Του Mat Zwolinski
Στο αρχικό μου δοκίμιο με θέμα τον φιλελευθερισμό και το Βασικό Εγγυημένο Εισόδημα, αναφέρομαι στο ότι ο Friedrich Hayek υποστήριξε την ιδέα ότι το κράτος πρέπει να διασφαλίσει “ένα ελάχιστο εισόδημα για όλους… ένα είδος δαπέδου κάτω από οποίο κανείς δεν χρειάζεται να πέσει ακόμη και όταν δεν είναι σε θέση να φροντίσει ο ίδιος για τον εαυτό του”. Δυστυχώς ο Hayek δεν είπε πολλά ως προς το γιατί υποστήριζε το βασικό εισόδημα, πέραν του ότι, όπως έγραψε, του φαινόταν “ένα αναγκαίο συστατικό μέρος της Μεγάλης Κοινωνίας στην οποία το άτομο δεν έχει πλέον συγκεκριμένες αξιώσεις από τα μέλη της μικρής ομάδας εντός της οποίας γεννήθηκε”.
Παρ' όλα αυτά, είναι δυνατό να ανακατασκευάσουμε ένα επιχείρημα από όσα ο Hayek όντως είπε. Και πρόκειται για ένα επιχείρημα που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους φιλελευθέρους. Κι αυτό, όχι μόνο γιατί ο ίδιος ο Hayek ήταν φιλελεύθερος - μολονότι είναι βεβαίως αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ένας από τους πιο σημαντικούς φιλελεύθερους του 20ου αιώνα υποστήριζε το βασικό εισόδημα. Ο λόγος λοιπόν που οι φιλελεύθεροι πρέπει να δουν με ιδιαίτερη προσοχή το επιχείρημα του Hayek είναι γιατί αυτό βασίζεται σε έννοιες απολύτως κομβικές για τη φιλελεύθερη σκέψη - τις δίδυμες ιδέες της ελευθερίας και του εξαναγκασμού.
Όπως και άλλοι φιλελεύθεροι, ο Hayek είδε την προστασία της ατομικής ελευθερίας ως ένα από τα βασικότερα και σημαντικότερα πολιτικά ιδανικά. Και όπως και άλλοι φιλελεύθεροι, ο Hayek σκέφτηκε ότι, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την πολιτική, η ελευθερία έχει ουσιαστικά μια αποφατική σημασία στον πυρήνα της. Η πολιτική ελευθερία σύμφωνα με τον Hayek είναι ουσιαστικά ένα είδος ελευθερίας από κάτι, και όχι ελευθερίας προς κάτι. Πιο συγκεκριμένα, η πολιτική ελευθερία σημαίνει την ελευθερία από τον εξαναγκασμό της αυθαίρετης βούλησης των άλλων (βλ. Αυτό το απόσπασμα από το Σύνταγμα της Ελευθερίας, σ. 58).
Ένας δούλος είναι ανελεύθερος γιατί η κάθε απόφασή του υπόκειται στην παρέμβαση της βούλησης του αφέντη του. Αντιθέτως, το να είναι κανείς ελεύθερος σημαίνει ότι μπορεί να δρα σύμφωνα με τις δικές του αποφάσεις και τα σχέδιά του, χωρίς να χρειάζεται να αναζητά την έγκριση κάποιας ανώτερης αρχής (ΣτΕ, σ. 59). Όταν οι άλλοι απειλούν τα ζωτικά μας συμφέροντα στην περίπτωση που δεν δράσουμε σύμφωνα με τη δική τους βούληση, ή όταν είναι σε θέση να το πράξουν αυτό οπότε το επιθυμήσουν, τότε η ελευθερία μας απειλείται. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι δράσεις μας διέπονται από τη βούληση του εξαναγκαστή μας, και όχι από τη δική μας βούληση.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Hayek θεωρούσε το ισχυρό ρυθμιστικό κράτος ως απειλή έναντι της ατομικής ελευθερίας. Οι κρατικές ρυθμίσεις πάντα συνοδεύονται, ρητά ή υπόρρητα, από απειλές (“Κάνε αυτό, διαφορετικά…”) και συνεπώς εξαναγκάζουν τους πολίτες να δρουν σύμφωνα με τη βούληση του ρυθμιστή (ή τη βούληση των ειδικών συμφερόντων τα οποία ο ρυθμιστής υπηρετεί), και όχι σύμφωνα με τη δική τους βούληση. Στην καθαρά σοσιαλιστική κοινωνία όπου το κράτος είναι ο μόνος εργοδότης, το άτομο καταλήγει να ζει σε μια σχεδόν απόλυτη κατάσταση εξάρτησης (ΣτΕ, σ. 187). Ακόμα και αν ένα τέτοιο κράτος σε μεγάλο βαθμό καταφέρνει να μην καταχράται την εξουσία του, αποφεύγοντας τις περισσότερες φορές να παρεμβαίνει στην πράξη στις αποφάσεις των ατόμων, το γεγονός και μόνο ότι έχει την απεριόριστη εξουσία να το πράξει αυτό, σημαίνει ότι οι πολίτες του ζουν σε μια συνθήκη επικυριαρχίας - ότι η μοίρα τους υπόκειται στην αυθαίρετη βούληση της κυρίαρχης τάξης.
Η δέσμευση του Hayek έναντι της ελευθερίας και η αντίστασή του στον εξαναγκασμό εξηγεί και τη φιλελεύθερη πεποίθησή του ότι οι ελεύθερες αγορές και η ιδιωτική ιδιοκτησία είναι αναγκαίες προϋποθέσεις της πολιτικής ελευθερίας. Εντέλει, μια από τις σημαντικότερες λειτουργίες που επιτελούν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα είναι ότι παρέχουν στα άτομα ένα πεδίο στο οποίο δεν χρειάζεται να αναζητούν την έγκριση κάποιου άλλου προσώπου προκειμένου να δράσουν όπως επιθυμούν. Τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα παρέχουν στα άτομα ένα είδος κυριαρχίας εντός της οποίας η βούλησή τους είναι ο νόμος.
Και οι ανταγωνιστικές αγορές λειτουργούν ως μια εγγύηση έναντι της επιθυμίας του ενός εκάστου ατόμου να χρησιμοποιήσει την ισχύ που του δίνει η ιδιοκτησία του ως μέσο για την άσκηση κυριαρχίας επί των άλλων. Ο καταστηματάρχης μπορεί να θελήσει να χρησιμοποιήσει το γεγονός ότι του ανήκουν τα τρόφιμα που εσείς χρειάζεστε για να σας φέρει σε μια συνθήκη εξάρτησης. Και ο εργοδότης που έχει μια θέση εργασίας την οποία εσείς χρειάζεστε μπορεί να θελήσει να κάνει το ίδιο. Όσο όμως υπάρχουν άλλα καταστήματα και άλλοι εργοδότες, που είναι πρόθυμοι να σας κάνουν μια καλύτερη προσφορά προκειμένου να σας προσελκύσουν ως πελάτη ή εργαζόμενο, αυτή η επιθυμία για κυριαρχία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στην πράξη. Η ελευθερία της αγοράς, όπως υποστήριξε πρόσφατα ο Robert Taylor, είναι συχνά μια αποτελεσματική μορφή αντιεξουσίας.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Hayek εννοιολογεί την ελευθερία και τον εξαναγκασμό δεν βρίσκει σύμφωνους όλους τους φιλελευθέρους. Αλλά πρόκειται για εννοιολογήσεις που έχουν βαθιές ρίζες στην κλασική ρεπουμπλικανική παράδοση του στοχασμού για την ελευθερία, όπως αυτός εκφράζεται στα γραπτά μεταξύ άλλων του Algernon Sidney και του James Madison. Και πρόκειται για μια άποψη ιδιαίτερα ισχυρή και πιεστική - αν όχι ως η μόνη και η εξαντλητική αφήγηση για το Τι Είναι στην Πραγματικότητα η Ελευθερία, τουλάχιστον ως μια αφήγηση ενός είδους ελευθερίας το οποίο ως φιλελεύθεροι έχουμε καλούς λόγους να μας ενδιαφέρει.
Ενώ όμως το ενδιαφέρον για την ελευθερία υπ' αυτή την έννοια οδηγεί στην έντονη υποστήριξη σ' ένα σύστημα ελεύθερων αγορών και ιδιωτικής ιδιοκτησίας, καθώς και σε έναν υγιή σκεπτικισμό έναντι του μεγάλου κράτους, μπορεί επίσης να οδηγήσει σε ανησυχίες ως προς συγκεκριμένες μορφές εξαναγκασμού εντός της αγοράς. Για να δούμε το γιατί συμβαίνει αυτό, ας αναλογιστούμε το εντυπωσιακό δοκίμιο που έγραψαν ενάμιση χρόνο πριν ο Chris Bertram, ο Corey Robin και ο Alex Gourevitch, στο οποίο τεκμηριώνουν πολλούς τρόπους με τους οποίους οι εργοδότες στις ΗΠΑ φαίνεται να βρίσκονται στη θέση να επιβάλλουν με αυθαίρετο τρόπο τη βούλησή τους στους υπαλλήλους τους. Για παράδειγμα:
“Οι εργαζόμενοι στις περισσότερες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών μπορεί να δεχθούν την εντολή να ουρήσουν ή να τους απαγορευτεί η ούρηση. Μπορεί να τους παρακολουθούν οι προϊστάμενοί τους με κάμερες όσο ουρούν. Μπορεί να τους απαγορευθεί να φορούν ό,τι θέλουν, να λένε ό,τι θέλουν (και στην ένταση που θέλουν) και να σχετίζονται με αυτούς που θέλουν”.
Η εξουσία των εργοδοτών επί των εργαζομένων συχνά υπερβαίνει τα όρια του χώρου εργασίας:
“Εργοδότες εισβάλλουν στην ιδιωτική σφαίρα των εργαζομένων, απαιτώντας να τους παραδώσουν τους κωδικούς πρόσβασης τους λογαριασμούς τους στο Facebook, και τους απολύουν αν αντισταθούν σ' αυτού του είδους την εισβολή. Εργοδότες κινηματογραφούν κρυφά τους υπαλλήλους τους στα σπίτια τους. Εργαζόμενοι απολύονται γιατί υποστήριξαν τους λάθος πολιτικούς υποψήφιους (“είτε θα δουλεύεις για τον John Kerry, είτε θα δουλεύεις για μένα”), γιατί δεν δώρισαν χρήματα σε υποψηφίους της αρεσκείας των εργοδοτών τους, γιατί αμφισβήτησαν κρατικούς αξιωματούχους, γιατί έγραψαν κριτικές εναντίον της θρησκείας στα προσωπικά τους ιστολόγια… γιατί είχαν εξωσυζυγικές σχέσεις, γιατί συμμετείχαν σε ομαδικό σεξ στην οικία τους, γιατί παρενδύονται, και για πολλούς άλλους λόγους. Εργαζόμενοι τιμωρούνται γιατί καπνίζουν ή πίνουν στην ιδιωτική σφαίρα των οικιών τους”.
Οι φιλελεύθεροι δεν χρειάζεται να αποδέχονται αβασάνιστα κάθε τέτοιου είδους κριτική. Σε μερικές περιπτώσεις, αυτό που φαίνεται ως αυθαίρετη άσκηση εξουσίας από την πλευρά των εργοδοτών αποδεικνύεται, αν εξεταστεί η υπόθεση προσεκτικότερα, ένα αναγκαίο μέσο ελέγχου του κόστους και συνεπώς προϋπόθεση κάθε αμοιβαίως επωφελούς εργασιακής σχέσης. Σε άλλες περιπτώσεις, η αυθαίρετη εξουσία δεν είναι το αποτέλεσμα του ανταγωνισμού της αγοράς, αλλά προηγούμενων κρατικών ρυθμίσεων.
Δεν μπορούν όμως όλες οι περιπτώσεις περιορισμού της εργασιακής ελευθερίας να απορριφθούν με την ίδια ευκολία, ιδίως από υποστηρικτές της πολιτικής εκείνης φιλοσοφίας που ισχυρίζεται ότι θεωρεί την ελευθερία ως τον ύψιστο πολιτικό σκοπό. Οι φιλελεύθεροι σίγουρα θα αγανακτούσαν αν οι περιορισμοί που περιγράφονται παραπάνω επιβάλλονταν από την TSA (Transport Security Agency - Υπηρεσία Ασφάλειας Μεταφορών) ή κάποιον άλλο κρατικό φορέα. Γιατί όμως να μας ενδιαφέρει λιγότερο όταν οι περιορισμοί επιβάλλονται από μια ιδιωτική εταιρία;
Αναμφίβολα οι φιλελεύθεροι πιστεύουμε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι ανταγωνιστικές πιέσεις της αγοράς θα περιορίσουν τη δυνατότητα των ιδιωτικών εταιριών να επιβάλλουν τέτοιους περιορισμούς. Τα κρατικά μονοπώλια από την άλλη πλευρά δεν υπόκεινται σε τέτοιες πιέσεις και συνεπώς δεν υφίστανται κανέναν έλεγχο στην εξουσία τους. Ακόμη όμως και αν ο ανταγωνισμός της αγοράς είναι συχνά ένας καλός έλεγχος έναντι της κυριαρχίας από ιδιώτες, δεν υπάρχουν καλοί οικονομικοί λόγοι που να μας κάνουν να πιστεύουμε ότι θα είναι πάντα επαρκής. Μπορούμε άραγε να απορρίψουμε την πιθανότητα όχι μια δύσκολη οικονομική συγκυρία, σε συνδυασμό με την υπερπροσφορά εργατικής δύναμης και με έναν μικρό αριθμό εργοδοτών θα δώσει σε κάποιους εργοδότες σημαντική εξουσία αγοράς επί των εργαζομένων τους; Είμαστε όντως διατεθειμένοι να πούμε ότι κάθε μια από τις εξοργιστικές περιπτώσεις που περιγράφουν ο Bertnan και οι υπόλοιποι είναι το αποτέλεσμα της ελεύθερης επιλογής των εργαζομένων και όχι (όπως φαίνεται) κάτι που τους επιβάλλεται παρά τη βούλησή τους από εκείνους που έχουν εξουσία πάνω τους;
Αν ως φιλελεύθεροι μας ενδιαφέρει να προστατεύσουμε την ελευθερία όλων των ανθρώπων, και όχι μόνο την ελευθερία των περισσότερων, τότε θα θέλουμε έναν κάποιο μηχανισμό που θα στηρίζει όσους πέφτουν μέσα από τις σχισμές του ατελούς ανταγωνισμού της αγοράς. Θα θέλουμε επίσης κάποιον μηχανισμό που θα προστατεύει εκείνα τα άτομα των οποίων η οικονομική αδυναμία τα καθιστά ευάλωτα έναντι της κυριαρχίας εκτός της αγοράς - τη γυναίκα για παράδειγμα που μένει με τον βίαιο σύζυγό της γιατί δεν διαθέτει τα οικονομικά μέσα να συντηρήσει τον εαυτό της χωρίς αυτόν.
Περιπτώσεις όπως αυτές δείχνουν τον δρόμο για ένα βασισμένο στην ιδέα της ελευθερίας επιχείρημα υπέρ του Βασικού Εγγυημένου Εισοδήματος, που μπορεί να είχε κατά νου και ο Hayek. Ένα βασικό εισόδημα δίνει στα άτομα μια επιλογή - να βγουν από την αγορά εργασίας, να μετεγκατασταθούν σε μια πιο ανταγωνιστική αγορά, να επενδύσουν την εκπαίδευσή τους, να πάρουν ένα επιχειρηματικό ρίσκο, και ούτω καθεξής. Και η ύπαρξη αυτής της επιλογής, τους επιτρέπει να ξεφύγουν από την θέση υποταγής στη βούληση των άλλων. Τους επιτρέπει να αρνηθούν προτάσεις που μόνο η ακραία απόγνωση θα τους έκανε ποτέ να δεχθούν. Τους επιτρέπει να είναι σε θέση να διέπουν τις ζωές τους σύμφωνα με τα δικά τους σχέδια, τους δικούς τους στόχους και τις δικές τους επιθυμίες. Τους επιτρέπει να είναι ελεύθεροι.
Βεβαίως, ένα βασικό εισόδημα θα χρειάζεται να χρηματοδοτείται από τη φορολογία (ή μήπως όχι;) και έτσι φαίνεται να συνεπάγεται την επιβολή ενός άλλου εξαναγκασμού. Ο Hayek αναγνώριζε αυτό το γεγονός, όμως όπως ο περισσότεροι στοχαστές στην κλασική φιλελεύθερη παράδοση, πίστευε ότι δεν είναι όλη η φορολόγηση ασύμβατη με την ελευθερία. Αυτό που καθιστά τον εξαναγκασμό από τον δουλοκτήτη, ή τον μονοπωλητή τόσο ενοχλητικό για τον Hayek είναι ότι περιλαμβάνει την αυθαίρετη επιβολή της βούλησης ενός προσώπου σε κάποιο άλλο. Αντιθέτως, ένα φορολογικό σύστημα το οποίο είναι με σαφήνεια και δημοσίως προσδιορισμένο εκ των προτέρων, και επιβάλλει μόνο εύλογους συντελεστές φορολόγησης για πραγματικά δημόσιους σκοπούς, ένα φορολογικό σύστημα που επιβάλλεται ισότιμα σε όλους και περιορίζεται από τις δημοκρατικές διαδικασίες και τη νομοκρατία, μπορεί μεν να αποτελεί κι έτσι μια παρέμβαση, αλλά όχι μια αυθαίρετη παρέμβαση. Ο Hayek πίστευε ότι σε έναν τέλειο κόσμο θα μπορούσαμε να εξαλείψουμε εντελώς τον εξαναγκασμό, ακόμη και τον σχετικά ήπιο εξαναγκασμό που συνεπάγεται μια μετριοπαθής φορολόγηση. Στον κόσμο μας όμως, ο εξαναγκασμός μπορεί μόνο να ελαχιστοποιηθεί και όχι να εξαλειφθεί, και ο εξαναγκασμός που ασκούν κάποια άτομα σε κάποια άλλα μπορεί συχνά να αντιμετωπιστεί μόνο με την χρήση εξαναγκασμού (ΣτΕ, σ. 59).
Για τον Hayek συνεπώς, και για όσους ακολουθούν τα βήματά του, το βασικό εισόδημα δεν έχει ως κίνητρο μια τάχα εσφαλμένη προσήλωση στον εξισωτισμό, αλλά την αξία που οι φιλελεύθεροι θεωρούμε ως ανώτερη απ' όλες - την ελευθερία. Και έχει ως κίνητρο μια κατανόηση της ελευθερίας ιδιαίτερα ελκυστική για τους φιλελευθέρους. Σκοπός του βασικού εισοδήματος δεν είναι να δώσει σε όλους το ίδιο ποσό πλούτου, αλλά να διασφαλίσει ότι καθένας έχει αρκετή πρόσβαση στον υλικό πλούτο ώστε να καθίσταται απρόσβλητος έναντι της εξαναγκαστικής ισχύος των άλλων. Πρόκειται για μια κατανόηση της ελευθερίας που φαίνεται να αρκούσε στον John Locke. Θα πρέπει να επαρκεί και για τους σύγχρονους ακολούθους του.
--
Ο Matt Zwolinski είναι αναπληρωτής καθηγητής φιλοσοφίας του Πανεπιστήμιο του San Diego και συνδιευθυντής του Ινστιτούτου Νομικής και Φιλοσοφίας του ίδιου πανεπιστημίου. Έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα με θέμα τη σύνδεση της πολιτικής, της νομικής και των οικονομικών, με ειδική έμφαση στα ζητήματα της εκμετάλλευσης και του πολιτικού φιλελευθερισμού. Είναι ο ιδρυτής του ιστολογίου Bleeding Heart Libertarians, στον οποίο συχνά συνεισφέρει άρθρα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 23 Δεκεμβρίου 2013 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Libertarianism.org και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.