Του Jamie Fraser
Στις 2 Μαΐου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε μια ανακοίνωση που περιέγραφε το συνολικό σχέδιο προϋπολογισμού της Ένωσης για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ) 2021-2027, που περιλαμβάνει την πρόταση να περικοπεί κατά 5% η χρηματοδότηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Δεν εξέπληξε κανέναν το γεγονός ότι ο προϋπολογισμός της ΚΑΠ θα μειωθεί από το 38% που σήμερα λαμβάνει σύμφωνα με το ΠΔΠ 2014-2020 - μόνο το Brexit θα έχει ως αποτέλεσμα μια μείωση περίπου της τάξης των 12 δισεκατομμυρίων ευρώ για τον προϋπολογισμό της ΕΕ ετησίως που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Ενώ όμως τα ζητήματα του “εάν” και του “κατά πόσο” θα περικοπεί ο προϋπολογισμός της ΚΑΠ μπορούν πλέον να απαντηθούν, παραμένει αναπάντητο το ζήτημα του κατά πόσο η Επιτροπή, πέραν των υποσχέσεων για εκσυγχρονισμό και απλοποίηση, αντιλαμβάνεται τις υπάρχουσες πολυάριθμες αναποτελεσματικότητες κατανομής της ΚΑΠ.
Οι πληρωμές του Πυλώνα Ι είναι ένα κομβικό παράδειγμα - ένα σύστημα επιδοτήσεων που κατανέμεται ανά εκτάριο γης και έχει ως στόχο την παροχή μιας εισοδηματικής στήριξης στους αγρότες. Στην πράξη όμως, είναι προφανείς δύο απρόβλεπτες λάθος κατανομές της χρηματοδότησης.
Πρώτον, έχει συμβεί μια αλλοίωση στην αξία της γης, καθώς οι τιμές των καλλιεργήσιμων εκτάσεων έχουν αυξηθεί σημαντικά λόγω της επιλεξιμότητάς τους για αυτές τις επιδοτήσεις. Στην περίπτωση της Βουλγαρίας, από την είσοδό της στην ΕΕ το 2007, οι τιμές της καλλιεργήσιμης γης έχουν αυξηθεί κατά 400 με 500%, γεγονός που υπονομεύει σημαντικά την επίτευξη του προσδοκώμενου αποτελέσματος της εισοδηματικής στήριξης στην περίπτωση των αγροτών που νοικιάζουν τη γη τους. Δεύτερον το μοντέλο ανά εκτάριο δημιουργεί μια έντονα στρεβλή κατανομή, καθώς κατά μέσο όρο το 80% των ωφελουμένων λαμβάνει περίπου το 20% των πληρωμών.
Και οι δύο λάθος κατανομές καταδεικνύουν την κεφαλαιοποίηση των πληρωμών στην ίδια τη γη αντί για τον προσδοκώμενο στόχο της εισοδηματικής στήριξης. Ο στόχος της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης άρθρο 39 1(b) της παροχής ενός “αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για την αγροτική κοινότητα” εφαρμόζεται συνεπώς με μη ικανοποιητικό τρόπο υπό την υφιστάμενη αρχιτεκτονική του Πυλώνα Ι.
Αυτές οι αναποτελεσματικότητες κατανομής των επιδοτήσεων του Πυλώνα Ι όμως θέτουν ένα ακόμη πιο πιεστικό ερώτημα - είναι οι αγροτικές επιδοτήσεις αναγκαίες; Κατά την φιλελευθεροποίηση της οικονομίας της τη δεκαετία του 1980, η Νέα Ζηλανδία περιέκοψε δασμούς και επιδοτήσεις στο μεγαλύτερο εξαγωγικό παραγωγικό της κλάδο, τη γεωργία. Από τότε, ο κλάδος αυτός άνθησε - μεταξύ του 1985 και του 2000, ο αγροτικός τομέας αυξήθηκε κατά σχεδόν 4% ετησίως σε πραγματικούς ρυθμούς, αλλά και πάνω από 2% ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά την ίδια περίοδο. Καταργώντας τις επιδοτήσεις και τα ρυθμιστικά εμπόδια, ο τομέας οδηγήθηκε σε καινοτόμες λύσεις και αύξησε έτσι την παραγωγικότητα.
Αντιθέτως, ο αγροτικός τομέας της ΕΕ απολαμβάνει ένα ανησυχητικό βαθμό προστασίας, με υψηλά επίπεδα αναποτελεσματικά στοχευμένων εισοδηματικών ενισχύσεων που διασφαλίζουν τη διαιώνιση το status quo της αγροτικής παραγωγής, περιορίζοντας την καινοτομία και την αύξηση της παραγωγικότητας. Σε συνδυασμό με την άτεγκτη εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης για την περαιτέρω προστασία των γεωργών της ΕΕ, είναι σαφές ότι η Ένωση έχει να διανύσει πολύ δρόμο για να φτάσει τους πιο ευέλικτους αγροτικούς τομείς σε άλλες περιοχές του κόσμου.
Υπάρχουν δύο προτάσεις που η ΕΕ θα πρέπει να εξετάσει κατά τη διαμόρφωση της ΚΑΠ του επόμενου ΠΔΠ για την αντιμετώπιση αυτών των αναποτελεσματικοτήτων.
Πρώτον, η σταδιακή εξάλειψη της καταβολής επιδοτήσεων του Πυλώνα Ι κατά τα δύο επόμενα ΠΔΠ, με τη δημιουργία μιας ΚΑΠ ενός πυλώνα που θα επεκτείνει την αρχιτεκτονική της Αγροτικής Ανάπτυξης του σημερινού Πυλώνα ΙΙ. Το παράδειγμα της Νέας Ζηλανδίας καταδεικνύει ότι η συγκέντρωση των δαπανών στην ανάπτυξη νέων αγροτικών πρακτικών παράγει σημαντικά οφέλη για ολόκληρο τον τομέα. Από τους αγρότες των οποίων η παραγωγικότητα ενισχύεται μέσων νέων τεχνολογιών που αντιμετωπίζουν την υποβάθμιση των καλλιεργητικών αποδόσεων, μέχρι τους καταναλωτές που απολαμβάνουν χαμηλότερες τιμές προϊόντων χάρη στα μικρότερα κόστη παραγωγής, τα αποτελέσματα δεν μπορούν να υποεκτιμηθούν.
Η ενθάρρυνση της καινοτομίας κατ' αυτόν τον τρόπο μπορεί ακόμη να λειτουργήσει ως καταλύτης για την ΕΕ προκειμένου αυτή να αντιμετωπίσει τη ρυθμιστική αποσύνδεση (τη δυσκολία της ρύθμισης να συμβαδίζει με την τεχνολογική αλλαγή) που ήδη υπάρχει στο πλαίσιο του αγροτικού τομέα.
Δεύτερον, αν οι πληρωμές επιδοτήσεων πρόκειται να παραμείνουν θεμέλιος λίθος της ΚΑΠ, τότε χρειάζεται μια ριζική αναμόρφωση της δομής του, με μια άμεση σύνδεση μεταξύ του δημόσιου χρήματος με την εμπέδωση δημοσίων αγαθών. Συγκεκριμένα, οι επιδοτήσεις για την παροχή δημοσίων αγαθών που αφορούν τις αγροτικές αποδόσεις και τη βελτίωση του περιβάλλοντος μπορούν να δώσουν κίνητρα στους αγρότες να κατευθύνουν τις πρακτικές τους ώστε να αυξήσουν την “προστιθέμενη αξία”, μια έννοια που η ΕΕ είναι πρόθυμη να αναδείξει εκ νέου ως έναν από τους βασικούς λόγους ύπαρξης της ΚΑΠ.
Αυτό το μοντέλο θα αναστρέψει ως ένα βαθμό τα παραπάνω προβλήματα κατανομής. Οι βασικοί ωφελούμενοι θα είναι οι αγρότες υψηλής παραγωγικότητας και εκείνοι που εφαρμόζουν περιβαλλοντικά μέτρα, και όχι απλώς οι αγρότες που κατέχουν ένα μεγάλο ποσό δικαιωμάτων σε εκτάρια. Ανακατανέμοντας τις πληρωμές επιδοτήσεων κατ' αυτόν τον τρόπο, ο στόχος της ΣΛΕΕ που αφορά τη διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς εισοδήματος για τους αγρότες θα μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα. Τέλος, η σύνδεση του δημόσιου χρήματος με την παραγωγή δημόσιων αγαθών θα μεταφέρει το μεγαλύτερο μέρος των πληρωμών επιδοτήσεων στους αγρότες που τις χρειάζονται περισσότερο από την οπτική της εισοδηματικής στήριξης.
Ανεξάρτητα από το ποια προσέγγιση θα υιοθετηθεί τελικά, η καλύτερη στόχευση των δαπανών θα διασφαλίσει ότι η ΚΠΑ θα συνεχίσει να παράγει προστιθέμενη αξία. Το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη χρηματοδότησης, αλλά το πώς αυτά τα χρήματα δαπανώνται.
--
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 11 Μαΐου 2018 και παρουσιάζεται στα αγγλικά με την άδεια του Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.