Τους δύο πόλους που επικρατούν στο εσωτερικό του Ισραήλ, στον απόηχο της ιρανικής επίθεσης με drones και πυραύλους αλλά και την επόμενη μέρα στην κρίση που σοβεί στη Μέση Ανατολή, αναλύει ο καθηγητής Θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας (ΠΑΜΑΚ), Σπύρος Λίτσας, σε συνέντευξή του στο Liberal και τον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο.
Ο διαπρεπής ακαδημαϊκός εκτιμά πως καταλυτικός παράγοντας στις εξελίξεις παραμένουν οι πρωτοβουλίες των ΗΠΑ για να πέσουν οι τόνοι, δεδομένου ότι ο δυτικός κόσμος δεν θέλει να δει το Ισραήλ να απαντά σκληρά απέναντι στο Ιράν, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος της περαιτέρω κλιμάκωσης.
Σε ό,τι αφορά τον ρόλο της Ελλάδας, ο Σπ. Λίτσας επισημαίνει πως η στάση της χώρας μας απέναντι στο Ισραήλ παραμένει εξαιρετική, και υπογραμμίζει: «Το "τρίγωνο" Ελλάδα - Κύπρος - Ισραήλ από τη μία πλευρά, και από την άλλη οι πολύ καλές σχέσεις που η χώρα μας αναπτύσσει με τα ορθολογικά κράτη της Μέσης Ανατολής, είναι ένας σημαντικός στρατηγικός παράγοντας προσανατολισμού για τη χώρα μας, για τα επόμενα χρόνια».
Συνέντευξη στον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο
Τι θα πρέπει να περιμένουμε από το Ισραήλ ως απάντηση μετά την επίθεση του Ιράν κύριε καθηγητά; Πώς θα αντιδράσει το Τελ Αβίβ, δεδομένου ότι η Τεχεράνη επιμένει με ανακοινώσεις της ότι «το θέμα θεωρείται λήξαν»;
Αυτή τη στιγμή, υπάρχουν δύο ισχυροί πόλοι στο εσωτερικό του Ισραήλ. Από τη μία πλευρά, είναι ο πόλος Νετανιάχου, ο οποίος στην πραγματικότητα θέλει να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα στο Ιράν, ότι αυτού του είδους η επίθεση δεν πρόκειται να περάσει έτσι.
Από την άλλη, υπάρχει ο άλλος πόλος, ο οποίος λέει ότι το Ισραήλ για άλλη μία φορά απέδειξε σε όλο τον πλανήτη – και έχουν δίκιο σε αυτό – ότι η αντιπυραυλική ασπίδα του Iron Dome λειτούργησε απόλυτα. Το 99% των πυραύλων που εστάλησαν από το Ιράν, αντιμετωπίστηκαν από το Iron Dome επιτυχώς. Πρόκειται για ένα τεράστιο ποσοστό. Οπότε, ο συγκεκριμένος πόλος υποστηρίζει ότι δεν χρειάζεται να γίνει κάποια άλλη κίνηση, γιατί ουσιαστικά το Ισραήλ έδειξε για ακόμη μία φορά το μέγεθος της ισχύος του.
Αυτοί οι δύο διαφορετικοί πόλοι, οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν εμφανίζονται από το βράδυ του Σαββάτου, αλλά παρουσιάστηκαν από την επόμενη ημέρα του τρομοκρατικού χτυπήματος της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, προσπαθούν να επικρατήσει ο ένας έναντι του άλλου.
Ο δυτικός κόσμος δεν θέλει να δει το Ισραήλ να απαντά σκληρά απέναντι στο Ιράν, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος της περαιτέρω κλιμάκωσης. Και μια περαιτέρω κλιμάκωση ενέχει πάντοτε την εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, άλλωστε, πως ο στενότερος σύμμαχος του Ισραήλ είναι οι ΗΠΑ και αντίστοιχα ο στενότερος σύμμαχος του Ιράν είναι η Κίνα.
Με προλάβατε στο ερώτημα που ήθελα να σας θέσω, μιας και αναφερθήκατε στην Κίνα. Ήδη το Πεκίνο εξέφρασε ανησυχίες για την κλιμάκωση στη Μ. Ανατολή, ζητώντας από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές αυτοσυγκράτηση. Πώς θα αντιδράσουν οι διεθνείς παίκτες, όπως η Ρωσία, σε αυτό το νέο κεφάλαιο της κρίσης στη Μ. Ανατολή;
Η Κίνα, στην πραγματικότητα, τα τελευταία χρόνια λόγω των οικονομικών κυρώσεων έχει τοποθετήσει το Ιράν υπό τη σκέπη της. Οπότε όλα αυτά, όπως μπορούμε να καταλάβουμε, μπορούν να οδηγήσουν σε περαιτέρω κλιμάκωση των γεγονότων και να δούμε πολιτικές εξελίξεις και σε άλλα επίπεδα. Προσωπικά, δεν βλέπω να έχουμε τέτοιες εξελίξεις. Πιστεύω ότι η κίνηση που έκανε το Ιράν ήταν αναμενόμενη, δηλαδή περιμέναμε ότι η Τεχεράνη θα χτυπήσει το Ισραήλ.
Και βέβαια, έχει ενδιαφέρον να δούμε τους λεγόμενους proxy παράγοντες, αυτό που προσωπικά έχω ονομάσει «σιιτική Ημισέληνο», γιατί είχαμε προσπάθειες ή ακόμη και πλήγματα απέναντι στο Ισραήλ από την Υεμένη, τον Λίβανο και τη Συρία. Με απλά λόγια, απ’ όπου σιιτικές ένοπλες ομάδες αναφέρονταν απευθείας στην Τεχεράνη.
Οπότε τα πράγματα, όπως μπορούμε να καταλάβουμε, είναι δεδομένα, τουλάχιστον ως προς τον τρόπο με τον οποίο αυτή η κρίση εξελίσσεται. Κατά την άποψή μου, εξελίσσεται ως μια κρίση περιορισμένης εμβέλειας. Και αυτό έχει ξαναγίνει και στο παρελθόν από το Ιράν.
Ωστόσο, θα πρέπει να πούμε σε αυτό το σημείο, ώστε να μη δημιουργούνται λανθασμένες εντυπώσεις, ότι το Ιράν δεν διαθέτει το επίπεδο ισχύος για να πλήξει το Ισραήλ. Αντιθέτως, το Ισραήλ έχει αυτό το μέγεθος ισχύος, για να πλήξει το Ιράν. Η απειλή που μπορεί να δημιουργήσει το Ιράν απέναντι στο Ισραήλ μπορεί να προέλθει μέσω της κινητοποίησης της Χεζμπολάχ. Αυτό είναι ένα ζήτημα που πρέπει να το δούμε με προσοχή, δηλαδή το ενδεχόμενο να υπάρξουν χερσαίες επιχειρήσεις και να έχουμε μία εισβολή εναντίον του Ισραήλ μέσω του Λιβάνου.
Κατά τα λοιπά, αυτό το οποίο μας ενδιαφέρει και πρέπει να έχουμε τα μάτια μας στραμμένα, είναι το τι γίνεται στην Ουάσιγκτον, δηλαδή το τι κινήσεις θα κάνει η κυβέρνηση Μπάιντεν, ώστε να συγκρατήσει το Ισραήλ. Και εάν εν τέλει – και αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε – η Κίνα θα επιδιώξει να περιορίσει το Ιράν. Και το λέω αυτό, γιατί μέχρι τώρα ο ρόλος της Κίνας είναι εξόχως προβληματικός: Το Πεκίνο δεν έχει πάρει καμία πρωτοβουλία που τουλάχιστον να μπορούμε να τη δούμε, ώστε να περιορίσει την Τεχεράνη.
Το ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω, είναι το εξής: «Μπορεί η Κίνα;». Ασφαλώς και μπορεί, γιατί ελέγχει πλήρως την ιρανική οικονομία και έχει πάρα πολύ καλές απευθείας σχέσεις με την πολιτική ηγεσία της Τεχεράνης. Μένει, λοιπόν, όλα αυτά να τα δούμε.
Σε ό,τι αφορά δε την Ρωσία, νομίζω ότι δεν έχει αυτό το εύρος ισχύος που είχε πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Από την άλλη, δεν έχει κανένα ενδιαφέρον. Αν εξαιρέσουμε τη Συρία, που βρίσκεται υπό ρωσικό έλεγχο, στην πραγματικότητα ο ρόλος της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή είναι πάρα πολύ μικρός.
Για τις 18:00 σήμερα είχε προγραμματιστεί η έκτακτη συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ, υπό τον Κυρ. Μητσοτάκη, ενώ ήδη τόσο ο πρωθυπουργός όσο και το ΥΠΕΞ έχουν καταδικάσει απερίφραστα την ιρανική επίθεση στο Ισραήλ; Ποιος ο ρόλος της Ελλάδας με φόντο την κρίση στη Μέση Ανατολή;
Εκείνο που πρέπει να πω, είναι ότι από την πρώτη ημέρα της τρομοκρατικής επίθεσης της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ, η Αθήνα έχει επιδείξει μια εξαιρετική στάση. Και αυτό πρέπει, όχι μόνο να το λέμε εμείς που παρακολουθούμε τα πράγματα και αναλύουμε, αλλά και να το αναδεικνύουμε. Αυτή είναι η ενδεδειγμένη στάση που πρέπει να ακολουθεί η Αθήνα σε καταστάσεις κρίσης.
Νομίζω ότι οι σχέσεις μας με το Ισραήλ, από την εποχή των γεγονότων του Mavi Marmara μέχρι και σήμερα, έχουν όχι μόνο περάσει σε ένα υψηλό επίπεδο ωρίμανσης, αλλά πλέον και οι δύο πλευρές μιλούν ανοιχτά για μια πολύ στενή συμμαχία. Κι αυτό επειδή μέχρι πριν από λίγο καιρό μιλούσαμε για καλή συνεννόηση, αλλά δεν χρησιμοποιούσαμε τον όρο «συμμαχία».
Στο σημείο αυτό έρχεται για άλλη μία φορά – και είναι πολύ σημαντικό – κύριε Παναγόπουλε, το εξής θέμα: Το «τρίγωνο» Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ από τη μία πλευρά, και από την άλλη οι πολύ καλές σχέσεις που η χώρα μας αναπτύσσει με τα ορθολογικά κράτη της Μέσης Ανατολής, είναι ένας σημαντικός στρατηγικός παράγοντας προσανατολισμού για τη χώρα μας, για τα επόμενα χρόνια.
Αυτό το οποίο θέλουμε όλοι να δούμε, όσοι γνωρίζουμε και μελετάμε τη Μέση Ανατολή, είναι η χώρα μας να εμβαθύνει έτι περαιτέρω με τα κράτη του Κόλπου, κυρίως με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, αλλά και τη Σαουδική Αραβία που διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Παράλληλα, θέλουμε να συνεχιστεί η έξοχη σχέση που έχουμε με την Αίγυπτο και βέβαια να δυναμώσει έτι περαιτέρω η στενή συμμαχική σχέση μας με το Ισραήλ.
Εδώ, θα πρέπει να τονίσουμε ότι η Ελλάδα, όταν εμφανίζεται στη Μέση Ανατολή, είναι μία δύναμη που μπορεί να διαδραματίσει ρόλο γέφυρας και παράγοντα συνεννόησης. Αυτό τον ρόλο, δηλαδή, που θέλει να διαδραματίσει η Τουρκία και πολλά φρύδια σηκώνονται, όταν η Τουρκία εμφανίζεται στο τραπέζι των συνομιλιών, η Ελλάδα είναι ένα μέλος, το οποίο είναι καλοδεχούμενο στις κρίσεις.
Νομίζω, λοιπόν, ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε τις κρίσεις και θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δραστηριοποιήσουμε την ελληνική διπλωματία και όσο μεγαλύτερο ρόλο διαδραματίζουμε σε αυτές τις εξελίξεις, τόσο το prestige όσο και ο κύκλος των εργασιών μας στο τραπέζι της πολιτικής αλλά και της οικονομίας μεγαλώνει. Επομένως, αυξάνουν και τα φορτία ισχύος που εμείς μπορούμε να διαχειριζόμαστε.
Κατά την άποψή σας, πόσο ορατός είναι πλέον ο κίνδυνος μιας περιφερειακής ανάφλεξης μέσα στη Μέση Ανατολή, δεδομένου ότι υπήρξε μια πρωτοφανής κινητοποίηση και των «δορυφόρων» του Ιράν;
Το Ιράν από την αρχή της κρίσης στη Γάζα έχει δείξει ότι παίζει τη δική του παρτίδα στο γεωστρατηγικό σκάκι της Μέσης Ανατολής. Δηλαδή, έχει χρησιμοποιήσει τη Χαμάς που ούτως ή άλλως για την Τεχεράνη δεν θεωρείται ένας σημαντικός παράγοντας.
Την ίδια στιγμή, έχει κρατήσει της Χεζμπολάχ στην εφεδρεία. Αυτό το οποίο πρέπει να μας προβληματίσει, είναι ουσιαστικά διεπίπεδο: Από τη μια πλευρά, ποιο είναι το εύρος της δυνατότητας που έχουν οι Χούθι να διαδραματίσουν ρόλο συνολικού αποσταθεροποιητή τόσο στον Κόλπο όσο και στην Ερυθρά Θάλασσα, δημιουργώντας μια παύση του θαλάσσιου εμπορίου. Το πλήγμα, στην προκειμένη περίπτωση, θα είναι τεράστιο για τις δυτικές οικονομίες.
Προσωπικά, δεν συμμερίζομαι την αισιοδοξία Αμερικανών συναδέλφων μου, που υποστηρίζουν ότι οι Χούθι είναι ένας εύκολος στόχος και μπορούν να αντιμετωπιστούν πάρα πολύ εύκολα. Στρατοί που έχουν υψηλή τεχνολογία και πολύ καλό ηθικό, όπως αυτοί της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΑΕ δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τους Χούθι στο εύρος που ήταν επιθυμητό. Αυτός είναι ο ένας παράγοντας.
Ο άλλος παράγοντας που παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον είναι ο τρόπος που η Τεχεράνη θα διαχειριστεί τη Χεζμπολάχ. Γιατί, εάν η Χεζμπολάχ λάβει την οδηγία του «ανοίγματος», τότε θα δούμε μια κρίση να περνάει και στον Λίβανος. Θα πρέπει να ξέρετε ότι ο Λίβανος δεν είναι μόνο το άντρο της Χεζμπολάχ, αλλά έχει και πολύ σημαντικό στρατηγικό, αλλά και πολιτικό ρόλο για τη Γαλλία, ακόμη και για την ίδια την Ελλάδα, καθώς υπάρχει ελληνορθόδοξη κοινότητα.
Σε αυτή τη διαδικασία, δηλαδή στο εάν θα λάβει οδηγία για να κάνει το «άνοιγμά» της απέναντι στο Ισραήλ, ο στρατηγικός ρόλος της Κύπρου θα είναι αποφασιστικός, γιατί στην πραγματικότητα η Κύπρος αποτελεί το «κλειδί» για το στρατηγικό βάθος στις δυνάμεις του ορθολογισμού και του ελεύθερου κόσμου στην ευρύτερη περιοχή του Λεβάντε. Εκείνο που έχω τονίσει πολλές φορές στους φίλους και αδελφούς Κυπρίους, πολιτικούς και πανεπιστημιακούς, είναι ότι στην Κύπρο θα πρέπει να γίνει εμβάθυνση των στρατηγικών σπουδών ανάλυσης, γιατί ρόλος της Κύπρου δεν είναι απλώς τουριστικός. Πρωτίστως, η Κύπρος έχει το στρατηγικό ρόλο του «αεροπλανοφόρου» στην Ανατολική Μεσόγειο και αυτός είναι ένας ρόλος, τον οποίο θα πρέπει και να τον ενδυναμώσουμε, αλλά και να δούμε ξανά από την αρχή την ειδική σχέση Αθήνας – Λευκωσίας. Η τελευταία έρχεται να τονίσει το σημαντικό πλεονέκτημα που έχουμε ως Ελληνισμός και όχι ως ελλαδικό κράτος μόνο, εξαιτίας του ότι έχουμε δύο πόλους, οι οποίοι λειτουργούν – και πρέπει να λειτουργούν – ως ένα σώμα και μία καρδιά.