Κιάρα Κόντη (ΕΥ Ελλάδος): «Οι επιχειρήσεις επαναπροσδιορίζουν το πώς δημιουργούν αξία»

Κιάρα Κόντη (ΕΥ Ελλάδος): «Οι επιχειρήσεις επαναπροσδιορίζουν το πώς δημιουργούν αξία»

print_article
Η CSRD είναι ένα εφαλτήριο για τις επιχειρήσεις να διευρύνουν τον τρόπο που δημιουργούν αξία

Την αφοπλιστική όσο και τεκμηριωμένη απάντησή της σε όσους επιμένουν να αντιμετωπίζουν τις πρακτικές βιώσιμες ανάπτυξης ως «υποχρέωση» ή ως μία άσκηση συμμόρφωσης αποκομμένη από το επιχειρηματικό μοντέλο της επιχείρησης, δίνει η Επικεφαλής Υπηρεσιών Βιώσιμης Ανάπτυξης και Εταίρος της EY Ελλάδος, Κιάρα Κόντη, σε συνέντευξή της στο liberal.gr. 

«Οι καταναλωτές προτιμούν εταιρείες που μοιράζονται τις αξίες τους, οι επενδυτές εμπιστεύονται περισσότερο διαφανείς και βιώσιμες πρακτικές, ενώ οι ταλαντούχοι επαγγελματίες αναζητούν εργοδότες που υιοθετούν περιβαλλοντικά και κοινωνικά υπεύθυνες στάσεις» εξηγεί και θέτει το πρόβλημα στη βάση του: «οι επιχειρήσεις οφείλουν να μάθουν να δημιουργούν αξία με νέους όρους». 

Η Οδηγία CSRD και η διπλή ουσιαστικότητα βρίσκονται στο επίκεντρο των συζητήσεων για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Ποια είναι η σημασία τους για τις επιχειρήσεις και πώς μπορούν να τις αξιοποιήσουν στρατηγικά;

Η Οδηγία CSRD (Corporate Sustainability Reporting Directive) δεν είναι απλώς ένας κανονιστικός μηχανισμός – είναι ένα εργαλείο που υποστηρίζει τις επιχειρήσεις να «πλοηγηθούν» στον σύνθετο κόσμο της βιώσιμης ανάπτυξης. Η έννοια της διπλής ουσιαστικότητας (double materiality), που εισάγεται με τη συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση, καλεί τις επιχειρήσεις να απαντήσουν σε δύο βασικά ερωτήματα: Πώς η επιχείρησή μου επηρεάζεται χρηματοοικονομικά από κινδύνους και ευκαιρίες βιώσιμης ανάπτυξης; Και, πώς η δική μου επιχείρηση επηρεάζει τους ανθρώπους και το φυσικό περιβάλλον;

Μέχρι τώρα, οι πρακτικές βιώσιμης ανάπτυξης αντιμετωπίζονταν σε πολλές περιπτώσεις ως «υποχρέωση», ως μία άσκηση συμμόρφωσης, ή απλά, ως μία μεμονωμένη αντίδραση στις απαιτήσεις των ενδιαφερομένων μερών – μη συνδεδεμένη με το επιχειρηματικό μοντέλο και τα προϊόντα/υπηρεσίες της επιχείρησης. Με τη CSRD και τη διπλή ουσιαστικότητα, η έμφαση αλλάζει. Οι επιχειρήσεις καλούνται να δουν πέρα από το προφανές: όχι μόνο πώς εξωτερικοί παράγοντες, όπως η κλιματική κρίση ή οι κανονισμοί, επηρεάζουν τη λειτουργία τους, αλλά και πώς οι ίδιες, μέσω της δραστηριότητάς τους, αφήνουν το δικό τους αποτύπωμα στην κοινωνία, την οικονομία και το περιβάλλον, επαναπροσδιορίζοντας το πώς δημιουργούν αξία.

Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας EY Long-Term Value and Corporate Governance Survey Ελλάδα 2023, μόνο το 27% των ελληνικών επιχειρήσεων που συμμετείχαν σε αυτή, εκτιμούν ότι το ESG έχει ενσωματωθεί πλήρως στις δομές και τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου τους. Η CSRD φιλοδοξεί να ανατρέψει αυτή την τάση, ωθώντας τις επιχειρήσεις σε μια ριζική αλλαγή νοοτροπίας, ώστε να ενσωματώσουν τη βιώσιμη ανάπτυξη ως βασικό πυλώνα λήψης αποφάσεων.

Η ανάγκη για μετασχηματισμό ξεκινά από μια βαθιά αλλαγή στον τρόπο σκέψης. Πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τι είναι σημαντικό, για ποιον και σε ποιον χρονικό ορίζοντα. Η CSRD είναι ένα εφαλτήριο για τις επιχειρήσεις να διευρύνουν τον τρόπο που δημιουργούν αξία, λαμβάνοντας υπόψιν τις οικονομικό-κοινωνικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις, αλλά και τις σχετικές ανάγκες των πελατών, μετόχων, επενδυτών, εργαζόμενων και άλλων, θεσπίζοντας ταυτόχρονα ανθεκτικά επιχειρηματικά μοντέλα που αντέχουν στον χρόνο και τις νέες αυτές προκλήσεις.

Οι στόχοι που τέθηκαν στη Συμφωνία του Παρισιού είχαν αρχικά περιγραφεί ως φιλόδοξοι, αλλά σήμερα είναι μάλλον κρίσιμοι. Πού βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή και τι μπορούν να κάνουν οι επιχειρήσεις για να επιταχύνουν τη δράση ενάντια στην κλιματική κρίση;

Οι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού και των μετέπειτα Συνόδων για το Κλίμα (COP), αποτελούν μία «πυξίδα» για τον περιορισμό της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από τους 1,5°C σε σχέση τα προβιομηχανικά επίπεδα. Ωστόσο, η πραγματικότητα, μάς υπενθυμίζει πόσο επικίνδυνα κοντά είμαστε σε αυτό το όριο. 

Με τις θερμοκρασίες να έχουν ήδη αυξηθεί κατά 1,1°C μεταξύ 2011-2020 και το 2024 να καταγράφεται ως το θερμότερο έτος στην ιστορία, είναι προφανές ότι χρειάζεται άμεσα να επανεξετάσουμε και να εντατικοποιήσουμε τις δράσεις μας. Όπως επισημαίνει η φετινή έκδοση του Global Climate Action Barometer της EY, μόλις το 41% των μεγάλων εταιρειών έχουν αναπτύξει σχέδιο για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και τη μετάβαση σε μηδενικές καθαρές εκπομπές (net zero). Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: η κλιματική κρίση δεν περιμένει

Και εδώ είναι που οι επιχειρήσεις πρέπει να μπουν δυναμικά στο παιχνίδι. Η συμμόρφωση στους κανονισμούς δεν αρκεί πια· η φιλοδοξία πρέπει να γίνει οδηγός. Αυτό σημαίνει πιο φιλόδοξους στόχους μείωσης εκπομπών, επανασχεδιασμό εφοδιαστικών αλυσίδων, αλλά και τη δημιουργία μιας κουλτούρας βιώσιμης ανάπτυξης που ξεκινά από τη διοίκηση και «αγκαλιάζει» κάθε επίπεδο του οργανισμού. Έμφαση θα πρέπει, επίσης, να δοθεί και στην ανάγκη για επιτάχυνση της μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα προς τις ΑΠΕ - με στόχο τον διπλασιασμό των βελτιώσεων στην ενεργειακή απόδοση μέχρι το 2030 - αλλά και στη σημασία της αύξησης της χρηματοδότησης για την κλιματική δράση, ώστε να γίνει πιο προσιτή και διαθέσιμη, όπως υπογραμμίστηκε στις τελευταίες COP.

Τα περιθώρια για αδράνεια στενεύουν δραματικά, ενώ η πρόοδος παραμένει άνιση, ακόμα και στη χώρα μας. Παρότι το 96% των ελληνικών επιχειρήσεων που συμμετείχαν σε περσινή έρευνα της EY, έχουν δεσμευτεί δημόσια σε δράσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, μόλις το 44% έχουν θέσει ουσιαστικούς και μετρήσιμους στόχους για το 2030.

Σε αυτό το περιβάλλον, η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία θέτει ψηλά τον πήχη: μείωση εκπομπών κατά 55% έως το 2030 και πλήρης κλιματική ουδετερότητα έως το 2050. Οι επιχειρήσεις που κινούνται με αποφασιστικότητα προς αυτή την κατεύθυνση, επενδύοντας στην πράσινη και βιώσιμη ανάπτυξη, δεν αποκτούν μόνο συγκριτικό πλεονέκτημα. Είναι οι επιχειρήσεις που «βλέπουν πέρα από τους αριθμούς» και κατανοούν ότι η ουσιαστική αλλαγή δεν αφορά μόνο την επιβίωση, αλλά τη δημιουργία ενός κόσμου όπου η ανάπτυξη είναι συνώνυμη της θετικής συνεισφοράς.

Η κυκλική οικονομία θεωρείται το παραγωγικό μοντέλο του μέλλοντος. Ποιο είναι το επίπεδο ωριμότητας της Ελλάδας στον τομέα αυτό και ποιες είναι οι επόμενες κινήσεις;

Η μετάβαση από το γραμμικό μοντέλο «παραγωγή-κατανάλωση-απόρριψη» σε ένα κυκλικό σύστημα που επαναχρησιμοποιεί πόρους, είναι ζωτικής σημασίας, όχι μόνο για το περιβάλλον και τους ανθρώπους, αλλά και για την οικονομία. 

Ωστόσο, η πρόκληση ξεκινά από την ενημέρωση. Σύμφωνα με μελέτη του Συμβουλίου ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη και της EY Ελλάδος, το 53% των ελληνικών επιχειρήσεων δηλώνουν ανεπαρκώς ενημερωμένες για την κυκλική οικονομία – ένα σαφές σημάδι ότι η εκπαίδευση και η κατανόηση αποτελούν το πρώτο εμπόδιο.

Από την άλλη πλευρά, το ενδιαφέρον για δράση είναι εμφανές. Το 2023, όταν και έγινε η μελέτη αυτή, περίπου το 60% των επιχειρήσεων σχεδίαζαν να επενδύσουν σε κυκλικές πρακτικές μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Παραδείγματα, όπως ο τομέας των αποβλήτων, αποδεικνύουν ότι οι τεχνολογίες επαναχρησιμοποίησης δε μειώνουν μόνο το περιβαλλοντικό αποτύπωμα, αλλά δημιουργούν και σημαντική εξοικονόμηση κόστους. Είναι ένα διπλό όφελος που καμία επιχείρηση δεν πρέπει να αγνοεί.

Ωστόσο, η έλλειψη υποδομών και τυποποίησης δυσκολεύει την εφαρμογή κυκλικών πρακτικών σε ευρεία κλίμακα. Τι χρειάζεται; Συντονισμένη δράση. Συνεργασίες μεταξύ επιχειρήσεων, ενίσχυση πολιτικών, περισσότερα χρηματοοικονομικά κίνητρα, καινοτόμες τεχνολογίες και, πάνω απ’ όλα, μια ριζική αλλαγή στον τρόπο που βλέπουμε τους πόρους - όχι ως «υλικά μίας χρήσης», αλλά ως επαναχρησιμοποιούμενη πρώτη ύλη.

Πολλές φορές ακούμε ότι οι στρατηγικές βιώσιμης ανάπτυξης προσφέρουν χρηματοοικονομική αξία στις επιχειρήσεις. Το βλέπετε αυτό στην πράξη;

Απόλυτα. Οι επιχειρήσεις που υιοθετούν τη βιώσιμη ανάπτυξη ως στρατηγική επιλογή δεν σώζουν μόνο τον πλανήτη – ενισχύουν και την ίδια τους την οικονομική ευρωστία. Αυτό, δεν είναι θεωρία: σύμφωνα με την έρευνά μας, EY Sustainable Value Study Ελλάδα 2023, το 45% των ελληνικών επιχειρήσεων που επένδυσαν σε δράσεις ESG είδαν χρηματοοικονομική αξία πολύ υψηλότερη από τις προσδοκίες τους. Αυτό, θέτει υπό αμφισβήτηση την αντίληψη ότι οι θετικές επιπτώσεις των δράσεων για το κλίμα αποτυπώνονται κυρίως στους μη χρηματοοικονομικούς δείκτες. 

Αυτή η αλλαγή νοοτροπίας δεν είναι τυχαία. Οι καταναλωτές προτιμούν εταιρείες που μοιράζονται τις αξίες τους, οι επενδυτές εμπιστεύονται περισσότερο διαφανείς και βιώσιμες πρακτικές, ενώ οι ταλαντούχοι επαγγελματίες αναζητούν εργοδότες που υιοθετούν περιβαλλοντικά και κοινωνικά υπεύθυνες στάσεις. Μια επιχείρηση που επενδύει στη βιώσιμη ανάπτυξη, δεν κερδίζει, λοιπόν, μόνο θετική φήμη, αλλά προσελκύει ταλέντα, εξοικονομεί πόρους και ανοίγει δρόμους για νέες αγορές.

Πρέπει να καταλάβουμε ότι βιώσιμη ανάπτυξη δεν είναι απλώς μια άσκηση συμμόρφωσης ή ένα ωραίο “buzz word”. Είναι ένα ισχυρό εργαλείο που μπορεί να μετατρέψει τις προκλήσεις του σήμερα σε ευκαιρίες για το αύριο, για να εξασφαλίσουμε στις επόμενες γενιές τη δυνατότητα να καλύψουν εξίσου αποτελεσματικά και τις δικές τους ανάγκες. 

Γιατί τελικά ασχολούμαστε με τη βιώσιμη ανάπτυξη; Ποιο είναι το βαθύτερο κίνητρο;

Είναι κάτι περισσότερο από αριθμούς, στρατηγικές ή ποσοστά· είναι μια «ζωντανή υπόσχεση». Μια υπόσχεση στις επόμενες γενιές ότι ο κόσμος που τους παραδίδουμε θα έχει ευκαιρίες, ζωή και ελπίδα. Για μένα, είναι και μια τεράστια ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε το πώς ζούμε, παράγουμε, καταναλώνουμε και αλληλεπιδρούμε με τον κόσμο και τη φύση γύρω μας. 

Συνδέεται τόσο με τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας της δημιουργίας αξίας στο πλαίσιο μίας επιχείρησης - και ευρύτερα - αλλά και με τον σκοπό ύπαρξης ενός επιχειρηματικού μοντέλου, προσδίδοντας νόημα και κατεύθυνση, τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο.

Αυτό που πραγματικά εμπνέει σε σχέση με την επίτευξη μίας βιώσιμης ανάπτυξης, είναι ο επαναπροσδιορισμός του τρόπου σκέψης σε σχέση με το σήμερα και το αύριο. Ο τρόπος, δηλαδή, που μαθαίνουμε να σκεφτόμαστε το πώς το «τώρα» καθορίζει το μέλλον και όχι μόνο το «σήμερα» ή το επόμενο τρίμηνο. Πώς ξεπερνάμε την νοοτροπία δεκαετιών που «γυρίζει» γύρω από τριμηνιαίες, εξαμηνιαίες και ετήσιες απολογιστικές αναφορές κερδοφορίας και εστιάζει στη δημιουργία αξίας σε μελλοντικούς χρονικούς ορίζοντες που ξεπερνάνε την «κοντόφθαλμη» οπτική των παραδοσιακών επιχειρηματικών πλάνων.