Αριθμοί κοινωνικής ασφάλισης, τραπεζικοί λογαριασμοί, προσωπικά στοιχεία και φυσικά κρίσιμες κρατικές πληροφορίες. Τα πάντα πλέον βρίσκονται κάπου στον Ιστό. Εύλογα προκύπτει το ερώτημα «ήρθε το τέλος της ιδιωτικότητας»; Ερώτημα που ενισχύθηκε μετά τα αλλεπάλληλα περιστατικά διαρροής προσωπικών δεδομένων που έλαβαν χώρα πρόσφατα, με αποτέλεσμα να ενισχύεται το αίσθημα ανασφάλειας απέναντι στην τεχνολογία.
Αυτό θα είναι και το διακύβευμα για τους τεχνολογικούς κολοσσούς τα επόμενα τρία χρόνια: να δώσουν στους καταναλωτές μεγαλύτερο έλεγχο των δεδομένων τους, της ιδιωτικής τους ζωής και του τρόπου με τον οποίο αλληλεπιδρούν με προϊόντα και υπηρεσίες. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την πρόσφατη έκθεση Technology Vision 2019 της Accenture, η οποία επισημαίνει ότι η μελλοντική επιτυχία οποιασδήποτε επιχείρησης με διαδικτυακή παρουσία θα περιλαμβάνει τη διαφάνεια και την ασφάλεια των δεδομένων των καταναλωτών.
«Οι εταιρείες συγκεντρώνουν τεράστιες ποσότητες πληροφοριών για τους καταναλωτές», δήλωσε ο Paul Daugherty, επικεφαλής τεχνολογίας της Accenture. «Το σημείο κλειδί για τις επιχειρήσεις είναι να διασφαλίσουν ότι δεν θα παραβιάσουν τις πληροφορίες αυτές», συμπλήρωσε. Και αυτό γιατί αν οι καταναλωτές εμπιστεύονται μια επιχείρηση, είναι πιθανότερο να προσφέρουν ακόμη περισσότερα δεδομένα σε αντάλλαγμα για καλύτερη και πιο προσωποποιημένη εμπειρία - συνεχίζοντας έτσι τον κύκλο βελτίωσης του προϊόντος ή της υπηρεσίας και κατά συνέπεια την ανάπτυξη της επιχείρησης.
Δεδομένων των πρόσφατων περιστατικών ανεξέλεγκτης χρήσης προσωπικών δεδομένων από εταιρείες όπως η Facebook, έχει ανοίξει μια τεράστια συζήτηση για την ιδιωτικότητα στο Διαδίκτυο. Στο πλαίσιο αυτό εθνικές και υπερεθνικές αρχές προσπαθούν να θέσουν ένα πλαίσιο ρύθμισης όσον αφορά τη χρήση προσωπικών δεδομένων. Κάτι που αφορά όχι μόνο εταιρείες τεχνολογίας αλλά κάθε εταιρεία που διαθέτει ψηφιακή παρουσία. Μάλιστα, οι εταιρείες τεχνολογίας ενδέχεται να έχουν πιο δύσκολο έργο σε σύγκριση με τις παραδοσιακές επιχειρήσεις, καθώς έχουν οικοδομήσει το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων τους στη «χαλαρή» διαφύλαξη των προσωπικών δεδομένων των χρηστών.
Η «χαλαρότητα» αυτή, όμως, έχει ήδη έχει ήδη αρχίσει να γυρίζει μπούμερανγκ, κάτι που θα επιταχυνθεί στο μέλλον. Πρόσφατη μελέτη του Harvard Business School, αποκάλυψε ότι οι χρήστες που έβλεπαν διαφημίσεις στα κοινωνικά δίκτυα, οι οποίες εμφανίζονταν καταφανέστατα βάσει των αναζητήσεών τους στο Διαδίκτυο, έδειξαν πολύ μικρότερη εμπλοκή με τις διαφημίσεις, σε σύγκριση με μια ομάδα ελέγχου που δεν γνώριζε πώς είχε επιλεγεί από τις διαφημίσεις.
Η συγκεκριμένη μελέτη έρχεται σε συνέχεια αντίστοιχης του National Fraud Information Center των ΗΠΑ η οποία έδειξε ότι το 25% των ερωτηθέντων δεν είχαν αγοράσει τίποτα on-line κατά το παρελθόν έτος επειδή θεωρούσαν ότι τα προσωπικά τους στοιχεία θα χρησιμοποιηθούν με κάποιο τρόπο, παρά τη θέλησή τους. Με απλά λόγια, ενώ οι επιχειρήσεις υποστηρίζουν ότι χρειάζονται προσωπικές πληροφορίες για να προσφέρουν εξατομικευμένες υπηρεσίες, οι έρευνες που δείχνουν ότι η παραβίαση της ιδιωτικότητας στην πραγματικότητα βλάπτει τις επιχειρήσεις.
H ιδιωτικότητα στο Διαδίκτυο είναι ένα περίπλοκο, πολλές φορές «σκοτεινό» ζήτημα γεμάτο αντιφατικά συμφέροντα και παραπληροφόρηση. Από τη μια μεριά οι εταιρείες που θέλουν να συγκεντρώνουν όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία, από την άλλη οι καταναλωτές που επιθυμούν να μοιράζονται όσο το δυνατόν λιγότερα. Πρόκειται για μια διελκυστίνδα που κανείς δεν είχε προβλέψει, αφού αρχικά το Διαδίκτυο γεννήθηκε ως ένα ανοιχτό εργαλείο έρευνας και έτσι δεν σχεδιάστηκε με βάση κανόνες ρυθμιστικών αρχών, που λαμβάνουν υπόψη την ιδιωτικότητα ή την ασφάλεια. Ταυτόχρονα, όμως, φαίνεται να προσφέρει την τέλεια ανωνυμία και οι περισσότεροι χρήστες συμπεριφέρονται σαν να μην μπορεί κανένας να τους δει. Ένα μοντέλο που φαίνεται πια να αγγίζει τα όρια του.