Του Dalibor Rohac
Μέχρι και την προηγούμενη Πέμπτη, η Theresa May ήταν το σύμβολο του “υπεύθυνου εθνικισμού”, ο οποίος στα μάτια των υποστηρικτών του είχε δαμάσει τις εθνικιστικές παρορμήσεις του εκλογικού σώματος και τις είχε ενσωματώσει σε μια πολλά υποσχόμενη μορφή κεντροδεξιάς συντηρητικής πολιτικής. Τον Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους, ο John O'Sullivan είχε προβλέψει ότι αν η May “παραμείνει πιστή στις θέσεις της”, μπορεί “να χάσει κάποιους διαφωνούντες βουλευτές το ερχόμενο έτος, αλλά θα κερδίσει εκατομμύρια νέους ψηφοφόρους”. Σύμφωνα με τον Ross Douthat, η κ. May είναι “βασικά η ηγέτης που χρειαζόταν το αμερικανικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα [...] δύο χρόνια πριν”. Και την ημέρα των εκλογών στο Ηνωμένο Βασίλειο ο Pascal-Emmanuel Gobry εξήρε τον “πατριωτικό συντηρητισμό” της και πρόβλεψε ότι η “πολιτική της επιτυχία στη χώρα της”, όπως και η αντίστοιχη επιτυχία της Margaret Thatcher, θα “προκαλέσει ένα κύμα μιμητών σε ολόκληρο τον κόσμο”.
Η Πρωθυπουργός της Βρετανίας Theresa May μιλά σε μια προεκλογική συγκέντρωση στο Solihull, 7 Ιουνίου 2017, Reuters/Eddie Keogh.
Μετά την προηγούμενη Πέμπτη, αυτό το κύμα των μιμητών φαίνεται μια μακρινή ονειροφαντασία. Ενώ η κ. May πήρε μεγαλύτερο ποσοστό της λαϊκής ψήφου από τον David Cameron το 2015 λόγω της επιτυχίας της να προσελκύσει πολλούς ψηφοφόρους του United Kingdom Independence Party (UKIP), το εκλογικό αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό αν συγκριθεί με την “επικείμενη συντριπτική νίκη, της οποίας το μόνο πραγματικό ερώτημα είναι η έκταση” όπως κάποιοι προέβλεπαν μόλις μερικές εβδομάδες πριν.
Κρίνοντας από τα αποτελέσματα, δεν υπήρξε τίποτε το “υπεύθυνο” στην υιοθέτηση από την κ. May του σκληρού Brexit, της παρεμβατικής βιομηχανικής πολιτικής, και της σκληρής ρητορικής έναντι “των πολιτών του πουθενά”. Αν μη τι άλλο, η νέα αυτή στάση των Συντηρητικών ενίσχυσε την αντιδραστική σκληρή Αριστερά που με επιτυχία αποίκισε το Εργατικό Κόμμα, φέρνοντας έναν αμετανόητο, ακροαριστερό αυταρχικό πολιτικό της δεκαετίας του 1970 επικίνδυνα κοντά στην εξουσία.
Ο βασικός λόγος αυτού του φιάσκου είναι ότι το μήνυμα της κ. May δεν βρήκε απήχηση μεταξύ των νεότερων ψηφοφόρων. Η διαφορά υπέρ των Εργατικών στις ηλικίες 18-24 ήταν 51 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερη από τον πανεθνικό μέσο όρο της διαφοράς των 3 μονάδων υπέρ των Συντηρητικών. Ομοίως, οι Συντηρητικοί είχαν φτωχά αποτελέσματα σε περιφέρειες με υψηλά ποσοστά ψηφοφόρων με πανεπιστημιακή μόρφωση. Αυτές οι δημογραφικές ομάδες στράφηκαν προς τους Εργατικούς και στις προηγούμενες εκλογές, όμως αυτό που καθιστά τόσο εντυπωσιακές τις εκλογές της προηγούμενης εβδομάδας είναι το μέγεθος αυτής της πόλωσης, ιδίως ανά ηλικιακή ομάδα.
Εκτός και εάν κάποιος πιστέψει ότι η νέα γενιά ξαφνικά ερωτεύθηκε τον τροτσκισμό, ο θρίαμβος των Εργατικών μεταξύ των νεότερων ψηφοφόρων πρέπει να εξηγηθεί βάσει της αποτυχίας των Συντηρητικών να απευθυνθούν σ' αυτούς με επιτυχία. Αρκεί η σύγκριση με την εμπειρία της Γαλλίας, όπου ο νέος πολιτικός σχηματισμός του Προέδρου Emmanuel Macron, La Republique en marche (REM), οδεύει προς μια συντριπτική επικράτηση στην Εθνοσυνέλευση. Στις προεδρικές εκλογές ο κ. Macron εξασφάλισε πλειοψηφία σε κάθε ηλικιακή ομάδα - παρά τη δυσμενή οικονομική κατάσταση που πλήττει τη νέα γενιά της Γαλλίας, την οποία η εθνικίστρια αντίπαλός του, Marine Le Pen, επιδίωξε να αξιοποιήσει.
Τίποτα απ' όλα αυτά δεν πρέπει να εκληφθεί ως μια απροϋπόθετη υιοθέτηση της πλατφόρμας του κ. Macron. Το πρόσφατο τρολάρισμά του έναντι του Προέδρου Donald Trump φαίνεται μια νίκη της μορφής έναντι του περιεχομένου. Και όπως έγραψα και αλλού, η ευρωπαϊκή του ατζέντα είναι ασαφής. Εξάλλου παραμένει ανοιχτό το ερώτημα του αν μπορεί να εφαρμόσει τις πολιτικά αμφισβητούμενες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που χρειάζεται η Γαλλία. Υπάρχει όμως κάτι σημαντικό που πέτυχε ο κ. Macron, το οποίο δεν κατάφερε η Theresa May και οι πολλοί υποστηρικτές του “υπεύθυνου εθνικισμού” της συντηρητικής Δεξιάς. Κατάλαβε, για να χρησιμοποιήσουμε το λεξιλόγιο του προφητικού βιβλίου της Virgina Postrel από το 1998, ότι η κεντρική πολιτική διαμάχη της πλευράς μας είναι μεταξύ των δυνάμεων του οικονομικού δυναμισμού και της “στάσης”.
Ο κόσμος και ιδιαίτερα η Ευρώπη δεν χρειάζεται ηγέτες σαν την κ. Le Pen ή τον κ. Trump που υπόσχονται την επιστροφή σε ένα απλούστερο, πιο προβλέψιμο παρελθόν, ούτε ηγέτες σαν την κ. May που προσπαθούν να πετύχουν έναν συμβιβασμό με αυτού του είδους τη νοσταλγία. Αντίθετα, αυτό που χρειάζεται είναι πολιτικοί ηγέτες που θα υποστηρίξουν με σταθερότητα τον οικονομικό δυναμισμό, τη δημιουργική καταστροφή και την ανοιχτότητα - και στη μετανάστευση - και που μπορούν να οικοδομήσουν ένα αισιόδοξο όραμα για το μέλλον, αντί να προσφέρουν νοσταλγικές υποσχέσεις που είναι σίγουρο ότι θα μείνουν ανεκπλήρωτες.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να μεταφραστεί αυτό το “δυναμικό” επιχείρημα σε μια ουσιώδη ατζέντα πολιτικής. Οι ψηφοφόροι μπορεί να αποδειχθούν προθυμότεροι να ενστερνιστούν την παγκοσμιοποίηση, το ελεύθερο εμπόριο και την ανεμπόδιστη επιχειρηματικότητα αν υπάρχουν ουσιαστικά δίχτυα κοινωνικής ασφάλειας που θα προστατεύουν τους λιγότερο τυχερούς ανάμεσά τους. Το επιχείρημα υπέρ της μετανάστευσης θα είχε σίγουρα ευρύτερη αποδοχή αν συνοδευόταν από πολιτικές που προωθούν την ενσωμάτωση και όχι τη δημιουργία κοινωνικών και πολιτισμικών γκέτο - για να μη μιλήσουμε για μια στρατηγική που θα έφερνε το τέλος του τζιχαντισμού που σκορπά την τρομοκρατία και τροφοδοτείται από τις συγκρούσεις και την αστάθεια στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή.
Ξέρουμε από τα παραδείγματα της Margaret Thatcher και του Ronald Reagan ότι τα μηνύματα που κοιτούν μπροστά μπορούν να προέλθουν από την πολιτική Δεξιά. Ήρθε η ώρα οι συντηρητικοί και στις δύο ακτές του Ατλαντικού να ξανασκεφτούν το σημερινό τους φλερτ με τον νοσταλγικό εθνικισμό. Διαφορετικά διατρέχουν τον κίνδυνο να καταστήσουν τοξικό το πολιτικό τους προϊόν όχι μόνο για τους νέους ψηφοφόρους του σήμερα, αλλά και για εκείνους του μέλλοντος.
--
Ο Dalibor Rohac είναι ερευνητής στο American Enterprise Institute (AEI) όπου μελετά τις ευρωπαϊκές πολιτικές και οικονομικές τάσεις.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 12 Ιουνίου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute (AEI) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.