Ένα δικαιότερο σύστημα, με αναλογικότερη επιβάρυνση στους συνταξιούχους που εργάζονται, ανακοίνωσε την προηγούμενη Πέμπτη στη Βουλή ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Εν τω μεταξύ, σε μια σημαντική παρέμβαση αναφέρθηκε ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Άδωνις Γεωργιάδης, η οποία αφορά την κατάργηση του «πέναλτι» του 30% παρακράτησης της σύνταξης σε όσους ασφαλισμένους επιλέξουν να παραμείνουν στην αγορά εργασίας, καταβάλλοντας μόνο ένα ποσοστό ασφαλιστικών εισφορών με βάση το μεικτό εισόδημα που θα λαμβάνουν από 10 -15%.
Σε αυτή την προγραμματική δήλωση κλήθηκε να τοποθετηθεί ο οικονομολόγος κ. Μηνάς Αναλυτής, διευκρινίζοντας ότι η μείωση της παρακράτησης της κύριας και επικουρικής σύνταξη από το 60% που ίσχυε στο 30% για τους εργαζόμενους συνταξιούχους, οι οποίοι απασχολούνται με οποιαδήποτε μορφής απασχόληση (πλήρη ή μερική), εισήχθη με το νόμο 4670/2020 από τον υπουργό Εργασίας Γ. Βρούτση.
Συνέντευξη στην Κέλλυ Σαουάχ - Μαραγκουδάκη
«Αυτή η γενναία για την εποχή της ρύθμιση σε μία περίοδο όπου η ανεργία κινείτο σε υψηλά επίπεδα ήταν προς την κατεύθυνση εκλογίκευσης του συστήματος, το οποίο ουσιαστικά τιμωρούσε με τρόπο βάναυσο όσους συνταξιούχους επιθυμούσαν να εργαστούν και να προσφέρουν τη συσσωρευμένη εμπειρία τους σε νέους εργοδότες, αλλά και να αυξήσουν με νόμιμο τρόπο τα εισοδήματά τους», εξηγεί ο κ. Αναλυτής.
Και συμπληρώνει ότι: «Ήταν λοιπόν παράλογο, τη στιγμή κατά την οποία υπήρχε δυσαρέσκεια για τις χαμηλές συντάξεις μετά και από τις συνεχείς μνημονιακές μειώσεις που υπέστησαν, να μην δίνονται κίνητρα προς τους εργαζόμενους συνταξιούχους να τις αυξήσουν σε ένα πλαίσιο νομιμότητας. Και αυτό πράγματι έγινε, προσδίδοντας περισσότερη ελευθερία επιλογών.»
Στο 60% οι κρατήσεις, το 2016
Ο οικονομολόγος αναφέρει στο liberal.gr ότι οι ρυθμίσεις που έγιναν το 2016 από τον Υπουργό Εργασίας Γ. Κατρούγκαλο είχαν ως αποτέλεσμα ότι πολλοί από τους συνταξιούχους που θα ήθελαν να εργαστούν, λόγω των εξοντωτικών κρατήσεων που τότε ήταν στο 60%, τους έστρεφε αναγκαστικά στη μαύρη σφαίρα της οικονομίας, με οτιδήποτε αυτό συνεπάγεται.
Και αυτό συνέβαινε από μία αριστερή κυβέρνηση, η οποία διατυμπάνιζε τη νομιμότητα, αλλά που με τη συμπεριφορά της οδηγούσε πλήθος συνταξιούχων που επιθυμούσαν να εργαστούν στη μαύρη εργασία και στην παραοικονομία με σαφείς αρνητικές επιπτώσεις.
«Όλες οι σύγχρονες ευρωπαϊκές οικονομίες λειτουργούν θεσπίζοντας ένα πλέγμα κινήτρων σε όλους του τομείς», λέει χαρακτηριστικά.
«Δυστυχώς, η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για καθαρά ιδεολογικούς λόγους έδειξε τιμωρητική διάθεση απαγορεύοντας τη νόμιμη απασχόληση των συνταξιούχων, απαξιώνοντας με τέτοιου είδους ρυθμίσεις, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, ένα ανθρώπινο δυναμικό με γνώσεις και εμπειρίες χρόνων, περιθωριοποιώντας το περαιτέρω.
Εξ όσων γνωρίζουμε, ουδέποτε υπήρξε μνημονιακή δέσμευση για την εφαρμογή μίας τέτοιας τιμωρητικής πολιτικής για τους εργαζόμενους συνταξιούχους. Ήταν μια επιλογή της τότε κυβέρνησης μέσα σε ένα περιβάλλον ακραίου ανορθολογισμού και φανατικών επιλογών με απώτερο στόχο τη φτωχοποίηση ευρύτερων κοινωνικών ομάδων.Aυτό εξάλλου δεν επεδίωξαν κατά καιρούς κάθε μορφής απολυταρχικά καθεστώτα, με την εφαρμογή ισοπεδωτικών, ανελεύθερων πολιτικών ετοιμάζοντας το δρόμο προς τη δουλεία;
Όπως προείπαμε, οι ιδεολογικές αγκυλώσεις υπερίσχυσαν, απαγορεύοντας σε μία σημαντική κοινωνική ομάδα να αυξήσει το εισόδημά της και να συνεχίσει να προσφέρει στην κοινωνία ως ένα ενεργό κύτταρο.
Θεώρησαν επίσης την αγορά εργασίας ως ένα ενιαίο, ομοιόμορφο σύνολο, τοποθέτηση η οποία πόρρω απέχει από την πραγματικότητα: υψώνοντας ανυπέρβλητα εμπόδια για την απασχόληση των συνταξιούχων, εκτιμούσαν ότι έτσι θα μειωθεί η ανεργία του 17%. Όμως η ανεργία αυτή παρέμενε υψηλή παρά τις όποιες διοικητικές απαγορεύσεις του νόμου Κατρούγκαλου.»
Το 30% παραμένει ποσοστό υψηλό και άδικο
Σήμερα το 30% της απώλειας της σύνταξης (κύριας και επικουρικής) παραμένει υψηλό αλλά και άδικο: ακόμα και με μία ημέρα απασχόλησης, ο συνταξιούχος ανεξαρτήτως των ημερών που απασχολείται, πληρώνει «πέναλτι» που ισούται με το ένα τρίτο της σύνταξης που του καταβάλλεται. Αν πάρουμε ένα παράδειγμα όπου ο συνταξιούχος λαμβάνει 800,00€ κύρια σύνταξη και 200,00€ επικουρική, με το ισχύον πλαίσιο του 30%,η κύρια σύνταξη διαμορφώνεται στα 560,00€,δηλαδή υφίσταται απώλειες ύψους 240,00€, η δε επικουρική θα διαμορφωθεί στα 140,00€, έχοντας απώλειες ύψους 60,00€. Συνεπώς, η συνολική απώλεια ανέρχεται στα 300,00€,ποσό διόλου ευκαταφρόνητο. Αυτές τις καταφανείς αδικίες και στρεβλώσεις θα έχει ως στόχο να άρει το νέο νομοσχέδιο.
Το σύστημα πρέπει να γίνει αναλογικότερο και να σταματήσει να υφίσταται αυτού του είδους η τιμωρητική αντιμετώπιση προς τους συνταξιούχους που επιθυμούν να εργαστούν και να βελτιώσουν το διαθέσιμο εισόδημά τους. Θεωρούμε ότι η βούληση υπάρχει και προς την κατεύθυνση αυτή θα κινηθεί η νέα πολιτική ηγεσία του Υπουργείου.
Μια φιλελεύθερη πολιτική που θα ενισχύει την απασχόληση
Απαιτείται λοιπόν εξορθολογισμός και εφαρμογή μιας περισσότερο φιλελεύθερης πολιτικής που όπως φαίνεται η κυβέρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη είναι διατεθειμένη να εφαρμόσει, εκλογικεύοντας ένα σύστημα το οποίο δημιουργούσε αντικίνητρα για την εργασία των συνταξιούχων.
«Το νέο σύστημα θα πρέπει να στοχεύει στην ενίσχυση της απασχόλησης, της επιχειρηματικότητας αλλά και της νόμιμης επανένταξης των συνταξιούχων στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας μας.
Υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι οι συνταξιούχοι με δηλωμένη απασχόλησης ανέρχονται περίπου σε 15.000 και ο αριθμός που απασχολείται είτε εποχιακά είτε με πλήρη απασχόληση είναι υπερπολλαπλάσιος, οι οποίοι όμως προφανώς εργάζονται παράνομα.
Όλες αυτές τις στρεβλώσεις θα επιχειρήσει να αντιμετωπίσει το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης υιοθετώντας ένα ευνοϊκότερο πλαίσιο για τους εργαζόμενους συνταξιούχους, οι οποίοι πλέον δεν θα τιμωρούνται με την παρακράτηση του 30% της σύνταξής τους για την οποία έχουν εργαστεί και έχουν καταβάλει εισφορές, υφαρπάζοντας ουσιαστικά ένα μέρος του εισοδήματός τους. Με την ανεργία σε καθοδική πορεία, το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης έχει τώρα την ευκαιρία να προχωρήσει με ταχείς ρυθμούς, εισάγοντας καινοτόμες ρυθμίσεις τολμώντας το αυτονόητο.»
Το παραπάνω προτάσσει η κοινωνική δικαιοσύνη, η κοινή λογική αλλά και τα νέα δεδομένα της αγοράς εργασίας, τόσο οικονομικά όσο και δημογραφικά, συμπεραίνει ο ειδικός.
Ευκαιρίες για όλους με ευρωπαϊκά πρότυπα
«Η άνοδος του βιοτικού μας επιπέδου αλλά και οι μεταβολές που έχουν συντελεστεί στην αγορά εργασίας με την αλλαγή των εργασιακών προτύπων (τηλεργασία) δεν έχουν αφήσει ανεπηρέαστους και τους συνταξιούχους. Αν κάποτε τους θεωρούσαμε «εκτός των τειχών», ή ως «απόμαχους» σήμερα τα άτομα αυτά διεκδικούν το αυτονόητο: να συνεχίσουν να εργάζονται και να προσφέρουν το πολύτιμο απόθεμα γνώσεων επ’ ωφέλεια των ιδίων αλλά και της κοινότητας μέσα στην οποία ζουν.
Γιατί λοιπόν να τους αποκλείουμε τιμωρώντας τους δημιουργώντας ένα πλέγμα αντικινήτρων για την απασχόλησή τους, τη στιγμή που απαιτείται η εφαρμογή κινήτρων και ενεργητικών πολιτικών ώστε να συνεχίσουν να εργάζονται με βάση το δικό τους ατομικό αλλά και οικογενειακό προγραμματισμό;
Θεωρούμε ότι οι ρυθμίσεις που θα εφαρμοστούν πρέπει να ενσωματώνουν και αυτήν τη διάσταση που απαντά στις νέες απαιτήσεις της εποχής μας.
Πριν από ορισμένες δεκαετίες ορισμένοι συγγραφείς όπως ο Jeremy Rifkin, μας προετοίμαζαν για το «τέλος της εργασίας» που ευτυχώς δεν ήρθε ποτέ. Το τέλος της εργασίας για έναν εργαζόμενο, ο οποίος καθίσταται συνταξιούχος, δεν σημαίνει μια παθητική μετάβαση σε μια νέα, ίσως όχι και τόσο ευχάριστη για τον ίδιο και την οικογένειά του, κατάσταση.
Γιατί λοιπόν να μην του δοθούν οι ευκαιρίες ώστε να δημιουργήσει κάτι καινούργιο που θα είναι πηγή ευχαρίστησης, τόσο οικονομικής όσο και ηθικής/κοινωνικής; Αυτό εξάλλου συμβαίνει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες κινητροδοτώντας την απασχόλησή τους, μέτρο που όπως φαίνεται έχει τύχει ευρύτερης αποδοχής.
Η διερεύνηση από την κυβέρνηση βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών, οι οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν και στη χώρα μας, θα μπορούσε να τεκμηριώσει τις νομοθετικές παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση της φιλελευθεροποίησης του συστήματος ώστε να μην τιμωρεί όσους συνταξιούχους επιθυμούν να εργάζονται.
Πολύ συχνά μιλάμε για ελλείψεις που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις στην ανεύρεση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού (αναντιστοιχία στην αγορά και στη ζήτηση εργασίας). Η σύζευξή τους όμως είναι μία διαδικασία, η οποία απαιτεί χρόνο, ενώ οι ανάγκες των επιχειρήσεων είναι άμεσες.
Εισάγοντας λοιπόν τις απαραίτητες ρυθμίσεις για την απασχόληση των συνταξιούχων, στηρίζεται και η επιχειρηματικότητα στον βαθμό όπου το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό που ζητούν οι επιχειρήσεις βρίσκεται σε έλλειψη και συνεπώς μπορούν να το αντλήσουν μέσα από το απόθεμα των εξειδικευμένων συνταξιούχων.
Φαίνεται λοιπόν ότι πολλοί περισσότεροι απ’ ότι φανταζόμαστε θα ωφεληθούν από την εισαγωγή και την ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου. Και από την άποψη αυτή οι θετικές επιπτώσεις θα είναι πολλαπλές αλλά και μετρήσιμες», καταλήγει.
* O Mηνάς Αναλυτής είναι οικονομολόγος PhD στο Πανεπιστήμιο Poitiers, Γαλλία