Η ιστορία ενός χαμένου πορτοφολιού στην (κολασμένη) Ομόνοια

Εκείνο το βράδυ είχα δει όνειρο ότι με είχε βάλει στη μέση μια αγέλη από σκυλιά και μου γαύγιζαν. Την επομένη μπήκα στον ηλεκτρικό για να πάω στο Μοναστηράκι. Στον σταθμό της Ομόνοιας ένιωσα από πίσω μου ένα σπρώξιμο και βρέθηκα στο μέσο μιας παρέας νεαρών. Σαν στο όνειρο, ήμουν στη μέση και γύρω - γύρω... επικίνδυνα σκυλιά. Είχα το πορτοφόλι στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν. Είχε κάνει φτερά! 

Ανάμεσα στην παρέα των νεαρών ξεχώριζε ένας ηλικιωμένος με ξενική προφορά, ο οποίος και έμοιαζε με ομαδάρχης τους. Με ένα νεύμα του σε είχαν περικυκλώσει και με ένα δεύτερο είχαν εξαφανιστεί σαν αερικά. Θα έπαιρνα όρκο ότι επρόκειτο για μια βουτιά στο χρόνο, όπου οι ταξιδιώτες του ηλεκτρικού του ΗΣΑΠ συνάντησαν τον Τομ Σόγιερ και τη συμμορία του.

Δεν είχα την παραμικρή διάθεση για φιλοσοφίες, αλλά συνέλαβα τον εαυτό μου να κάνει διάφορες τέτοιες σκέψεις καθώς βάδιζα βιαστικά προς το αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας. Μόλις είχα ακινητοποιήσει το τρένο και έψαχνα το δίκιο μου. Για την ακρίβεια το πορτοφόλι μου και τη χαμένη αίσθηση της ασφάλειας. Οι αφιλότιμοι! Πήραν το πορτοφόλι μου από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν μου. Και με λουκέτο να είχα κλείσει την τσέπη, αυτοί θα έβρισκαν τρόπο να το ανοίξουν χωρίς να το πάρω χαμπάρι. Από τη μία οργή για την απώλεια και την ταλαιπωρία και από την άλλη θαυμασμός για τον επαγγελματισμό τους...  

Στο αστυνομικό τμήμα με ανέλαβε ένας αξιωματικός. «Σε κλέψανε, ε; Περίμενε να πάω να τον φέρω», είπε ο αστυνομικός. Να φέρει; Ποιον; Α, σκέφτηκα. Κάτι θα έγινε και τον έχουν ήδη πιάσει. Μία ελπίδα γεννήθηκε μέσα μου. Ότι θα μου έφερναν μπροστά μου τον καλοστεκούμενο ηλικιωμένο αλλοδαπό και το πορτοφόλι μου. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ο αξιωματικός όρμησε μέσα σέρνοντας έναν κακόμοιρο Αλβανό από την πλατεία της Ομόνοιας. «Πού είναι το πορτοφόλι»; τον ρώτησε μετά… «μουσικής».

Άναυδος και σοκαρισμένος από το θέαμα διαμαρτυρήθηκα έντονα. Προσπάθησα να τον αποσπάσω από τα χέρια του αξιωματικού και το κατάφερα με αρκετό κόπο είναι η αλήθεια. Κατεβήκαμε τις σκάλες μαζί. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Ο άνθρωπος μόλις βγήκε στη γωνία έβγαλε φωτιά στα πόδια του. Είναι αμφίβολο αν ξαναπέρασε ποτέ από την περιφέρεια της πλατείας της Ομόνοιας.  

Πέρασαν από τότε 20 χρόνια, όταν διηγήθηκα το πάθημά μου σε έναν φίλο αστυνομικό. Μόλις άκουσε για τον ψηλόλιγνο ηλικιωμένο με τη ξενική προφορά και τα ψαρά μαλλιά, είπε: «Λες τον Μίμη! Ξένος; Έλληνας ήταν. Την ξενική προφορά την είχε για παραπλάνηση. Ο Μίμης ήταν από ένα χωριό των Σερρών. Πληροφοριοδότης μας. Αυτός μας έδινε πληροφορίες και εμείς κάναμε τα στραβά μάτια. Σε μια συνάντησή μας ο Μίμης κόμπασε ότι με αυτήν τη «δουλειά» σπούδασε δύο παιδιά στην Αγγλία. Την επομένη ζήτησα μετάθεση. Και άργησα πολύ»...  

 

Θανάσης Μαυρίδης 

[email protected]