Του Kristian Niemietz
Το περασμένο Σάββατο συμπληρώθηκαν 200 έτη από τη γέννηση του Καρλ Μαρξ. Η επέτειος αυτή θα λειτουργήσει ως αφορμή για τη δημοσίευση πλήθους άρθρων που θα επαναλαμβάνουν το πολυφορεμένο κλισέ πως μολονότι οι προβλέψεις του Μαρξ τελικά δεν επαληθεύτηκαν, η ανάλυσή του για τον καπιταλισμό ήταν παρ' όλα αυτά εύστοχη, και παραμένει υπερβολικά επίκαιρη και σήμερα. (Αυτό μάλιστα ήδη ξεκίνησε).
Τα άρθρα αυτά θα περιλαμβάνουν πολλές ατσούμπαλες προσπάθειες να στριμωχτούν οι σύγχρονες εξελίξεις σε ένα μαρξιστικό πλαίσιο προκειμένου να υποστηριχθεί ότι ο μεγάλος αυτός άνδρας τα είχε όλα αυτά προβλέψει. Θα προβληθούν πολλά σκοτεινά αποφθέγματα του Μαρξ τα οποία, όπως και οι προβλέψεις του Νοστράδαμου, μας καλούν να τις προβάλλουμε στη σημερινή πραγματικότητα. Και τα άρθρα αυτά θα καταλήγουν με κοινοτοπίες όπως «ο Μαρξ έχει ακόμη πολλά να μας διδάξει» ή «δεν μπορεί κανείς να κατανοήσει τον σύγχρονο καπιταλισμό χωρίς να κατανοεί τον Μαρξ».
Τα συγκεκριμένα άρθρα βεβαίως θα σέβονται τον άγραφο κανόνα κάθε σύγχρονης εξέτασης του μαρξισμού: ότι τα αποτελέσματα των προσπαθειών εφαρμογής του στον πραγματικό κόσμο δεν πρέπει ποτέ μα ποτέ να χρησιμοποιούνται ως επιχειρήματα εναντίον των ιδεών του Μαρξ.
Η αναφορά και μόνο στη Σοβιετική Ένωση ή σε κάποιο παρόμοιο σύστημα στο πλαίσιο της συζήτησης για τον μαρξισμό θεωρείται σήμερα χροντροκομμένη και απρεπής. Η υπόρρητη υπόθεση είναι πως ένα μορφωμένο άτομο μπορεί να κατανοήσει τη διαφορά ανάμεσα σε μια μια ιδέα και την παραμορφωμένη της εφαρμογή, ενώ η σύγχυση των δύο είναι τεκμήριο ενός αδύναμου νου.
Η εφαρμογή της πολιτικής θεωρίας στον πραγματικό κόσμο ποτέ δεν είναι καθαρή
Μ' αυτή την έννοια, ο μαρξισμός αποτελεί μια κάποια εξαίρεση. Δεν θα το κάναμε αυτό με καμία άλλη πολιτική ή οικονομική θεωρία. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των πολιτικών και οικονομικών θεωριών είναι πως ποτέ δεν εφαρμόζονται στην καθαρή τους μορφή.
Κάθε εφαρμογή μιας πολιτικής ή οικονομικής ιδέας στον πραγματικό κόσμο συνιστά, ως ένα βαθμό, παραμόρφωσή της. Ενώ κάποιες κυβερνήσεις φαίνονται να διαμορφώνουν τις πολιτικές τους εν πορεία (με τη σημερινή μας να αποτελεί ένα καλό τέτοιο παράδειγμα) άλλες έχουν ένα αναγνωρίσιμο ειρμό, που διαμορφώνεται από ένα συγκεκριμένο σύνολο ιδεών. Για παράδειγμα, οι Νέοι Εργατικοί (New Labour) επηρεάστηκαν σαφώς από την ιδέα του «Τρίτου Δρόμου» του Anthony Giddens, μια μορφή κοινωνικής δημοκρατίας που συμφιλιώνεται με την οικονομία της αγοράς.
Οι οικονομικές πολιτικές της Μάργκαρετ Θάτσερ επηρεάστηκαν από στοχαστές της ελεύθερης αγοράς όπως ο Φρίντριχ Χάγιεκ. Η πρώτη μεταπολεμική κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας επηρεάστηκε από τον «ορντοφιλελευθερισμό» μια οικονομική σχολή σκέψης που επιχείρησε να συνδυάσει τα οικονομικά της ελεύθερης αγοράς με μια ενεργή πολιτική για τον ανταγωνισμό. Σε κάθε μία όμως από τις περιπτώσεις αυτές, αν δούμε τι είπαν αρχικά οι στοχαστές και στη συνέχεια το συγκρίνουμε με το τι έκαναν οι πολιτικοί που επηρεάστηκαν από αυτούς, θα βρούμε πάντα ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ των δύο.
Προφανώς υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα. Πάντα υπάρχουν ανταγωνιστικές ιδεολογικές επιρροές. Πάντα υπάρχουν συγκρουόμενα συμφέροντα. Πάντα υπάρχουν (σκόπιμες ή αγνές) παρανοήσεις μιας θεωρίας. Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος μια κυβέρνηση να εξαντλήσει την ορμή της ή να χάσει το ενδιαφέρον της.
Και πάντα υπάρχουν οι ιδιαίτερες ιδιοσυγκρασίες και παραξενιές κάθε χώρας που παρεισφρέουν. Δεν είναι περίεργο συνεπώς το γεγονός ότι, στο βαθμό που οι αρχικοί στοχαστές ζουν για να δουν κάποιες από τις ιδέες τους να υιοθετούνται, σπάνια είναι ικανοποιημένοι. Ο Anthony Giddens δεν ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος με την κυβέρνηση των Νέων Εργατικών.
Ένας από τους συγγενείς του Χάγιεκ που ερχόταν στις εκδηλώσεις του ΙΕΑ, ανέφερε κάποτε ότι ούτε ο Χάγιεκ ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος από την κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ. Ομοίως, όταν οι ορντοφιλελεύθεροι της Δυτικής Γερμανίας περιγράφουν την κυβέρνηση του Κόνραντ Αντενάουερ, συνήθως μιλούν για τα πρώτα χρόνια με κάποιον ενθουσιασμό και για τα επόμενα με εμφανή απογοήτευση. Παρ' όλα αυτά όμως κρίνουμε αυτές τις ιδέες, τουλάχιστον εν μέρει, από τις επιτυχίες και τις αποτυχίες των πολιτικών που αυτές ενέπνευσαν.
Βεβαίως θα πρέπει να είμαστε να δίνουμε κάποιο δίκιο στους υποστηρικτές αυτών των ιδεών όταν επισημαίνουν το πώς οι πολιτικοί τις παρερμήνευσαν και τις παραμόρφωσαν. Θα πρέπει να τους δίνουμε ακόμη και το προνόμιο της αμφιβολίας όταν ισχυρίζονται ότι τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να είναι πολύ καλύτερα αν οι πολιτικοί εφάρμοζαν με μεγαλύτερη πίστη τις αρχικές ιδέες.
Αν μια ιδέα είναι καλή, θα επιβιώσει την ατελή της εφαρμογή.
Όλα αυτά είναι δίκαια. Αλλά δεν είναι, και δεν θα μπορούσε να είναι, δίκαιο το να δίνουμε μια κάρτα «Βγες από τη φυλακή, είσαι ελεύθερος». Αν οι ιδέες κάποιου απαιτούν ανέφικτα επίπεδα καθαρότητας στην εφαρμογή τους προκειμένου να αποδώσουν, τότε ίσως οι ιδέες αυτές να μην είναι τόσο σπουδαίες όσο αυτός νομίζει.
Μια καλή ιδέα θα λειτουργήσει ικανοποιητικά ακόμη και σε μια παραμορφωμένη και ατελώς εφαρμοσμένη μορφή της. Αυτό, θα μπορούσε να πει κανείς, είναι ένα μεγάλο μέρος του τι την καθιστά καλή. Το ερώτημα δεν είναι το αν ο Καρλ Μαρξ, στην περίπτωση που επέστρεφε στη ζωή έναν αιώνα μετά, θα ήταν οπαδός της Σοβιετικής Ένωσης, της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας ή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας.
Σχεδόν σίγουρα δεν θα ήταν. Μάλλον θα παρέμενε στο Λονδίνο, γράφοντας στριφνά άρθρα στον Guardian και τον New Statesman με θέμα το πώς οι πολιτικοί στις χώρες αυτές παραμορφώνουν τις ιδέες του. Και λοιπόν; Οι πολιτικές και οικονομικές θεωρίες ποτέ δεν εφαρμόζονται σε καθαρή μορφή, και οι υποστηρικτές τους σπανίως εντυπωσιάζονται από πολιτικούς που ισχυρίζονται ότι εμπνέονται από αυτές. Αυτό είναι απλώς μέρος του παιχνιδιού.
Οι μαρξιστές όμως είναι ουσιαστικά οι μόνοι στοχαστές που δεν αποδέχονται καμία απολύτως ευθύνη για τις προσεγγίσεις των ιδεών τους στον πραγματικό κόσμο. Οι υποστηρικτές του Τρίτου Δρόμου μπορεί να απογοητεύτηκαν από τον Μπλερ, οι χαγιεκιανοί μπορεί - και όντως το κάνουν - να παραπονιούνται διαρκώς για τις αδυναμίες της Θάτσερ, και οι ορντοφιλελεύθεροι έχουν γράψει καυστικές καταδίκες εναντίον του Κόνραντ Αντενάουερ.
Αν όμως τους ρωτήσετε αν πιστεύουν πως οι κυβερνήσεις αυτές έκαναν περισσότερο καλό απ' ό,τι κακό, αν πιστεύουν ότι ήταν προτιμότερες από τις επόμενες πιθανές εναλλακτικές τότε θα πάρετε ως απάντηση ένα ξεκάθαρο και απροϋπόθετο «Ναι!».
Αντιθέτως, σχεδόν κανένας σύγχρονος μαρξιστής δεν θα αποδεχθεί πως, οτιδήποτε κι αν είναι ο “πραγματικός” σοσιαλισμός, η Ανατολική Γερμανία ήταν τουλάχιστον κοντύτερα σ' αυτόν απ' ό,τι η Δυτική, η Βόρεια Κορέα είναι τουλάχιστον κοντύτερα σ' αυτόν απ' ό,τι η Νότια, η Βενεζουέλα είναι τουλάχιστον κοντύτερα σ' αυτόν απ' ό,τι το Περού, η μαοϊστική Κίνα ήταν τουλάχιστον κοντύτερα σ' αυτόν απ' ό,τι η Ταϊβάν κτλ.
Και γιατί να το κάνει; Το πράγμα δουλεύει γι' αυτούς. Κάθε άλλη ιδέα κρίνεται από τις αναγκαστικά χονδροειδής, μη πλήρεις και ατελείς προσεγγίσεις της στον πραγματικό κόσμο, με όλα τα αρνητικά της. Μόνο ο μαρξισμός έχει την πολυτέλεια να κρίνεται αποκλειστικά ως σύνολο ιδεών, ως κάτι που η χυδαία εμπειρία του πραγματικού κόσμου δεν μπορεί ποτέ να κηλιδώσει.
--
Ο Kristian Niemietz είναι επικεφαλής θεμάτων Υγείας και Πρόνειας στο Institute for Economic Affairs
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 4 Μαΐου και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ «Μάρκος Δραγούμης».