόμαστε ότι οι αποφάσεις για επιτάχυνση της πορείας της πράσινης μετάβασης επηρεάζονται από τις γεωπολιτικές εξελίξεις σε βαθμό που οδηγεί στο να υποβαθμίζονται οι αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών έντασης ενέργειας.