Πώς οι χρηματοδοτικοί μηχανισμοί επιτρέπουν την κατάχρηση των κονδυλίων συνοχής της ΕΕ

Πώς οι χρηματοδοτικοί μηχανισμοί επιτρέπουν την κατάχρηση των κονδυλίων συνοχής της ΕΕ

Της Serena Clarke

Η Πολιτική Συνοχής της ΕΕ αποτελεί σχεδόν το ένα τρίτο του τρέχοντος επταετούς προϋπολογισμού. Είναι όμως συζητήσιμο το αν τα προγράμματα συνοχής έχουν αποδώσει αποτελέσματα στην κατεύθυνση της σύγκλισης και της ανάπτυξης, δεδομένου του ότι η κατανομή των κονδυλίων βασίζεται κυρίως σε διακυβερνητικές επιλογές.

Σήμερα, με τη χρήση της “Φόρμουλας του Βερολίνου”, οι λιγότερο αναπτυγμένες αγροτικές περιοχές με κατά κεφαλήν εισόδημα λιγότερο από το 75% του μέσου όρου της ΕΕ είναι οι μεγαλύτεροι καθαροί παραλήπτες. Δεν εκπλήσσει συνεπώς το γεγονός ότι κατά την περίοδο 2014-2020 η Πολωνία λαμβάνει περίπου 77,6 δις ευρώ. Ακόμη, 21,9 δις πήγαν στην πολύ μικρότερη Ουγγαρία. Κάποιοι μπορεί να υποστηρίξουν ότι αυτή η πρακτική ενίσχυσε την οικονομική σύγκλιση εντός της ΕΕ, με προγράμματα όπως το “η Πολωνία εντάσσεται στην κοινωνία των γιγαμπίτ”, που επέτρεψε σε όλα τα σχολεία της χώρας να συνδέονται στο υπεργρήγορο διαδίκτυο.

Οι υποστηρικτές όμως ενός μικρότερου Προϋπολογισμού Συνοχής διαμαρτύρονται ότι τα κονδύλια χρησιμοποιούνται αναποτελεσματικά. Παραθέτουν παραδείγματα όπως το υπουργείο παιδείας της Σλοβακίας, όπου τα πανεπιστήμια έλαβαν ελάχιστο μέρος από τα 300 εκατομμύρια ευρώ που χορηγήθηκαν από την ΕΕ για επενδύσεις στην έρευνα. Ακόμη περισσότερο, η έλλειψη διαφάνειας που χαρακτηρίζει τη μεθοδολογία της κατανομής μπορεί να επιτρέψει την οργάνωση απάτης σε επίπεδο κράτους από πολιτικούς φορείς. Η περίπτωση της Ρουμανίας παρέχει ενδείξεις μιας τέτοιας εξέλιξης, καθώς ο ισχυρότερος πολιτικός της χώρας, Liviu Dragnea, καλείται σε έρευνα μετά την κατηγορία του Ευρωπαϊκού Γραφείου Καταπολέμησης της Απάτης (European Anti-Fraud Office - OLAF) ότι 21 εκατομμύρια ευρώ καταβλήθηκαν στο πλαίσιο απατών σε Ρουμάνους αξιωματούχους κατά την περίοδο 2001-2012.

Υπάρχουν στοιχεία ότι αυτή η διαφθορά αυξάνει τη δυσαρέσκεια των πολιτών έναντι της ΕΕ, καθώς και υπονομεύει την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι ένοχοι δεν είναι μόνο τα νεότερα μέλη της Ένωσης. Φορείς σε πιο αναπτυγμένα κράτη-μέλη, όπως το ακροδεξιό γαλλικό κόμμα Εθνικό Μέτωπο, έχουν επίσης κατηγορηθεί στο παρελθόν ότι χρησιμοποίησαν χρήματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για να πληρώσουν στελέχη τους στο εθνικό επίπεδο. Αυτό με τη σειρά του εγείρει το ερώτημα αν τα ευρωπαϊκά κονδύλια όντως αποδίδουν θετικά αποτελέσματα στην ενίσχυση της ανάπτυξης, εφόσον υπάρχουν ευκαιρίες να χρησιμοποιηθούν για προσωπικό όφελος.

Για την καταπολέμηση αυτής της κατάχρησης των χρημάτων των Ευρωπαίων φορολογούμενων και της μη τήρησης των κανόνων από τα κράτη-μέλη, ευρωπαϊκοί δημόσιοι θεσμοί μεταξύ των οποίων και το Γραφείο Καταπολέμησης της Απάτης και η Ομάδα Κρατών του Συμβουλίου της Ευρώπης εναντίον της Διαφθοράς (Council of Europe's Group of States against Corruption - GRECO) αναλαμβάνουν ενεργή δράση. Ωστόσο μπορούν να γίνουν ακόμη περισσότερα.

Η Επιτροπή ανακοίνωσε πρόσφατα σχέδια που προτείνουν την ενίσχυση της σύνδεσης των ευρωπαϊκών κονδυλίων με δομικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό θα επιτρέψει στην ΕΕ να επιβάλλει κυρώσεις στον προϋπολογισμό σε χώρες που απομακρύνονται από τον πυρήνα των αξιών της Ένωσης. Αυτή η απόφαση λαμβάνεται αφού κατηγορήθηκαν κράτη στην Ανατολική Ευρώπη ότι παραβίασαν την νομοκρατία σε ότι αφορά την ευρωπαϊκή πολιτική. Αυτό αφορά τρεις διαδικασίες παραβίασης που ήδη ανοίγουν εναντίον της Πολωνίας, με το ανώτατο δικαστήριο της ΕΕ να αποφασίζει την Τρίτη ότι η μείωση της ηλικίας αφυπηρέτησης των Πολωνών δικαστών παραβίασε τον ευρωπαϊκό νόμο.

Η απόσυρση όμως προηγουμένων κονδυλίων συνοχής συνεπάγεται τον μεγάλο κίνδυνο να επιφέρει αντίστροφα πολιτικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, ο εκπρόσωπος τύπου της ουγγρικής κυβέρνησης Zoltan Kovacs υποστήριξε ότι η σύνδεση των ευρωπαϊκών κονδυλίων με πολιτικούς όρους θα πρέπει να αναγνωριστεί ως μια μορφή “πολιτικού εκβιασμού”. Υποστήριξε ότι αν μια χώρα δεν ευθυγραμμίζεται με την ατζέντα της ΕΕ, τότε η ανάπτυξή της απειλείται από την Επιτροπή. Ο Υπουργός Εξωτερικών της Πολωνίας συμφώνησε, προσθέτοντας ότι η ΕΕ θα πρέπει να εστιάσει στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και όχι να αξιοποιεί αυτή την κατάχρηση των κονδυλίων ως μια ευκαιρία να “επιβεβαιώσει το κύρος της” μέσω κυρώσεων προϋπολογισμού. Δεδομένων αυτών των δηλώσεων, ίσως η αλλαγή στην κατανομή των ευρωπαϊκών κονδυλίων συνοχής να είναι μια πιο αξιόπιστη μέθοδος αντιμετώπισης της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και άλλων εύθραυστων δημοκρατιών απ' ό,τι η απειλή της χρηματοδότησής τους.

Εφόσον η ΕΕ διαθέτει τα κατάλληλα εργαλεία και επαρκή πολιτική βούληση για την αντιμετώπιση της διαφθοράς, υπάρχουν πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις που μπορεί να πάρει για να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα των κονδυλίων συνοχής.

Πρώτον, η Επιτροπή μπορεί να στοχεύσει στη βελτίωση της διαφάνειας σε ολόκληρο το σύστημα και να υιοθετήσει μια πολύ πιο ενεργή προσέγγιση στην κατανομή των κονδυλίων, αντί να βασίζεται στις εθνικές κυβερνήσεις που υπόκεινται μόνο σε ασθενή επιτήρηση. Χρησιμοποιώντας αυτό το σύστημα, οι αξιωματούχοι της ΕΕ μπορούν να εντοπίσουν πού έχουν ήδη υπάρξει κατηγορίες για παραβιάσεις ή εντοπισμένη απάτη, όπως το 2014, όταν η OLAF εντόπισε “πιθανή διαφθορά” στην κατασκευή μιάς σιδηροδρομικής γραμμής στην Ουγγαρία και πρότεινε η Επιτροπή να επανακτήσει 228 εκατομμύρια ευρώ από κονδύλια που καταχράστηκαν. Από αυτό το σημείο, η Επιτροπή μπορεί να βελτιώσει τη στρατηγική της μέσω “βοηθούμενης διαχείρισης” τοποθετώντας για παράδειγμα Ευρωπαίους εμπειρογνώμονες σε εθνικούς φορείς για να εργαστούν δίπλα στους τοπικούς ενδιαφερόμενους και πολίτες.

Εναλλακτικά, η ΕΕ μπορεί να αλλάξει εντελώς την προσέγγισή της έναντι της χρηματοδότησης. Αυτό θα συνεπάγεται μια αλλαγή προς μια πιο συγκεντρωτική διαδικασία, με άμεσες επενδύσεις να πηγαίνουν σε ιδιωτικές εταιρίες και πανεπιστήμια και όχι στις τοπικές αρχές που κατανέμουν τα κονδύλια εμμέσως (πρακτική που σήμερα αφορά σχεδόν το 80% του προϋπολογισμού της ΕΕ). Αυτό θα εμπόδιζε τα επενδεδυμένα συμφέροντα των κρατικών κρατικών αξιωματούχων να αποκτήσουν θέση προτεραιότητας. Με μια μείωση της γραφειοκρατίας για τις τοπικές επιχειρήσεις, αυτό θα ενθάρρυνε επίσης την ανάπτυξη μικρότερων κλάδων της οικονομίας, αντί για απλώς εμπορικές επιχειρήσεις που προσφέρουν υποστήριξη στους πολιτικούς.

Τέλος, υπάρχει βεβαίως η επιλογή να μειωθεί δραματικά η αναποτελεσματική και βλαβερή επένδυση από τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Παραδείγματα αφορούν σχέδια όπως αυτό των πολωνικών “αεροδρομίων-φαντασμάτων” ύψους 125 εκατομμυρίων ευρώ που έκτοτε δυσκολεύονται να προσελκύσουν επιβάτες και αεροπορικές εταιρίες.

Αυτές οι εναλλακτικές αποδεικνύουν ότι μέσω καλύτερης στόχευσης της υποστήριξης, είναι εφικτό να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα των κονδυλίων συνοχής, χωρίς την επιβολή ενός αυταρχικού σχήματος κυρώσεων.

Συνολικά, ενώ είναι αναπόφευκτο να υπάρχει ένας βαθμός σπατάλης και αποτυχίας στα κρατικά προγράμματα, είναι επίσης σαφές ότι η κακοδιαχείριση έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου τα ευρωπαϊκά κονδύλια απλώς δεν επιτελούν τους αρχικούς τους σκοπούς. Αυτό δεν οφείλεται στην ανεπάρκεια των κονδυλίων, αλλά στο πολιτικό περιβάλλον εντός του οποίου αυτά κατανέμονται, γεγονός που επηρεάζει την αποτελεσματικότητά τους.

Ο κύριος σκοπός της μεταρρύθμισης συνεπώς δεν θα πρέπει να είναι η τιμωρία των κοινωνιών στα εκάστοτε κράτη-μέλη, αλλά η διόρθωση και η αντικατάσταση των διαχειριστικών αρχών ώστε να αποτρέπεται αποτελεσματικά η κατάχρηση των κονδυλίων. Για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων στον προϋπολογισμό της Επιτροπής για την περίοδο 2020-2027, μπορούν να υιοθετηθούν πιο βιώσιμες μέθοδοι διαφάνειας, καθώς και άμεσες επενδύσεις προκειμένου να ενθαρρυνθεί ο ανταγωνισμός της ελεύθερης αγοράς και η ανάπτυξη μέσω των κλάδων της οικονομίας.

--
*H Serena Clarke είναι συνεργάτιδα του δικτύου Epicenter.

** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 14 Νοεμβρίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.