Γράφει ο Pierre Lemieux
Μια κριτική προς τον ελευθεριακό (libertarianism) και τον κλασικό φιλελευθερισμό είναι ότι πλήρης ατομική αυτονομία δεν υπάρχει: ακόμη και στην αγορά, δεν μπορώ να κάνω οτιδήποτε θέλω. Γιατί λοιπόν όλη αυτή η έμφαση στην ατομική ελευθερία; Αυτό το ερώτημα έχει μεγάλη σημασία ως προς τη φιλελεύθερη πολιτική οικονομία.
Η σύντομη απάντηση είναι ότι σε ένα καθεστώς ίσης ατομικής ελευθερίας, το άτομο περιορίζεται από την ίση ελευθερία όλων των άλλων κυρίαρχων ατόμων, ενώ σε ένα καθεστώς μη ελευθερίας, περιορίζεται από τη βούληση κάποιων άλλων ατόμων (ή από καταπιεστικά φυλετικά έθιμα). Για να πετύχει κανείς αυτό το αποτέλεσμα, χρειάζεται να αναγνωρίσει πρώτα το φαινόμενο της σπανιότητας: οι πόροι, ακόμη και ο χρόνος, είναι περιορισμένοι και δεν μπορεί ο καθένας να έχει ή να κάνει ό,τι θέλει.
Το απλούστερο μικροοικονομικό μοντέλο, που θα βρείτε σε οποιοδήποτε καλό εγχειρίδιο μικροοικονομίας, ενσωματώνει αυτές τις ιδέες. Προκειμένου να μεγιστοποιήσετε τη χρησιμότητά σας (δηλαδή, να βελτιώσετε την κατάστασή σας), επιλέγετε ανάμεσα σε όλες τις δέσμες αγαθών και υπηρεσιών με βάση τις προτιμήσεις σας και τους περιορισμούς του προϋπολογισμού σας. Οι τελευταίοι σας αποτελούνται από δύο πράγματα: τις σχετικές τιμές όλων των αγαθών (και των υπηρεσιών) και το εισόδημά σας - δεν μπορείτε να τα έχετε όλα. Το εισόδημά σας καθορίζεται από το πόσο χρήσιμες είναι οι παραγωγικές σας ικανότητες, εσείς ή το κεφάλαιό σας, για τους άλλους. Όποιος κι αν είναι ο απώτερος σκοπός κάποιου άλλου ατόμου (εκτός από το να σας αρνηθεί την ίση ελευθερία σας), μπορεί να σας υποβάλει μια προσφορά για αυτό που παράγετε άμεσα ή έμμεσα. Οι τιμές μάλιστα καθορίζονται από όλους όσοι κάνουν προσφορά για τα αγαθά που επιδιώκουν να αποκτήσουν. Μια ελεύθερη αγορά είναι μια συνεχής και σιωπηλή δημοπρασία, μια σημαντική ιδέα που είναι αναγκαίο να συνειδητοποιήσουμε.
Η ανάλυση είναι βασικά η ίδια για όλα, ή σχεδόν για όλα τα είδη κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Προκειμένου να φτάσετε στην κατάσταση που εσείς προτιμάτε, επιλέγετε συνεχώς μεταξύ των διαθέσιμων κοινωνικών αλληλεπιδράσεων με βάση τις προτιμήσεις σας και το τι σας είναι δυνατόν να κάνετε. Αυτό που είναι δυνατό να κάνετε —το «εφικτό» σας «σύνολο»— καθορίζεται από το τι πρέπει να θυσιάσετε για να επιδιώξετε κάποια μέσα ευτυχίας αντί για κάποια άλλα, και από τις ικανότητες και τις δεξιότητές σας (οι οποίες είναι πιθανώς εν μέρει έμφυτες, εν μέρει επίκτητες, όπως υποστήριζε και ο Άνταμ Σμιθ). Δεν μπορείς να κάνεις τα πάντα. Το εφικτό σας σύνολο καθορίζεται από τη συμβολή σας στην ευτυχία των άλλων, τη συνεργασία με αυτούς, και φυσικά από το άτομο που είστε. Οι σχετικοί όροι με τους οποίους μπορείτε να επιδιώξετε τις κοινωνικές ευκαιρίες καθορίζονται από τις κοινωνικές συνέπειες του τι κάνουν όλοι οι άλλοι με την ίδια ελευθερία που έχετε εσείς για να επιδιώξουν τη δική τους ατομική ευτυχία.
Αυτές οι επιλογές ή οι αποφάσεις για τη ζωή σας ως ενήλικας μπορούν να γίνουν είτε από κάποιον άλλον για λόγου σας (να σας επιβληθούν), κάτι που, τουλάχιστον σε κάποιο ορισμένο επίπεδο, ονομάζεται δεσποτισμός ή τυραννία, είτε από τον εαυτό σας, οπότε ονομάζεται ατομική ελευθερία.
Μεταξύ των αντιρρήσεων για αυτόν τον οικονομικό τρόπο θεώρησης του κοινωνικού κόσμου, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι το απλό μοντέλο που περιγράψαμε παραπάνω δεν λειτουργεί: είναι αδύνατο ή «αναποτελεσματικό» η ατομική ελευθερία όλων των ατόμων να περιορίζεται μόνο από την ίση ελευθερία όλων των άλλων. Η απάντηση σε αυτή την ένσταση είναι ότι η δυνατότητα και η αποτελεσματικότητα μιας αυτορυθμιζόμενης οικονομικής και κοινωνικής τάξης υπήρξε μια από τις σημαντικές ανακαλύψεις του 18ου αιώνα, ιδίως από τον Άνταμ Σμιθ. Ο James Buchanan, βραβευμένος με Νόμπελ Οικονομικών το 1986, εξήγησε με παρόμοιο τρόπο ότι «όλοι μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι» (η έμφαση δική του). Τα οικονομικά καταδεικνύουν ότι η οικονομία και η κοινωνία γενικά λειτουργούν καλύτερα χωρίς εντολές από μια καταναγκαστική αρχή. Το τι ακριβώς καλύπτει αυτό το «γενικά» είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα, αλλά είναι δύσκολο να το συζητήσουμε ορθολογικά χωρίς κάποια γνώση της οικονομίας. Οι «αποτυχίες της αγοράς» φυσικά υπάρχουν, αλλά γενικά είναι πολύ λιγότερο περιοριστικές από τις αποτυχίες του κυβερνητικού εξαναγκασμού.
Μια απεικόνιση της αντίθετης θεώρησης δόθηκε από τον Ρώσο αξιωματούχο που, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ρώτησε τον Βρετανό οικονομολόγο Paul Seabright: «Ποιος είναι υπεύθυνος για την προμήθεια ψωμιού στον πληθυσμό του Λονδίνου;». Ένας τσάρος του ψωμιού δεν είναι απαραίτητος. Ιστορικά και θεωρητικά, υπάρχει περισσότερο ψωμί όταν αυτός δεν υπάρχει.
Άλλες ενστάσεις έχουν περισσότερο ηθικό χαρακτήρα, πράγμα που σημαίνει ότι απαιτούν πιο ρητά μια αξιακή κρίση. Αντί να μπω σ’ αυτή την περιπέτεια, επιτρέψτε μου να παραθέσω τον Anthony de Jasay, που διατυπώνει τα σωστά ερωτήματα (από το «Before Resort to Politics», στο βιβλίο του de Jasay Against Politics: On Government, Anarchy, and Order [Routledge, 1997], σελ. 152):
«Εάν η συνεπειοκρατία είναι κυκλική και εξαρτάται σε όλες τις περιπτώσεις που αφορούν βλάβη ή διαπροσωπικές συγκρίσεις σε μια αξιακή κρίση για την εγκυρότητα της, τότε το σύνηθες επιχείρημα για να αφήσουμε το κράτος να κάνει ό,τι καλό μπορούμε βρούμε γι’ αυτό, και κατά συνέπεια να επιτρέψουμε στην πολιτική να έχει απεριόριστο πεδίο δράσης, καταρρέει. Η κατάρρευσή του αυτή απελευθερώνει και ενεργοποιεί τη βασική αφετηριακή υπόθεση εναντίον του καταναγκασμού, μια υπόθεση που μπορεί να προέλθει είτε από ένα αξίωμα σχετικά με την πρακτική της επιλογής, είτε από μια κοινωνική σύμβαση του τύπου «ζήσε και άφησε τους άλλους να ζήσουν», το να αφήσουμε δηλαδή τον καθένα να κάνει ό,τι θέλει εφόσον αυτό δεν συνεπάγεται, χονδρικά μιλώντας, κανένα κακό σε άλλους. Η αποδοχή και η εφαρμογή αυτής της αρχικής θέσης προϋποθέτει κι αυτή με τη σειρά της μια αξιακή κρίση, αλλά με πολύ λιγότερες απαιτήσεις ηθικής ευπιστίας από οποιαδήποτε άλλη συνεπειοκρατική εναλλακτική που μπορώ να σκεφτώ».
Αυτό θα μας πήγαινε πολύ πιο μακριά. Υπάρχουν πολλές άλλες ενστάσεις και περαιτέρω εξηγήσεις, αλλά στην καλύτερη περίπτωση, εγώ μπορούσα να σας υποσχεθώ, το πολύ, μισό μάθημα.
* Ο Pierre Lemieux είναι οικονομολόγος στο Τμήμα Διοικητικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Κεμπέκ στο Outaouais.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 10 Σεπτεμβρίου 2023 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.