Οι μεταρρυθμίσεις «ξεκλειδώνουν» επενδύσεις και νέες αναβαθμίσεις της οικονομίας
Shutterstock
Shutterstock
D. Shen (Scope Ratings) στο Liberal

Οι μεταρρυθμίσεις «ξεκλειδώνουν» επενδύσεις και νέες αναβαθμίσεις της οικονομίας

Η πολιτική σταθερότητα, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και η μείωση των ελλειμμάτων οδηγούν σε νέες αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης, αναφέρουν σε συνέντευξη στο Liberal τα ανώτατα στελέχη της Scope Ratings, Dennis Shen (Senior Director) και Alessandra Poli (Analyst). Επισημαίνουν την πρόοδο που έχουν κάνει οι τράπεζες, αναλύουν τις προκλήσεις για την ελληνική οικονομία και εξηγούν πώς θα έρθουν περισσότερες επενδύσεις.

Συνέντευξη στον Νικόλα Ταμπακόπουλο

Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να δούμε μια νέα αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας;

Η στήριξη της Ελλάδας από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα έχει αποδειχθεί ζωτικής σημασίας σε περιόδους κρίσης, όπως αυτήν της πανδημίας Covid -19.

O συνδυασμός της βελτίωσης των θεμελιωδών οικονομικών μεγεθών και το ισχυρότερο τραπεζικό σύστημα, εξηγεί γιατί αναβαθμίσαμε την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας σε BBB- τον Αύγουστο του 2023, βοηθώντας το κράτος να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα μετά από μια δεκαετία αξιολογήσεων κάτω από αυτήν.

Οποιαδήποτε περαιτέρω άνοδος για πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας εξαρτάται από τρεις παράγοντες:

Πρώτον, η σταθερή ονομαστική ανάπτυξη και η συνεχιζόμενη δημοσιονομική εξυγίανση θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συνεχή σημαντική μείωση του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ της κυβέρνησης, ο οποίος επί του παρόντος είναι κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα και εκτιμάται στο 160,2% του ΑΕΠ στο τέλος του 2023.

Παρόλα αυτά, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ παραμένει ο υψηλότερος μεταξύ των κρατών της ζώνης του ευρώ. Για περαιτέρω σημαντικές μειώσεις του δημόσιου χρέους, η συνεχής εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος της κυβέρνησης και η σύνεση στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών είναι απαραίτητες.

Δεύτερον, απαιτείται περαιτέρω πρόοδος στην ενίσχυση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Αυτό περιλαμβάνει την ενίσχυση στους δείκτες κεφαλαιοποίησης και τη συνεχή μείωση των κινδύνων που σχετίζονται με τους ακόμα αυξημένους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) σε σύγκριση με εκείνων των άλλων τραπεζικών συστημάτων της ζώνης του ευρώ, ή/και τον περιορισμό των οικονομικών διασυνδέσεων μεταξύ τραπεζών και κράτους.

Τέλος, απαιτούνται περαιτέρω διαρθρωτικές βελτιώσεις στην οικονομία, όπως ο περιορισμός των κινδύνων του εξωτερικού τομέα, η εξασφάλιση υψηλότερου μεσοπρόθεσμου αναπτυξιακού δυναμικού ή/και ενισχυμένη μακροοικονομική βιωσιμότητα. Η Ελλάδα έχει σημαντικά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και μια καθαρή διεθνή επενδυτική θέση η οποία βρίσκεται βαθιά μέσα σε ένα περιβάλλον καθαρού χρέους.

Παρά τη συνεχή πρόοδο στην υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων εν μέσω της εκτέλεσης του προγράμματος «Ελλάδα 2.0» και του ελληνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το μεσοπρόθεσμο δυναμικό οικονομικής ανάπτυξης παραμένει μέτριο, γύρω στο 1%, περιορισμένο από τις δυσμενείς δημογραφικές τάσεις, καθώς και από την ασθενή και άνιση αύξηση της παραγωγικότητας σε όλες τις περιφέρειες. Η τελευταία παράμετρος είναι το αποτέλεσμα της πολυετούς υποεπένδυσης του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, αλλά και της έλλειψης δυναμισμού του επιχειρηματικού τομέα.

Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις για την ελληνική οικονομία;

Αν και η συνεπής υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας πρόσφατα μας δίνει την πεποίθηση ότι η ισχυρή ανάπτυξη δεν είναι παροδική, υπάρχουν αρκετές προκλήσεις για τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας:

Πρώτον, η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα όσον αφορά την εξέλιξη του πληθωρισμού στο μέλλον και το κατά πόσον ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να μειώνεται σταθερά προς τον στόχο του 2% της ΕΚΤ.

Παρά την πρόσφατη μείωση του πληθωρισμού, ο πυρήνας του πληθωρισμού παραμένει αρκετά πάνω από το 2%. Αναμένουμε ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει πάνω από τον στόχο της ΕΚΤ για μεγάλο μέρος του τρέχοντος έτους. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε περαιτέρω κρίσεις από την πλευρά της προσφοράς δεδομένης της ταραχώδους διεθνούς γεωπολιτικής συγκυρίας, οι οποίες ενδέχεται να οδηγήσουν και πάλι τον πληθωρισμό σε υψηλότερα επίπεδα και να οδηγήσουν σε περαιτέρω αναβολή της ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής.

Οι περιβαλλοντικές προκλήσεις είναι επίσης σημαντικές. Η ελληνική οικονομία είναι η πλέον εκτεθειμένη στην άνοδο της θερμοκρασίας μεταξύ των οικονομιών της ΕΕ και τα αυξανόμενα συμβάντα και η σοβαρότητα των κυμάτων καύσωνα και των πυρκαγιών επηρεάζουν δραστικά ζωτικής σημασίας τομείς, όπως ο τουρισμός και η γεωργία.

Τέλος, ενδέχεται να προκύψουν περαιτέρω πολιτικές προκλήσεις. Οποιαδήποτε ξαφνική απόκλιση από τις τρέχουσες πολιτικές που είναι φιλικές προς τις επιχειρήσεις, μετά τις γενικές εκλογές που θα διεξαχθούν έως το 2027, θα μπορούσε να περιορίσει την ανάπτυξη και την εμπιστοσύνη των επενδυτών.

Είναι ζωτικής σημασίας η κυβέρνηση να συνεχίσει να εφαρμόζει τη μεταρρυθμιστική της ατζέντα και να διατηρεί εποικοδομητικό διάλογο με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις κεφαλαιαγορές. Οι πολιτικές γίνονται ήδη σταδιακά λιγότερο αυστηρές. Η πρόκληση είναι να αποφευχθεί ο πειρασμός της περαιτέρω ανατροπής των μεταρρυθμίσεων που εισήχθησαν κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ετών, κατά την οικονομική κρίση.

Πώς αξιολογείτε το τραπεζικό σύστημα και ποιες είναι οι προβλέψεις σας σχετικά με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και τα κέρδη;

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Τα δάνεια αυτά, σε ενοποιημένη βάση μειώθηκαν από 49,2% τον Ιούνιο του 2017 σε 7,9% έως τον Σεπτέμβριο του 2023. Ωστόσο, παραμένουν πολύ πάνω από τους μέσους όρους της ΕΕ (1,8% το γ' τρίμηνο του 2023). Δεν μπορεί να αποκλειστεί πλήρως μια νέα φάση αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, σε περίπτωση που η οικονομική δραστηριότητα επιβραδυνθεί σημαντικά περισσότερο απ’ ό,τι αναμενόταν, υποβαθμίζοντας το εισόδημα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων δραστηριότητα του τομέα των επιχειρήσεων.

Επιπλέον, τα μερίδια των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων που εξακολουθούν να παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, στο συνολικό κεφάλαιο του τραπεζικού συστήματος ασκούν συνεχείς πιέσεις στην ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών. Οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις μειώθηκαν μόνο οριακά στο 51% του συνόλου ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών τον Ιούνιο του 2023, από 52% στο τέλος του 2022.

Επίσης, τα κρατικά ομόλογα που κατέχουν οι ελληνικές τράπεζες, οι μετοχές τραπεζών που κατέχει το κράτος, οι συμμετοχές του κράτους στις τράπεζες και οι κρατικές εγγυήσεις στο πλαίσιο του προγράμματος Hercules έχουν ως αποτέλεσμα να υπάρχουν σημαντικές οικονομικές διασυνδέσεις μεταξύ κράτους και τραπεζών.

Η τιτλοποίηση μη εξυπηρετούμενων δανείων στο παρελθόν και οι προβλέψεις για ζημίες από δάνεια κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19 έχουν επιβαρύνει την κερδοφορία και το tier-1 1 κεφάλαιο, αν και αυτό παραμένει σχετικά άνετα πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις μετά την αύξηση έως και 15% των σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού έως το γ΄ τρίμηνο του 2023.

Η κερδοφορία έχει βελτιωθεί από το 2022 και αναμένουμε ότι θα συνεχίσει να επωφελείται από τη μείωση των προβλέψεων για επισφάλειες, τα αυξημένα μη επαναλαμβανόμενα έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις και την αντιστάθμιση κινδύνων μέσων αντιστάθμισης, καθώς και από τα υψηλότερα έσοδα από τόκους.

Τέλος, πώς θα μπορούσε η Ελλάδα να προσελκύσει περισσότερες επενδύσεις και πώς αξιολογείτε το επενδυτικό περιβάλλον;

Το επενδυτικό περιβάλλον επωφελείται από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η οποία έχει συμβάλει στη μείωση των περιθωρίων των αποδόσεων των 10ετών κρατικών ομολόγων - σε περίπου μόλις 100 μονάδες βάσης έναντι των γερμανικών, πρόσφατα-, αντανακλώντας μια πιο ισχυρή εμπιστοσύνη των επενδυτών.

Η περαιτέρω πρόοδος στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της δομής της ελληνικής οικονομίας και τη βελτίωση της μακροοικονομικής βιωσιμότητας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προβλέπονται στο πλαίσιο του σχεδίου ανάκαμψης, θα μπορούσαν να συμβάλουν στην περαιτέρω αύξηση της ελκυστικότητας της οικονομίας για ξένες και εγχώριες επενδύσεις.

Επιπλέον, η υποτιθέμενη κορύφωση του κύκλου αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ θα διαμορφώσει ένα καθεστώς πιο ευνοϊκό για τις επενδύσεις, καθώς η κεντρική τράπεζα θα αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια, το νωρίτερο, από το καλοκαίρι.