Ο δογματισμός είναι κακός. Εάν κάποιος σας αποκαλεί δογματικό ή φανατικό ιδεολόγο, υπονοεί ότι είστε αμετάκλητα αγκιστρωμένοι στην ιδεολογία σας και το σύστημα πεποιθήσεών σας, ότι αρνείστε να εξετάσετε σοβαρά αντεπιχειρήματα και αντεγκλήσεις. Αντί, για παράδειγμα, να λάβετε υπόψη τα επιχειρήματα υπέρ και κατά της υποστήριξης μιας επιδότησης για τη -σίγουρα απίστευτα σημαντική- βιομηχανία παραγωγής μικροτσίπ, εσείς, ο δογματιστής, διακηρύσσετε ότι οι επιδοτήσεις αυτές καθαυτές είναι κατακριτέες, αθέμιτες ή αναποτελεσματικές. Ή και τα τρία αυτά ταυτόχρονα.
Οι υποστηρικτές της οικονομίας της αγοράς έχουν συχνά κατηγορηθεί ως δογματικοί. Τους αποκαλούσαν «ιδεολόγους». Και σίγουρα υπάρχουν ιδεολόγοι της ελεύθερης αγοράς. Υπάρχουν δογματικοί που είναι αφοσιωμένοι στον φονταμενταλισμό της αγοράς. Αυτοί οι άνθρωποι, στη διόλου σίγουρη περίπτωση που θέλουν να υπάρχει μια κυβέρνηση, πιστεύουν ότι αυτή πρέπει να περιορίζεται σε πολύ βασικές λειτουργίες.
Δεν γίνεται όμως κανείς δογματικός από το περιεχόμενο των πεποιθήσεών του. Το αν είναι ή όχι κάποιος δογματικός εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο φτάνει στα συμπεράσματά του, από το πώς είναι δομημένο το συνολικό σύστημα των πεποιθήσεών του και επίσης από το αν αυτό το σύστημα προσαρμόζεται υπό το φως νέων επιχειρημάτων και νέων δεδομένων. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί δύο άνθρωποι να έχουν τις ίδιες ακριβώς πεποιθήσεις για το τι πρέπει να κάνει το κράτος, ο ένας να είναι δογματικός και ο άλλος όχι. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι το περιεχόμενο των πεποιθήσεών μας, αλλά ο τρόπος της εξαγωγής τους και η υπεράσπισή τους.
Ωστόσο, αυτό συχνά παρεξηγείται. Όταν ακούτε επικριτές να καταγγέλλουν ως δογματικούς ανθρώπους όπως ο Ludwig von Mises ή ο Milton Friedman, συχνά εμπνέονται και υπερασπίζονται τον χαρακτηρισμό αυτό από την παρατήρηση ότι είχαν ριζοσπαστικές απόψεις, δηλαδή αφήνουν χώρο μόνο για μια ελάχιστη κυβέρνηση (φυσικά, ο Μίζες είναι πιο ριζοσπαστικός από Φρίντμαν).
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν επιχειρήματα που να υποστηρίζουν τον ισχυρισμό ότι ορισμένοι υποστηρικτές των ελεύθερων αγορών είναι δογματικοί, ούτε σημαίνει ότι όλοι όσοι χαρακτηρίζουν στοχαστές όπως τον Μίζες ως «δογματικούς» βασίζονται (αποκλειστικά) στη ριζοσπαστικότητα της πολιτικής του θέσης. Το μόνο που λέω είναι ότι, σύμφωνα με την εμπειρία μου, συμβαίνει πολύ συχνά οι άνθρωποι να συγχέουν τον ριζοσπαστισμό με τον δογματισμό.
Ένα χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα, είναι ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύεται ένα ενδιαφέρον απόσπασμα του Φρίντριχ Χάγιεκ. Στον Δρόμο προς τη Δουλεία, ο Χάγιεκ υποστήριξε ότι «πιθανότατα τίποτα δεν έχει κάνει μεγαλύτερο κακό στη φιλελεύθερη υπόθεση όσο η ξύλινη επιμονή ορισμένων φιλελεύθερων σε ορισμένους πρόχειρους εμπειρικούς κανόνες, και πάνω απ' όλα στην αρχή του laissez-faire».
Διαβάστε προσεκτικά! Αυτό που λέει ο Χάγιεκ είναι ότι η ξύλινη επιμονή ήταν αυτή που υπήρξε τόσο επιζήμια, όχι η αρχή του laissez-faire καθαυτή (και φαίνεται ότι κάποιοι παρερμήνευσαν τα λόγια του Hayek και κατάλαβαν ότι το κακό έγινε από την αρχή του laissez-faire, και όχι από την ξύλινη επιμονή σε αυτή). Είναι αλήθεια, ότι ο Χάγιεκ του 1944 μάλλον απέρριπτε το laissez-faire - ο μετέπειτα Χάγιεκ, ωστόσο, θα έπαιρνε διαφορετική θέση, σημειώνοντας το 1976 σε έναν πρόλογο ότι τότε, «δεν είχε ακόμη απελευθερωθεί πλήρως από όλες τις τρέχουσες παρεμβατικές δεισιδαιμονίες».
Ωστόσο, ανεξάρτητα από την πολιτική θέση του ίδιου του Χάγιεκ, το απόσπασμά του για το laissez-faire υποδηλώνει ότι το ζήτημα δεν είναι το laissez-faire, δηλαδή τα συμπεράσματα πολιτικής ή το περιεχόμενο των πεποιθήσεών μας, αλλά ο τρόπος που τα υπερασπιζόμαστε και αντιμετωπίζουμε τα αντεπιχειρήματα - το ζήτημα είναι η «ξύλινη επιμονή» μας, ή με άλλα λόγια ο δογματισμός.
Αυτό είναι ένα μάθημα που πρέπει να έχουμε πάντα κατά νου. Συμφωνώ ότι δεν πρέπει να είμαστε δογματικοί. Ωστόσο, είμαι πεπεισμένος ότι μπορεί κανείς να είναι ένθερμος και ριζοσπαστικός υπέρμαχος του laissez-faire χωρίς να γίνεται, σε καμία περίπτωση, δογματικός και ιδεολόγος. Κι αυτό το εννοώ αυτό ως κάτι που υπερβαίνει μια λογική πιθανότητα. Πιστεύω, πολύ πρακτικά, ότι τα διδάγματα από τα φιλελεύθερα ρεύματα της πολιτικής φιλοσοφίας αλλά και από την πολιτική οικονομία θεμελιώνουν μια τέτοια laissez-faire θέση.
Το επιχείρημα αυτό πιθανότατα θα απαιτούσε ένα ολόκληρο άλλο άρθρο - ή μάλλον ένα βιβλίο. Θέλω, λοιπόν, απλώς να ολοκληρώσω αυτό το άρθρο επισημαίνοντας το λογικό επακόλουθο του διαχωρισμού του ριζοσπαστισμού από τον δογματισμό. Και αυτό είναι πως όσοι αποφεύγουν τον ριζοσπαστισμό, όσοι υιοθετούν τη «μεσότητα» και πάντα απαιτούν να ελέγχουμε την κάθε περίπτωση βάσει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, μπορεί κάλλιστα να είναι αυτοί οι αληθινοί δογματικοί.
Σε κάθε περίπτωση, μπορεί κανείς να είναι ριζοσπαστικός υποστηρικτής του laissez-faire χωρίς να είναι καθόλου δογματικός. Και ίσως αυτό θα έπρεπε να είμαστε!
* Ο Max Molden είναι υποψήφιος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Αμβούργου. Έχει συνεργαστεί με τους European Students for Liberty και το Prometheus - Das Freiheitsinstitut. Δημοσιεύει τακτικά στο Der Freydenker. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 2 Μαρτίου 2024 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.