Του Sheldon Richman
Ως οικονομικό σύστημα, ο φασισμός είναι σοσιαλισμός με καπιταλιστική επίστρωση. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική fasces, το ρωμαϊκό σύμβολο του κολλεκτιβισμού και της εξουσίας: ένα δεμάτι ράβδων απ' όπου εξέχει ένας πέλεκυς.
Την εποχή του (τις δεκαετίες του 1920 και 1930), ο φασισμός θεωρούταν ένας καλός μέσος τόπος ανάμεσα αφενός στον φιλελεύθερο καπιταλισμό που ήταν ευάλωτος σε φούσκες και κρίσεις, την υποτιθέμενη πάλη των τάξεων, τον δαπανηρό ανταγωνισμό και τον προσανατολισμένο στα κέρδη εγωισμό και αφετέρου στον επαναστατικό μαρξισμό, με τη βίαιη και κοινωνικά διαιρετική δίωξη της αστικής τάξης.
Ο φασισμός αντικατέστησε τον διεθνισμό τόσο του κλασικού φιλελευθερισμού όσο και του μαρξισμού με έναν ιδιαίτερο εθνικισμό και φυλετισμό του αίματος και του χώματος.
Εκεί όπου ο σοσιαλισμός επεδίωκε τον ολοκληρωτικό έλεγχο των οικονομικών διαδικασιών μιας κοινωνίας μέσω της άμεσης κρατικής διεύθυνσης των μέσων παραγωγής, ο φασισμός επεδίωκε τον ίδιο έλεγχο εμμέσως, μέσω της κυριαρχίας επί των κατ' όνομα ιδιωτών ιδιοκτητών. Εκεί όπου ο σοσιαλισμός εθνικοποιούσε ρητά τις περιουσίες, ο φασισμός το έκανε απόρρητα απαιτώντας από τους ιδιοκτήτες να χρησιμοποιούν την περιουσία τους προς «εθνικό όφελος» - δηλαδή, όπως έκρινε η αυταρχική εξουσία. (Μολαταύτα, κάποιες βιομηχανίες διοικούνταν από το κράτος).
Εκεί όπου ο σοσιαλισμός καταργούσε εντελώς όλες τις σχέσεις της αγοράς, ο φασισμός άφηνε την εντύπωση ότι υπάρχουν, την ώρα που σχεδίαζε κάθε οικονομική δράση. Εκεί όπου ο σοσιαλισμός καταργούσε το χρήμα και τις τιμές, ο φασισμός ήλεγχε το νομισματικό σύστημα και καθόριζε πολιτικώς όλες τις τιμές και τις αμοιβές. Με όλα αυτά ο φασισμός ακύρωσε την αγορά. Η επιχειρηματικότητα καταργήθηκε. Οι κρατικές υπηρεσίες και όχι οι καταναλωτές καθόριζαν τι θα παράγεται και υπό ποιες συνθήκες.
Φασιστικά οικονομικά
Ο φασισμός διακρίνεται από τον παρεμβατισμός ή τη μεικτή οικονομία. Ο παρεμβατισμός επιδιώκει την καθοδήγηση της διαδικασίας της αγοράς και όχι την εξάλειψή της όπως ο φασισμός. Οι ελάχιστοι μισθοί και οι αντιμονοπωλιακοί νόμοι, μολονότι ρυθμίζουν την ελεύθερη αγορά, απέχουν πολύ από τα πολυετή σχέδια του Υπουργείου Οικονομικών.
Στον φασισμό το κράτος ήλεγχε μέσω επίσημων καρτέλ όλες τις πτυχές της παραγωγής, του εμπορίου, των χρηματοπιστωτικών και της γεωργίας. Συμβούλια σχεδιασμού καθόριζαν τα σχέδια και τα επίπεδα παραγωγής, τις τιμές, τους μισθούς, τις εργασιακές συνθήκες και το μέγεθος των εταιρειών. Παντού χρειάζονταν άδειες - καμία οικονομική δραστηριότητα δεν μπορούσε να αναληφθεί χωρίς κρατική άδεια.
Τα επίπεδα της κατανάλωσης υπαγορεύονταν από το κράτος και τα «υπερβολικά» εισοδήματα έπρεπε να παραδίδονται ως φόροι ή «δάνεια». Η συνεπακόλουθη επιβάρυνση των παραγωγών έδωσε πλεονεκτήματα σε ξένες εταιρείες που ήθελαν να εξάγουν.
Εφόσον όμως η κρατική πολιτική στόχευε στην αυτάρκεια, ο προστατευτισμός ήταν απαραίτητος: οι εισαγωγές απαγορεύονταν ή ελέγχονταν αυστηρά, αφήνονταν την κατάκτηση ξένων εδαφών ως τη μόνη οδό πρόσβασης σε μη διαθέσιμους εγχωρίους πόρους. Ο φασισμός ήταν έτσι ασύμβατος με την ειρήνη και τον διεθνή καταμερισμός εργασίας - τα θεμέλια του φιλελευθερισμού.
Ο φασισμός ενσάρκωνε τον κορπορατισμό, σύμφωνα με τον οποίο η πολιτική αντιπροσώπευση βασιζόταν στο επάγγελμα και στον κλάδο και όχι στη γεωγραφία. Ως προς αυτό, ο φασισμός αποκάλυπτε τις ρίζες του στον συνδικαλισμό, μια μορφή σοσιαλισμού που προέρχεται από την Αριστερά.
Τα κρατικώς καθορισμένα καρτέλ εταιρειών του ίδιου κλάδου, με εκπροσώπους της εργασίας και της διοίκησης να μετέχουν σε αμέτρητα τοπικά, περιφερειακά και εθνικά συμβούλια - υπόκεινταν πάντα στην τελική λέξη του οικονομικού σχεδίου του δικτάτορα. Ο κορπορατισμός σκόπευε στην αποφυγή διαιρετικών κλονισμός στη χώρα, όπως απεργίες συνδικάτων. Το τίμημα αυτή της επιβληθείσας «αρμονίας» ήταν η απώλεια της δυνατότητας διαπραγμάτευσης και ελεύθερης μετακίνησης.
Για να διατηρήσουν υψηλά επίπεδα απασχόλησης και να ελαχιστοποιήσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια, οι φασιστικές κυβερνήσεις αναλάμβαναν επίσης μαζικά δημόσια έργα που χρηματοδοτούνταν από υψηλούς φόρους, δανεισμό και τύπωμα χρήματος. Ενώ πολλά από αυτά τα έργα ήταν εγχώρια - δρόμοι, κτίρια, στάδια - το μεγαλύτερο τέτοιο εγχείρημα ήταν ο μιλιταρισμός, με τεράστιους στρατούς και παραγωγή όπλων.
Η αντιπαλότητα των φασιστών ηγετών προς τον κομμουνισμό παρερμηνεύεται ως συμπάθεια προς τον καπιταλισμό. Στην πραγματικότητα, ο αντικομμουνισμός των φασιστών είχε ως κίνητρο την πίστη ότι στο κολλεκτιβιστικό περιβάλλον της Ευρώπης των αρχών του 20ου αιώνα, ο κομμουνισμός ήταν ο στενότερος ανταγωνιστής για την στήριξη των ανθρώπων.
Όπως και με τον κομμουνισμό, στον φασισμό κάθε πολίτης θεωρούταν υπάλληλος και ενοικιαστής του ολοκληρωτικού και κυριαρχούμενου από το κόμμα κράτους. Συνεπώς, το κράτος είχε την ευχέρεια να ασκεί βία, ή να απειλεί με την άσκησή της, για να καταστείλει ακόμη και ειρηνική διαφωνία.
Ο ιδρυτής του φασισμού
Αν πρέπει να εντοπίσουμε έναν επίσημο αρχιτέκτονα του φασισμού, αυτός θα είναι ο Μπενίτο Μουσολίνι, ο κάποτε μαρξιστής συντάκτης που, μέσα σ' έναν εθνικιστικό πυρετό, αποχώρησε από την Αριστερά καθώς πλησίαζε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και έγινε ο ηγέτης της Ιταλίας το 1922. Ο Μουσολίνι στην αυτοβιογραφία του το 1928 διακρίνει τον φασισμό από τον φιλελεύθερο καπιταλισμό:
«Ο πολίτης στο Φασιστικό Κράτος δεν είναι πλέον ένα εγωιστικό άτομο που έχει το αντικοινωνικό δικαίωμα να εξεγερθεί εναντίον του εκάστοτε νόμου της Συλλογικότητας. Το Φασιστικό Κράτος με την κορπορατιστική του σύλληψη θέτει τους ανθρώπους και τις δυνατότητές τους στην υπηρεσία παραγωγικού έργου και ερμηνεύει γι' αυτούς τα καθήκοντα που πρέπει να επιτελέσουν» (σ. 280).
Πριν να καταφύγει στον ιμπεριαλισμό το 1935, ο Μουσολίνι δεχόταν συχνά τα εύσημα διαπρεπών Αμερικανών και Βρετανών, μεταξύ των οποίων και ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, για το οικονομικό του πρόγραμμα.
Ομοίως, ο Αδόλφος Χίτλερ, του οποίο το Εθνικοσοσιαλιστικό (Ναζιστικό) Κόμμα προσάρμοσε τον φασισμός τη Γερμανία από το 1933, είπε: «Το κράτος πρέπει να διατηρεί την επιτήρηση και κάθε ιδιοκτήτης περιουσίας θα πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του διορισμένο από το κράτος. Καθήκον του είναι να μην χρησιμοποιεί την περιουσία του ενάντια στα συμφέροντα άλλων συμπατριωτών του. Αυτό είναι το κρίσιμο ζήτημα. Το Τρίτο Ράιχ θα διατηρεί πάντα το δικαίωμα να ελέγχει τους ιδιοκτήτες περιουσιών» (Barkai 1990, σελ. 26-7).
Και οι δύο χώρες διατύπωσαν λεπτομερειακά οικονομικά σχέδια προκειμένου να πετύχουν τους κρατικούς στόχους. Το κορπορατιστικό κράτος του Μουσολίνι «θεωρούσε την κρατική πρωτοβουλία στην παραγωγή το αποτελεσματικότερο μέσο προστασίας των εθνικών συμφερόντων» (Basch 1937, σ. 97). Η «πρωτοβουλία» όμως εδώ έχει πολύ διαφορετικό νόημα απ' αυτό που έχει σε μια οικονομία της αγοράς.
Η εργασία και η διοίκηση οργανώνονταν σε 21 κλαδικούς και επαγγελματικούς φορείς, με μέλη του Φασιστικού Κόμματος να κατέχουν ηγετικές θέσεις στον καθένα. Οι φορείς αυτοί συγκροτούσαν το Εθνικό Συμβούλιο Παραγωγικών Φορέων. Οι πραγματικές όμως αποφάσεις λαμβάνονταν από κρατικούς φορείς όπως το Instituto per la Ricosstruzione Industriale που είχε μετοχές σε βιομηχανικές, αγροτικές και κτηματικές επιχειρήσεις και το Instituto Mobiliare που ήλεγχε την πίστωση στη χώρα.
Το καθεστώς του Χίτλερ κατάργησε τις μικρές εταιρείες και κατέστησε υποχρεωτική τη συμμετοχή σε καρτέλ. Το Οικονομικό Επιμελητήριο του Ράιχ ήταν επικεφαλής μιας περίπλοκης γραφειοκρατικής δομής που αποτελούνταν σχεδόν από 200 φορείς που οργανώνονταν στο κλαδικό, το εμπορικό και το επαγγελματικό επίπεδο, καθώς και από διάφορα εθνικά συμβούλια.
Το Εργατικό Μέτωπο, μια προέκταση του Ναζιστικού Κόμματος, διηύθυνε όλα τα ζητήματα της εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των μισθών και της κατανομής της εργαζομένων στις διάφορες θέσεις. Η υποχρεωτική εργασία ξεκίνησε το 1938. Δύο χρόνια πριν, ο Χίτλερ είχε επιβάλει ένα τετραετές σχέδιο για τη μετακίνηση της εθνικής οικονομίας στην πολεμική προετοιμασία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, φασιστικές οικονομίες εγκαταστάθηκαν και στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα.
Επηρέασε ο φασισμός τις ΗΠΑ;
Στις ΗΠΑ, από το 1993, το σύνολο των κρατικών παρεμβάσεων που έμειναν γνωστές ως New Deal είχαν χαρακτηριστικά που θύμιζαν το κορπορατιστικό κράτος. Ο νόμος National Industrial Recovery Act δημιουργούσε αρχές κωδικών και κωδικούς πρακτικής που αφορούσαν κάθε πτυχή της παραγωγής και του εμπορίου. Ο νόμος National Labor Relations Act κατέστησε την ομοσπονδιακή κυβέρνηση τον τελικό κριτή σε ζητήματα εργασίας.
Ο νόμος Agricultural Adjustment Act εισήγαγε τον κεντρικό σχεδιασμό στην αγροτική παραγωγή. Ο στόχος ήταν να μειωθεί ο ανταγωνισμός και η παραγωγή προκειμένου να διατηρηθούν τα επίπεδα τιμών και εισοδημάτων συγκεκριμένων ομάδων κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης.
Το αν το New Deal του Προέδρου Φρανκλίνου Ρούσβελτ επηρεάστηκε άμεσα από φασιστικές οικονομικές πολιτικές είναι ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα. Ο Μουσολίνι επαίνεσε το New Deal ως «τολμηρά παρεματικό στο οικονομικό πεδίο» και ο Ρούσβελτ φιλοφρόνησε τον Μουσολίνι για τις «ειλικρινείς το προθέσεις να αναδομήσει την Ιταλία», αναγνωρίζοντας ότι βρίσκεται σε «αρκετά στενή επαφή με τον αξιοθαύμαστο εκείνον Ιταλό κύριο».
Ακόμη, ο Hugh Johnson, επικεφαλής του Φορέα Εθνικής Ανασυγκρότησης των ΗΠΑ, ήταν γνωστό πως μετέφερε μαζί του ένα αντίτυπο του φιλομουσολινικού βιβλίου του Raffaello Viglione Το Κορπορατιστικό Κράτος, χάρισε ένα αντίτυπο στον Υπουργό Εργασίας Frances Perkins και κατά τη συνταξιοδότησή του, εξυμνούσε τον Ιταλό δικτάτορα.
--
Ο Sheldon Richman είναι πρώην αρχισυντάκτης του Freeman και συντάκτης στην Concise Encyclopedia of Economics.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 16 Μαρτίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ «Μάρκος Δραγούμης».