Η ανοιχτή οικονομία και η εθνική ασφάλεια μπορούν να συμβαδίσουν

Η ανοιχτή οικονομία και η εθνική ασφάλεια μπορούν να συμβαδίσουν

Γράφει ο Niccolò Fantini

Η κυβέρνηση Τραμπ έχει εμπλακεί σε έναν ολομέτωπο πόλεμο εναντίον της κινεζικής τεχνολογίας και των εξαγωγών της στις ΗΠΑ, με τον Πρόεδρο να υπογράφει πρόσφατα εκτελεστικές εντολές εναντίον της TikTok και της WeChat. Ο κινεζικός γίγαντας Huawei είναι το κύριο αντικείμενο αυτής της διαμάχης, με τις αμερικανικές ρυθμίσεις να επηρεάζουν έντονα τις εφοδιαστικές αλυσίδες και τις λειτουργίες της Huawei. Αυτές οι εντάσεις έχουν φτάσει μέχρι τις ευρωπαϊκές ακτές, όπου η εισαγωγή των νέων υποδομών για το 5G έχει προκαλέσει ευρέως φόβους ασφάλειας.

Η Σουηδία είναι μια από τις τελευταίες χώρες που απαγόρευσαν την Huawei και την ΖΤΕ από τα συστήματα 5G. Ενώ η απειλή ασφαλείας που θέτουν οι κινεζικές επιχειρηματικές πρακτικές και η χρήση των δεδομένων δεν μπορεί να υποτιμηθεί, αυτές οι οριζόντιες αμυντικές πρακτικές που σχεδόν ταυτίζονται με τον εμπορικό προστατευτισμό και απομονωτισμό δεν θα πρέπει να ενθαρρυνθούν. Αντιθέτως, η λύση πρέπει να περιλαμβάνει μια ανοιχτή αγορά τεχνολογιών, με έναν στοχευμένο εντοπισμό των απειλών ασφαλείας σε ολόκληρο τον ανταγωνισμό ώστε να δημιουργηθεί ένα δίκαιο πεδίο δράσης. Αυτό θα πρέπει να υποστηριχθεί από την εγκαθίδρυση ενός περισσότερο φιλικού προς την τεχνολογία ρυθμιστικού περιβάλλοντος που θα υποστηρίζει τους τοπικούς ανταγωνιστές, ενισχύοντας έτσι τη συνολική ασφάλεια και αποτελεσματικότητα.

Η στρατηγική της Δύσης για την αντιμετώπιση του ζητήματος της ασφαλείας πρέπει να βασίζεται σε τρεις πυλώνες. Πρώτον, πρέπει να υπάρχει μία σαφής και λογική διαφοροποίηση ανάμεσα σε ιδεολογικά, προπαγανδιστικά κίνητρα και στο τι συνιστά πράγματι την καλύτερη επιλογή για την οικονομία και την κοινωνία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κινεζικές εταιρίες όπως η Huawei λειτουργούν με τρόπο που αντιβαίνει στα θεμελιώδη πρότυπα ασφάλειας και ιδιωτικότητας της Δύσης. Είναι αλήθεια επίσης ότι οι κινεζικές τεχνολογικές εταιρίες απολαμβάνουν μια πολύ στενή σχέση με το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα, όπου συχνά είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ποιος βρίσκεται πίσω από συγκεκριμένες αποφάσεις. Αυτοί οι κίνδυνοι είναι υπαρκτοί και θα πρέπει να εξεταστούν και διερευνηθούν σοβαρά από ειδικά δικαστικά και ρυθμιστικά σώματα όπως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων για να εντοπιστούν συγκεκριμένα πεδία ανησυχίας και να διαταχθούν στοχευμένες βελτιώσεις. Δεδομένης της παγκόσμιας εμβέλειας εταιριών όπως η Huawei ή η Tencent θα ήταν βολικό, μολονότι όχι αναγκαίο, να ομαδοποιηθούν οι προτεραιότητες και οι στόχοι των ερευνών σε ένα υπερεθνικό επίπεδο.

Την ίδια ώρα, είναι πλέον προφανής ο τρόπος με τον οποίο η γεωπολιτική και η ιδεολογία έχουν μολύνει τον σχετικό διάλογο, με το Ηνωμένο Βασίλειο πρόσφατα να υποχωρεί έναντι των πιέσεων των ΗΠΑ να απαγορεύσει πλήρως τη Huawei από τα δίκτυά του. Συνεπώς, ο δεύτερος πυλώνας βασίζεται στη συνειδητοποίηση ότι, κατά τα λόγια του Εμμανουέλ Μακρόν, οι πάροχοι τεχνολογίας όπως η Huawei παίζουν κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη εθνικών “οικοσυστημάτων” που θα ενθαρρύνουν την τοπική ανάπτυξη στον κλάδο. Τα οφέλη των προηγμένων υποδομών δικτύου για την οικονομία και την κοινωνία αναγνωρίζονται ευρέως, και ήδη έχουν διατυπωθεί αιτιάσεις ότι ο αποκλεισμός της φτηνής και βολικής συμβολής της Huawei μπορεί να βλάψει τους τοπικούς παρόχους και κατασκευαστές τεχνολογίας, ιδίως διαταράσσοντας τις διεθνοποιημένες και βαθιά ενσωματωμένες εφοδιαστικές αλυσίδες. Επίσης, πρέπει να αναμένεται περαιτέρω τοπικός αντίκτυπος. Στη Σουηδία, για παράδειγμα, αυτοί που θα επωφεληθούν από την απαγόρευση είναι πιθανότατα ο εθνικός πρωταθλητής Ericsson και η γειτονική Nokia. Οι πάροχοι δικτύου και άλλοι κατασκευαστές που βασίζονται σε υποδομές 5G θα αντιμετωπίσουν αντιθέτως υψηλότερα κόστη και περιορισμένες επιλογές. Καθώς ο COVID-19 καταστρέφει τις οικονομίες και τα κράτη απεγνωσμένα αναζητούν τρόπους για την αναβίωση της ανάπτυξης, αυτό δεν πρέπει να αποτελέσει ένα ακόμη εμπόδιο προς την ανάκαμψη.

Αντιθέτως, το να κρατηθούν ανοιχτές οι αγορές σε αυτούς τους εξαγωγείς ενώ ταυτόχρονα θα διασφαλίζεται η τήρηση των προτύπων ασφαλείας και ιδιωτικότητας θα ωφελήσει τον τοπικό ανταγωνισμό, θα ενισχύσει τα συνολικά πρότυπα και θα προσφέρει διαπραγματευτική ισχύ για την προώθηση δομικών μεταρρυθμίσεων εντός των κινεζικών εταιριών που συχνά επωφελούνται από άδικες πρακτικές αγοράς. Οι υποστηρικτές του απροϋπόθετου αποκλεισμού της κινεζικής τεχνολογίας πρέπει να αντιμετωπίσουν το γεγονός ότι οι εταιρίες όπως η Huawei είναι βαθιά ενσωματωμένες στα δυτικά τεχνολογικά οικοσυστήματα. Ακόμα θα καταλήξουν να δημιουργήσουν άδικο και αναποτελεσματικό ανταγωνισμό στις εγχώριες αγορές ενισχύοντας εταιρίες που, δεδομένου του πλεονεκτήματος της Huawei στην αγορά, ήδη έχουν δείξει σημάδια αδυναμίας. Σίγουρα δεν πρόκειται για έναν πολιτικώς σοφό τρόπο αντιμετώπισης του παρεμβατικού καθεστώτος του ΚΚΚ. Μπορεί μάλιστα να αποδώσει αντίθετα αποτελέσματα καθώς οι προσεγγίσεις αυτές δεν επιλύουν το ζήτημα ασφαλείας και αντιθέτως απλώς μετακινούν τις κινεζικές προσπάθειες διήθησης στα δυτικά συστήματα σε άλλα μέσα.

Ακόμη, η υιοθέτηση μιας στρατηγικής στοχευμένης ρύθμισης και ελέγχου των προτύπων ασφαλείας κατά το γερμανικό μοντέλο θα δημιουργήσει δίκαιο πεδίο δράσης για όλους τους εμπλεκόμενους και θα ενισχύσει συνολικά τα πρότυπα ασφαλείας. Μια τέτοια λύση συνεπάγεται ότι οι κυβερνήσεις θα προωθήσουν τον ανταγωνισμό στον κλάδο όχι μέσω μερκαντιλιστικών επιδοτήσεων, αλλά αντιθέτως χαλαρώνοντας τους μη σχετιζόμενους με την ασφάλεια ρυθμιστικούς και φορολογικούς περιορισμούς στην παραγωγικότητα της έρευνας και ανάπτυξης και την εφαρμογή της νέας τεχνολογίας. Αυτό θα υποχρεώσει τον κινεζικό ανταγωνισμό να προσαρμοστεί στα τοπικά πρότυπα και με τη σειρά του θα πιέσει για πολιτικές μεταρρυθμίσεις στο εγχώριο επίπεδο. Το μήνυμα θα είναι σαφές: μπορείτε είτε να παίξετε στο πεδίο μας και να επωφεληθείτε, είτε να αποχωρήσετε και να χάσετε.

Οι σημερινές γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ της Δύσης και της Κίνας δεν πρέπει να επιτραπεί να επηρεάσουν αρνητικά την επωφελή ανάπτυξη τεχνολογιών και υποδομών που προάγουν την ανάπτυξη και την ευημερία για όλους. Η στρατηγική που προωθείται από τις ΗΠΑ για την επιβολή οριζόντιων απαγορεύσεων στις κινεζικές εταιρίες δεν αντιμετωπίζει τις υπαρκτές ανησυχίες ασφαλείας ενώ θα βλάψει τους τοπικούς παίκτες και θα επηρεάσει αρνητικά τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες.

--
Ο Niccolò Fantini είναι συνεργάτης του Institute for Economic Affairs.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 23 Νοεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.