Καθώς η Ρωσία συνεχίζει να πλήττει τις ουκρανικές πόλεις με αεροπορικές επιδρομές και να προελαύνει κατά μήκος του μετώπου του Ντονμπάς, στις περιφερειακές εκλογές που διεξήχθησαν σε δύο κρατίδια της ανατολικής Γερμανίας παρατηρήθηκε αύξηση της υποστήριξης σε κόμματα της άκρας δεξιάς και της άκρας αριστεράς.
Αυτό που είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι ότι και τα δύο κόμματα αντιτίθενται στην υποστήριξη της Ουκρανίας και υποστηρίζουν μια πιο ευθυγραμμισμένη με το Κρεμλίνο άποψη για τη ρωσική επίθεση κατά της Ουκρανίας. Επιρρίπτουν το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης στη Δύση ότι προκάλεσε τη Ρωσία και αξιοποιούν μια δεξαμενή φόβου ότι θα παρασυρθούν σε μια πλήρη στρατιωτική αντιπαράθεση με τη Μόσχα.
Τέτοιες απόψεις, και η επιτυχία τους στην κάλπη, δεν αφορούν αποκλειστικά την ανατολική Γερμανία. Άλλα κράτη της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης που βρίσκονταν υπό σοβιετικό έλεγχο μέχρι το 1989 βλέπουν μια άνοδο παρόμοιων αισθημάτων, κυρίως στη Σλοβακία και την Ουγγαρία, κράτη μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Το ίδιο ισχύει και για ορισμένα κράτη που αποτελούσαν παλαιότερα μέρος της Σοβιετικής Ένωσης, όπως το Αζερμπαϊτζάν και η Γεωργία. Αντιπροσωπεύοντας ένα περίεργο μείγμα φόβου, δυσαρέσκειας και νοσταλγίας, αυτό δεν σηματοδοτεί μια μυστική επαναφορά του σοβιετικού μπλοκ, αλλά υποδεικνύει μια ιδεολογική εδραίωση τουλάχιστον σε ένα μέρος της περιοχής αυτής.
Στην Ουγγαρία, αυτή η φιλορωσική θέση συνδέεται κυρίως με τον λαϊκιστή πρωθυπουργό της χώρας Βίκτορ Όρμπαν. Στην εξουσία από το 2010, ο Όρμπαν έχει απομακρυνθεί ο ίδιος και η χώρα του από τα φιλελεύθερα δημοκρατικά ιδεώδη που πρέσβευε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Αυτό έχει οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Κοινοβούλιο να καταδικάσουν τον Όρμπαν για υπονόμευση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επέβαλε πρόστιμο ύψους 200 εκατομμυρίων ευρώ (168 εκατομμυρίων λιρών) στην Ουγγαρία για εσκεμμένη παραβίαση των κανόνων της ΕΕ για το άσυλο. Τίποτα από όλα αυτά δεν εμπόδισε τον Όρμπαν από μια τέταρτη συνεχόμενη νίκη στις εθνικές εκλογές του 2022, ωστόσο ώθησε τη συμμαχία του σε επίπεδα χαμηλότερα του 50% στις ευρωεκλογές το 2024.
Παρά το γεγονός ότι εξασφάλισε λιγότερο από το ήμισυ των ψήφων στις ευρωεκλογές για πρώτη φορά μετά από δύο δεκαετίες, ο Όρμπαν ενίσχυσε τη φιλοπουτινική του στάση. Ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός οποιουδήποτε μέλους της ΕΕ και του ΝΑΤΟ που έδωσε το χέρι στον Πούτιν. [Όπως] τον Οκτώβριο του 2023 στο Πεκίνο, έτσι επανέλαβε το ίδιο κόλπο και στη Μόσχα, λίγες ημέρες αφότου η Ουγγαρία ανέλαβε την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ τον Ιούλιο του 2024.
Ο Σλοβάκος ομόλογός του, Ρόμπερτ Φίτσο, ανέλαβε εκ νέου την πρωθυπουργία της χώρας του τον Οκτώβριο του 2023, επίσης με ένα πιο φιλορωσικό και αντι-ουκρανικό αφήγημα.
Σε αντίθεση με τον Όρμπαν, ο Φίτσο είναι αριστερός λαϊκιστής και μετρίασε κάπως τη στάση του για την Ουκρανία μετά την επίσκεψή του στο Κίεβο τον Ιανουάριο του 2024. Ωστόσο, το ευρύτερο φιλορωσικό συναίσθημα στο μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος ήταν εμφανές στις προεδρικές εκλογές του Απριλίου 2024.
Έξω από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, άλλοι ηγέτες έχουν επίσης προσεγγίσει τον Πούτιν. Ένα παράδειγμα είναι ο επί πολλά έτη ηγέτης του Αζερμπαϊτζάν, Ιλχάμ Αλίγιεφ, ο οποίος επισκέφθηκε τη Μόσχα τον Απρίλιο του 2024 και καλωσόρισε τον Πούτιν στο Μπακού τον Αύγουστο.
Από την έναρξη του πολέμου κατά της Ουκρανίας τον Φεβρουάριο του 2022, το Αζερμπαϊτζάν υπήρξε κομβικό σημείο για τη Ρωσία, παρέχοντας πρόσβαση σε βασικούς εμπορικούς διαδρόμους, για να παρακάμψει τις δυτικές κυρώσεις. Ένας από αυτούς είναι ο διεθνής διάδρομος μεταφορών Βορρά-Νότου, ο οποίος συνδέει τη Ρωσία μέσω του Αζερμπαϊτζάν με το Ιράν.
Το Αζερμπαϊτζάν υπέβαλε επίσης το επίσημο άιτημά του για να ενταχθεί στη συμμαχία BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική) μια ημέρα μετά την επίσκεψη Πούτιν τον Αύγουστο. Υπέβαλε επίσης αίτημα, στα τέλη Ιουλίου, για να λάβει το καθεστώς παρατηρητή στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης, φέρνοντας το Αζερμπαϊτζάν ένα βήμα πιο κοντά στην πλήρη ένταξη στο υπό κινεζική ηγεσία μπλοκ.
Παράλληλα, η Γεωργία - κάποτε φάρος δημοκρατικής ανανέωσης στον μετασοβιετικό χώρο - τώρα διολισθαίνει σταδιακά στη φιλορωσική απολυταρχία. Η Τιφλίδα και η Μόσχα έχουν αναθερμάνει σταδιακά τους δεσμούς υπό το πολιτικό κόμμα Γεωργιανό Όνειρο, το οποίο κυβερνά τη χώρα εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία, παρά τον ρωσογεωργιανό πόλεμο του 2008.
Στα λόγια, η γεωργιανή κυβέρνηση παραμένει προσηλωμένη στην ένταξη στην ΕΕ. Με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου 2023 η Γεωργία έλαβε το καθεστώς υποψήφιας χώρας. Ωστόσο, οι σχέσεις με την ΕΕ έχουν υποβαθμιστεί σημαντικά από την άνοιξη, όταν η κυβέρνηση της Τιφλίδας πέρασε τον λεγόμενο νόμο για τους ξένους πράκτορες, παρά τις διαμαρτυρίες του [λαού της] και της ΕΕ.
Ο νόμος αποτελεί ένα δυνητικά χρήσιμο εργαλείο για την κυβέρνηση της Γεωργίας προκειμένου να περιορίσει το έργο των φιλοευρωπαϊκών οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και έχει ως πρότυπο την πρόσφατα διευρυμένη ρωσική νομοθεσία.
Αυταρχική διολίσθηση
Το γεγονός ότι μετά από δυόμισι και πλέον χρόνια ενός σκληρού πολέμου, η Ρωσία ως η επιτιθέμενη χώρα απολαμβάνει ένα είδος αναβίωσης της συμπάθειας άλλων πρέπει σαφώς να ανησυχεί την Ουκρανία και τους δυτικούς εταίρους της. Η αυξανόμενη αυταρχική διολίσθηση στην ανατολική Γερμανία, τη Σλοβακία και την Ουγγαρία, καθώς και στο Αζερμπαϊτζάν και τη Γεωργία δεν ξεκίνησε με τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά έχει αναμφίβολα επιταχυνθεί ως αποτέλεσμα.
Οι πολιτικοί ηγέτες που την προωθούν εκμεταλλεύονται και διοχετεύουν προσεκτικά διαφορετικά δημόσια συναισθήματα. Ένα από αυτά είναι ο μακροχρόνιος φόβος ότι θα παρασυρθούν σε έναν πόλεμο με τη Ρωσία, ένα άλλο είναι η δυσαρέσκεια για ένα ιδιοτελές πολιτικό κατεστημένο που διαχειρίστηκε με λάθος τρόπο τις επιπτώσεις από την COVID και την κρίση κόστους ζωής που προκλήθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Υπάρχει επίσης, τουλάχιστον για ορισμένους, ένας βαθμός νοσταλγίας για ένα φαντασιακό παρελθόν του σοβιετικού μπλοκ και την «τάξη» που επέβαλαν οι ισχυροί και ουσιαστικά κοινωνικά συντηρητικοί ηγέτες της εποχής, σε σύγκριση με το φιλελεύθερο «χάος» που ακολούθησε έκτοτε.
Οι περσινές προεδρικές εκλογές στην Τσεχία και οι βουλευτικές εκλογές στην Πολωνία αποδεικνύουν ότι το είδος της δημοκρατικής οπισθοδρόμησης που παρατηρήθηκε αλλού στο πρώην σοβιετικό μπλοκ μπορεί να ανακοπεί και να ανατραπεί. Ομοίως, η απόφαση της Αρμενίας να αποχωρήσει από τον Οργανισμό της Συνθήκης Συλλογικής Ασφαλείας υπό την ηγεσία της Ρωσίας - έναν μίνι μετασοβιετικό διάδοχο του Συμφώνου της Βαρσοβίας - δείχνει ότι οι γεωπολιτικές ευθυγραμμίσεις δεν πρέπει να θεωρούνται ως κάτι εντελώς αμετάβλητο.
Όλες αυτές οι αλλαγές είναι σημάδια μιας ασταθούς ευρωπαϊκής και παγκόσμιας τάξης ασφαλείας. Το πότε και πώς θα τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία θα καθορίσει το είδος της νέας τάξης που είναι πιθανό να εγκαθιδρυθεί. Η ταυτόχρονη άνοδος του δεξιού και αριστερού λαϊκισμού, καθώς και παλαιότερων και νεότερων απολυταρχιών και της ιδεολογικής τους ευθυγράμμισης με το Κρεμλίνο, ωστόσο, αποτελεί ένα «καμπανάκι» ότι η ανασύσταση μιας νέας φιλελεύθερης τάξης δεν είναι καθόλου σίγουρη - ανεξάρτητα από το ποιος - και αν - θα κερδίσει στην Ουκρανία.
*Ο Stefan Wolff είναι καθηγητής Διεθνούς Ασφαλείας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμινγχαμ της Βρετανίας. Το άρθρο αναδημοσιεύεται αυτούσιο μέσω άδειας Creative Commons από τον ιστότοπο The Conversation.