Η πανδημία όχι μόνο επηρέασε δυσανάλογα την απασχόληση των νέων, καθώς για τους νέους ανθρώπους ήταν περισσότερο από δύο φορές πιο πιθανό να χάσουν τις θέσεις τους σε σχέση με μεγαλύτερης ηλικίας εργαζομένους, αλλά και ενέτεινε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι νέοι άνθρωποι να φύγουν από την εκπαίδευση και να μπουν στην αγορά εργασίας για πρώτη φορά. Τον Ιούλιο του 2021, το μέσο ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ ήταν 16,2%, όμως αυτό το στατιστικό δεδομένο είναι έντονα παραπλανητικό καθώς συσκοτίζει τις μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των οικονομιών της ΕΕ. Σε ό,τι αφορά τις διεθνείς βέλτιστες πρακτικές για την επίτευξη χαμηλότερης ανεργίας και τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας, τα κράτη-μέλη θα έπρεπε να εξετάσουν το παράδειγμα της Δανίας: χάρη στην ευελιξία στις εργασιακές ρυθμίσεις της, η Δανία έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας των νέων στην ΕΕ, 10,3% βάσει στοιχείων του Ιουνίου του 2021. Αν τα κράτη-μέλη της ΕΕ θέλουν να αντιμετωπίσουν την ανεργία των νέων, πρέπει να μειώσουν την κρατική παρέμβαση στην αγορά εργασίας.
Πέρα από τις άμεσες αρνητικές συνέπειες της ανεργίας των νέων όπως η συρρίκνωση των κινήτρων και τα αισθήματα της απομόνωσης, οι αρμόδιοι για τη χάραξη πολιτικής δεν θα πρέπει να αγνοούν και τις πιο μόνιμες μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Οι εργαζόμενοι που υπήρξαν άνεργοι σε νεαρή ηλικία τείνουν να κερδίζουν σημαντικά λιγότερα χρήματα κατά τη διάρκεια της ζωής τους, να χάνουν την ελπίδα για το μέλλον και να φεύγουν από το πατρικό τους σπίτι πολύ αργότερα. Για παράδειγμα, το ποσοστό ανεργίας των νέων στην Ιταλία παραμένει υψηλό, στο 29,4% τον Ιούνιο του 2021, και η μέση ηλικία εγκατάλειψης της πατρικής οικίας είναι γύρω στα 30 έτη. Στο μακροοικονομικό επίπεδο, η ανεργία των νέων επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας, συμβάλλοντας σε σημαντικές απώλειες σε ό,τι αφορά το αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό καθώς και σε υψηλότερο κόστος για προγράμματα πρόνοιας.
Τα κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν την ευθύνη για τις δικές τους πολιτικές για την απασχόληση και τη νεολαία. Η ΕΕ ωστόσο συμπληρώνει τις εθνικές πολιτικές ενεργοποιώντας πρωτοβουλίες όπως το Ευρωπαϊκό Σώμα Αλληλεγγύης (European Solidarity Corps), την Ευρωπαϊκή Εγγύηση για τους Νέους (European Youth Guarantee), και πιο πρόσφατα την ALMA, για να διασφαλίσει για τους νέους ανθρώπους ποιοτική εργασία ή μαθητεία, να τους επιτρέψει να αναπτύξουν δεξιότητες και να συνεισφέρουν στην κοινωνία.
Τα μέτρα για την αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων πρέπει εντέλει να εστιάσουν σε δομικές αλλαγές στο ίδιο το μοντέλο της αγοράς εργασίας. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 κατέδειξε ότι η ανεργία των νέων είναι σημαντικά υψηλότερη σε χώρες με άκαμπτο μοντέλο αγοράς εργασίας. Το 2019, τα επίπεδα της ανεργίας στην Ισπανία παρέμεναν υψηλότερα απ’ ό,τι πριν την χρηματοπιστωτική κατάρρευση, και τον Δεκέμβριο του 2020, η Ισπανία συνέχισε να έχει το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας νέων στην Ευρώπη στο 39,4%. Οι αυστηρότερες ρυθμίσεις εμποδίζουν την εργασιακή κινητικότητα και οδηγούν σε υψηλότερα ποσοστά ανεργίας: είναι δύσκολο να απολυθούν εργαζόμενοι σε άκαμπτες αγορές εργασίας, συνεπώς είναι υψηλότερο το ρίσκο της πρόσληψης. Στην Ιταλία η ανικανότητα ενός εργαζομένου δεν θεωρείται εύλογος λόγος απόλυσης, καθώς η απόκτηση δεξιοτήτων από τους εργαζομένους είναι ευθύνη του εργοδότη. Αυτό εντέλει δημιουργεί ένα αμετακίνητο και αναποτελεσματικό εργασιακό δυναμικό και δυσκολεύει ολοένα και περισσότερο την είσοδο νέων ανθρώπων σε αυτό. Μια ευέλικτη αγορά εργασίας μπορεί να προσαρμόζεται γρήγορα σε νέες συνθήκες της αγοράς τόσο σε εποχές ευημερίας όσο και υπό ύφεση. Η εργασιακή κινητικότητα είναι υψηλότερη, και οι εργαζόμενοι μπορούν να επιλέξουν θέσεις εργασίας που ανταποκρίνονται στις δεξιότητες και τα ενδιαφέροντά τους.
Η «ευασφάλεια» (ευελιξία και ασφάλεια) της αγοράς εργασίας της Δανίας προσφέρει τα καλύτερα και από τους δύο κόσμους στους εργοδότες και τους εργαζομένους. Επιτρέπει στους εργοδότες εύκολα να προσλαμβάνουν και να απολύουν τους εργαζόμενους ανταποκρινόμενοι στις αλλαγές της αγοράς εργασίας ενώ εγγυάται την ανάγκη των εργαζομένων για ασφάλεια. Ένα από τα χαρακτηριστικά αυτού του μοντέλου είναι το υψηλό επίπεδο μετακίνησης μεταξύ θέσεων εργασίας: οι άνεργοι, όπως και οι νέοι άνθρωποι που μπαίνουν στην αγορά εργασίας, μπορούν να βρουν θέσεις εργασίας σχετικά εύκολα, και οι περίοδοι ανεργίας για τους περισσότερους ανθρώπους είναι σύντομες. Ακόμη, το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της Δανίας διαδραματίζει έναν ζωτικό ρόλο στο να διασφαλίζει ότι οι εργαζόμενοι προστατεύονται από τη μακροχρόνια ανεργία και τις καταστροφικές της επιπτώσεις. Οι εργαζόμενοι που πληρώνουν εισφορά στο Α-kasse (ένα ταμείο ασφάλισης έναντι της ανεργίας) λαμβάνουν dagpenge (επιδόματα ανεργίας) μέχρι και για δύο χρόνια μετά την απώλεια της θέσης τους. Ακόμη, το κράτος παρέχει προγράμματα επανακατάρτισης και προσφέρει συμβουλευτικές υπηρεσίες ώστε οι άνεργοι να ξαναβρίσκουν δουλειά όσο το δυνατόν συντομότερα.
Εν κατακλείδι, τα υψηλά επίπεδα της ανεργίας των νέων μετά την πανδημία καταδεικνύουν την ανάγκη το ζήτημα να τεθεί στο προσκήνιο της πολιτικής δράσης. Οι επικεφαλής στα επιμέρους κράτη, και ιδίως οι Υπουργοί Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας, πρέπει να εξετάσουν τις δυνατότητες υιοθέτησης μιας ευέλικτης εργασιακής ρύθμισης όπως του μοντέλου της Δανίας. Αυτό θα τους βοηθήσει να ανταποκριθούν σε μελλοντικές κρίσεις και να μειώσουν περαιτέρω την ανεργία των νέων.
Η Phoebe Campbell είναι διευθύντρια ανθρώπινου δυναμικού και κουλτούρας στο European Horizons και αρθρογράφος στο δίκτυο Epicenter.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 5 Οκτωβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.