Της Marian L. Tupy
Η απεξάρτηση της παγκόσμιας οικονομίας από τον άνθρακα είναι εδώ και πολλά χρόνια ένας από τους κύριους στόχους του οικολογικού κινήματος. Πολλοί επιστήμονες ανησυχούν πως οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από την καύση ορυκτών καυσίμων μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα μια καταστροφική παγκόσμια υπερθέρμανση.
Δυστυχώς η ανανεώσιμη ενέργεια δεν βρίσκεται καν κοντά στο σημείο όπου θα παράγει αρκετή ενέργεια ώστε να αντικαταστήσει τα ορυκτά καύσιμα. Μήπως θα πρέπει συνεπώς να περιορίσουμε την συνολική κατανάλωση ενέργειας - πλήττοντας έτσι την παραγωγικότητα και περιορίζοντας τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των ανθρώπων; Όχι αναγκαστικά. Όπως καταδεικνύουν τα δεδομένα, οι δυνάμεις της αγοράς είναι πολύ αποτελεσματικές στη μείωση του ποσού της ενέργειας που χρησιμοποιείται κατά την παραγωγική διαδικασία.
Η τεχνολογία της πράσινης ενέργειας δεν επαρκεί ακόμη
Τους τελευταίους δύο αιώνες, η παγκόσμια οικονομία έχει σχεδόν εκατονταπλασιαστεί σε όγκο. Αυτή η επέκταση είχε ως πηγή ενέργειας τα ορυκτά καύσιμα, η καύση των οποίων συνέβαλε στην αύξηση του επιπέδου του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) στην ατμόσφαιρα από 0.0284% το 1820 σε 0.0407% το 2017.
Το γεγονός ότι η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια έχει αποδειχθεί τόσο δύσκολη οφείλεται εν μέρει στο ότι η ανανεώσιμη ενέργεια είναι δύσκολο να κλιμακωθεί. Αναλογιστείτε μόνο τα εκτάρια γης και τα μίλια της ακτογραμμής που θα έπρεπε να καλυφθούν από ανεμογεννήτριες προκειμένου να παράγουμε από αιολική ενέργεια τον ηλεκτρισμό που μπορούν να παράγουν τα ορυκτά καύσιμα.
Ένα ακόμη μειονέκτημα της πράσινης ενέργειας είναι πως η παροχή της δεν είναι αξιόπιστη. Οι ανεμογεννήτριες χρειάζονται άνεμο για να γυρίζουν, οι υδρογεννήτριες χρειάζονται βροχή για να γεμίζουν τα φράγματα με νερό και οι ηλιακοί συλλέκτες χρειάζονται ηλιοφάνεια. Όταν η φύση δεν συνεργάζεται, η πράσινη ενέργεια γίνεται απρόβλεπτη και ασυνεπής.
Το πράγμα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από το ότι η πράσινη ενέργεια παραμένει σημαντικά πιο ακριβή από τις πιο συμβατικές πηγές ενέργειας. Έτσι, η οικονομική ανάπτυξη και κατά συνέπεια το επίπεδο διαβίωσης των ανθρώπων θα συνεχίσει να εξαρτάται από τη χρήση ορυκτών καυσίμων. Τα καλά νέα είναι ότι οι διαδικασίες παραγωγής γίνονται πιο φιλικές προς το περιβάλλον σε μεγάλο μέρος του κόσμου.
Η ενεργειακή αποδοτικότητα ωφελεί τις επιχειρήσεις
Σκεφτείτε τις πέντε μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου. Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες παράγουν χονδρικά το 24% του παγκόσμιου πλούτου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) παράγει το 22%, η Κίνα το 15%, η Ιαπωνία το 6%, και η Γερμανία, αν υπολογιστεί ανεξάρτητα από την ΕΕ, το 5%.
Αναλογιστείτε τώρα τις εκπομπές CO2 ανά δολάριο ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ). Το 1960, οι ΗΠΑ εξέπεμπαν 0,94 κιλά CO2 ανά παραχθέν δολάριο. Το 2014 αυτός ο αριθμός έπεσε στα 0,34 κιλά, μια μείωση της τάξης του 64%. Η ΕΕ μείωσε τις εκπομπές CO2 ανά δολάριο ΑΕΠ κατά 54% κατά το διάστημα 1991-2014. Αφού η Κίνα εγκατέλειψε το αναποτελεσματικό κομμουνιστικό της σύστημα παραγωγής, οι εκπομπές CO2 της χώρας έπεσαν από 5 κιλά το 1979 στα 1,24 κιλά το 2014, μια μείωση 75%. Η Ιαπωνία σημείωσε μείωση από τα 0,3 κιλά το 1960 στα 0,2 κιλά το 2014, ή 33%. Τέλος, οι εκπομπές της Γερμανίας ανά δολάριο ΑΕΠ μειώθηκαν από τα 0,34 κιλά το 1991 στα 0,2 κιλά το 2017, ή 41%.
Πολλοί υποθέτουν ότι αν οι επιχειρήσεις αφεθούν ανεξέλεγκτες δεν θα λειτουργήσουν με περιβαλλοντικώς ευσυνείδητο τρόπο. Και αν θέλουμε να ακριβολογήσουμε, είναι αλήθεια πως οι επιχειρήσεις ενδιαφέρονται πρωτίστως για τον ισολογισμό τους. Η κατανάλωση ενέργειας όμως συνήθως συνιστά ένα μεγάλο μέρος των εταιρικών εξόδων. Και γι' αυτό υπάρχει ένα ισχυρό κίνητρο για τις επιχειρήσεις να μειώσουν την ενεργειακή τους κατανάλωση.
Πάρτε για παράδειγμα την αυτοκινητοβιομηχανία. Σύμφωνα με μια μελέτη “το ποσό της ενέργειας που χρησιμοποιείται στα διάφορα στάδια της παραγωγής αυτοκινήτων (πίεση, σκελετός, χρωματισμός και συναρμολόγηση) είναι σχεδόν 700 κιλοβατώρες ανά όχημα, και το κόστος της ενέργειας είναι περίπου το 9 με 12% του συνολικού κόστους παραγωγής”. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τους μεγάλους κατασκευαστές, αλλά και για τις μικρές επιχειρήσεις. Μια έρευνα βρήκε ότι ένας στους δέκα ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων υποστηρίζει ότι “η ενέργεια είναι το σημαντικότερο κόστος, μεγαλύτερο από τους μισθούς και τις αμοιβές, τις πρώτες ύλες και τις προμήθειες κλπ. Ένα άλλο 25% υποστηρίζει ότι η ενέργεια είναι ένα από τα δύο ή τρία μεγαλύτερα επιχειρηματικά κόστη που επωμίζονται”.
Είναι με άλλα λόγια προς το συμφέρον των παραγωγών να κρατούν τα ενεργειακά τους κόστη χαμηλά. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι παγκόσμιες εκπομπές CO2 ανά παραχθέν δολάριο μειώθηκαν από τα 2,14 κιλά το 1960 στα 0,74 κιλά το 2014, ή 65%.
Το κίνητρο του κέρδους με άλλα λόγια μπορεί να προστεθεί στις τεχνολογικές βελτιώσεις των διαδικασιών παραγωγής ως ένας αποδεδειγμένος τρόπος μείωσης της κατανάλωσης καυσίμων ανά παραχθέν δολάριο και συνεπώς μείωσης της εκπομπής CO2. Και αυτή η διαδικασία θα γίνει ακόμη πιο εντυπωσιακή όταν το κόστος της ανανεώσιμης ενέργειας μειωθεί σε σχέση με λιγότερο φιλικές προς το περιβάλλον εναλλακτικές.
--
O Marian L. Tupy είναι ο υπεύθυνος έκδοσης του HumanProgress.org και αναλυτής πολιτικής στο Center for Global Liberty and Prosperity.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά την 1η Αυγούστου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.