Ανάπτυξη υψηλότερη από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, σύγκλιση των εισοδημάτων με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και μείωση του πληθωρισμού περιμένουν οι αναλυτές της Fitch. Την ίδια στιγμή, όμως, η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων, καθώς επίσης και η δημογραφική κρίση χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης. Τι δηλώνουν σε συνέντευξη στο Liberal και τον Νικόλα Ταμπακόπουλο οι Director of financial Institutions Pau Labro (PL) και Director in the sovereign team analytical, Federico Barriga (FB).
O Federico Barriga, Director in the sovereign team analytica
Ποιες οι εκτιμήσεις σας για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και οι ευκαιρίες που πιθανόν κρύβονται σε αυτήν;
F.B: Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να έχει επιδόσεις πολύ πιο πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, βοηθώντας στη σύγκλιση των εισοδημάτων. Η βάση της οικονομικής ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια ήταν ένας συνδυασμός αύξησης των επενδύσεων και της κατανάλωσης, που υποστηρίζεται από τη μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και τη δημοσιονομική σύνεση. Μια πολύ σημαντική τάση ήταν η βελτίωση των δεικτών απασχόλησης, που βρίσκονται πλέον στα καλύτερα επίπεδα από την εποχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, γεγονός που θα συνεχίσει να στηρίζει τη σταθερή ανάπτυξη και στο μέλλον.
Η κυβέρνηση έχει εφαρμόσει μια σειρά μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούν στην αύξηση της παραγωγικότητας και στην αντιμετώπιση ορισμένων διαρθρωτικών περιορισμών, όπως η γήρανση του πληθυσμού. Εάν αυτό επιτύχει, μπορεί να συμβάλει στην άνοδο της μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης. Η Ελλάδα συνεχίζει να έχει καλές επιδόσεις όσον αφορά τις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού, όπου διαθέτει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Η χώρα διαθέτει, επίσης, ένα από τα μεγαλύτερα κονδύλια του NGEU, δηλαδή του οικονομικού πακέτου ανάκαμψης, το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει ως ευκαιρία για την άνοδο των επενδύσεων και ιδιαίτερα των ιδιωτικών επενδύσεων.
Υπάρχουν κίνδυνοι που εντοπίζετε; Τι μεταρρυθμίσεις θα προτείνατε;
F.Β: Οι κυριότεροι πτωτικοί κίνδυνοι επί του παρόντος συνδέονται με τις εξωτερικές εξελίξεις, ιδίως εάν υπάρξει εξασθένηση της οικονομικής ανάκαμψης της Ευρωζώνης που θα μειώσει τη ζήτηση για υπηρεσίες και αγαθά.
Η Ελλάδα είναι πλέον πολύ λιγότερο ευάλωτη στις μεταβολές του κλίματος της αγοράς, οπότε δεν βλέπουμε πολλούς κινδύνους για τα δημόσια οικονομικά, το χρέος ή τη χρηματοδότησή της.
Σε ό,τι αφορά την εγχώρια πλευρά, οι προκλήσεις είναι περισσότερο μεσοπρόθεσμες, ιδίως γύρω από τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία και το ακόμη σημαντικό χάσμα σε όρους εισοδήματος και παραγωγικότητας, σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ.
Οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη και τη φορολογία μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των διαρθρωτικών περιορισμών και υπάρχει ένα ιστορικό κυβερνήσεων που τις εφαρμόζουν, το οποίο αυξάνεται. Ένας σημαντικός παράγοντας που εξετάζουμε κατά την ανάθεση της κρατικής αξιολόγησης είναι οι δείκτες διακυβέρνησης με βάση τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι οποίοι θα μπορούσαν να βελτιωθούν, δεδομένων των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων.
Ο Pau Labro, Director of financial Institutions
Ποιες προσδοκίες και αβεβαιότητες κυριαρχούν στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα;
P.L: Οι απόψεις μας για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παραμένουν θετικές, λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντικά βελτιωμένη παραγωγή κερδών των τραπεζών, την αποκατεστημένη κεφαλαιακή θέση και την ολοκλήρωση της εξυγίανσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων.
Οι συνθήκες χρηματοδότησης των τραπεζών και η πρόσβαση στις αγορές επωφελούνται, επίσης, από την ενίσχυση του πιστωτικού προφίλ του Δημοσίου σε επενδυτική βαθμίδα. Όλα αυτά τα στοιχεία έχουν στηρίξει την επιστροφή των μερισματικών πληρωμών μετά από μια μακρά περίοδο και την εκποίηση του ΤΧΣ σε ιδιώτες μετόχους, τα οποία αποτελούν ένδειξη της ομαλοποίησης του τομέα.
Οι τράπεζες επωφελούνται από τις αυξημένες επιχειρηματικές ευκαιρίες που οδηγούνται από την ανθεκτική οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα, τη δυναμική των ακινήτων, τα κεφάλαια του ΤΧΣ και τις αυξημένες επενδυτικές ευκαιρίες στη χώρα.
Σε αυτό το πλαίσιο, αναμένουμε ότι οι τράπεζες θα συνεχίσουν να αυξάνουν τις εκταμιεύσεις δανείων, ιδίως προς τις επιχειρήσεις. Οι εκταμιεύσεις δανείων προς ιδιώτες είναι πιθανό να αυξηθούν επίσης, αν και εξακολουθούμε να βλέπουμε κάποιες αδυναμίες στον τομέα των στεγαστικών δανείων. Αυτό αποτελεί περιορισμό των επιχειρηματικών ευκαιριών των τραπεζών και πιστεύουμε, ότι η ανάκαμψη του τμήματος λιανικής θα ήταν επωφελής για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του επιχειρηματικού τους μοντέλου.
Η λειτουργική αποτελεσματικότητα των ελληνικών τραπεζών είναι ισχυρή μετά από χρόνια αναδιάρθρωσης. Ωστόσο, η διαφοροποίηση των εσόδων και η ψηφιοποίηση είναι δύο τομείς στους οποίους υπάρχουν ακόμη περιθώρια βελτίωσης, σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες αναπτύσσουν τώρα δραστηριότητες που παράγουν αμοιβές και επενδύουν στην εμπειρία των πελατών και την τεχνολογία.
Όσον αφορά την ποιότητα του ενεργητικού, αυτή έχει αποδώσει καλύτερα απ' ό,τι αναμενόταν παρά τις πρόσφατες πιέσεις και έτσι, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες βρίσκονται ήδη αρκετά κοντά στον στόχο τους για δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων 3%-4% έως το τέλος του 2025, με συνεχή μείωση των πιστωτικών ζημιών.
Αναμένουμε ότι οι νέες εισροές θα είναι μέτριες, ενώ το εναπομείναν χαρτοφυλάκιο NPE είναι μικρό και στρέφεται προς δανειολήπτες που μπορούν να επανέλθουν σε αποδοτικότητα μέσω εσωτερικών ρυθμίσεων ή μικρών πωλήσεων χαρτοφυλακίου. Εκτός του τραπεζικού συστήματος, ένας τομέας που πρέπει να παρακολουθείται είναι η ικανότητα των διαχειριστών να ανακτήσουν και να αντλήσουν αξία από το μεγάλο κληρονομημένο απόθεμα NPEs.
Τέλος, όσον αφορά το κεφάλαιο, αναμένουμε ότι τα μερίσματα των τεσσάρων τραπεζών θα αυξηθούν σταδιακά μεσοπρόθεσμα, χωρίς να επηρεαστεί η κεφαλαιακή θέση των τραπεζών χάρη στην καλή παραγωγή κερδών και τη συνεχή μείωση του ποσοστού των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων.
Οι τράπεζες θα χρησιμοποιήσουν τα πλεονάζοντα κεφάλαια για να αυξήσουν ενδεχομένως τις διανομές κεφαλαίου στους μετόχους και να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη στην Ελλάδα, αλλά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και το ενδεχόμενο πρόσθετων εξαγορών επιλεκτικών επιχειρήσεων ή διεθνούς ανάπτυξης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Eurobank με την Ελληνική Τράπεζα.
Τέλος, σε τι ποσοστό θα φτάσει η ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια και ο πληθωρισμός;
F.B: Στον τελευταίο γύρο προβλέψεών μας τον Ιούνιο εκτιμήσαμε αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,3% το 2024, 2,4% το 2025 και 1,9% το 2026. Ο εναρμονισμένος πληθωρισμός εκτιμάται κατά μέσο όρο 2,6% το 2024, 2,1% το 2025 και 1,8% το 2026.