Του Ben Johnson
Το αθάνατο δοκίμιο του Leonard Reed “Εγώ, το Μολύβι” έχει πείσει περισσότερους ανθρώπους για τα θαύματα της ελεύθερης αγοράς, απ' ό,τι πιθανότατα κάθε άλλο συγκρίσιμο έργο - τόσους μάλιστα πολλούς που πρόσφατα το BBC δημοσίευσε ένα άρθρο όπου του επιτίθεται. Όποιος όμως διαβάσει και τα δύο κείμενα, θα συμπεράνει ότι το μολύβι του Ρηντ έχει πιο γερή μύτη.
Και μόνο το γεγονός ότι το άρθρο του Ρηντ μπορεί ακόμη να προκαλεί κριτικές 60 χρόνια μετά την εμφάνισή του στο τεύχος του Δεκεμβρίου 1958 του περιοδικού The Freeman του FEE, αποτελεί τεκμήριο της σημασίας του. Ένα τόσο ισχυρό και πειστικό δοκίμιο πρέπει να καταστραφεί.
Η απάντηση του BBC
Κι εδώ εμφανίζεται το BBC που δημοσίευσε ένα άρθρο του Tim Harford που ρωτά “Μήπως υποτιμήσαμε το ταπεινό μολύβι;” (Have we all underrated the humble pencil?). Σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται να είναι ένα πληροφοριακό άρθρο τύπου Reader's Digest για τα μολύβια μέχρι που, 14 παραγράφους μετά, αναφέρεται στο δοκίμιο του Ρηντ.
Αφού αποκαλεί το μολύβι του Ρηντ “φωνακλάδικο και κάπως μελοδραματικό”, ο Χάρφορντ σε μεγάλο βαθμό αγνοεί το επιχείρημα του δοκιμίου. Ο Ρηντ επισημαίνει το παράδοξο πως κανείς στην αλυσίδα παραγωγής δεν γνωρίζει όλα όσα συνεπάγεται η δημιουργία ενός μολυβιού, κι όμως η συνεισφορά του καθενός έχει ως αποτέλεσμα μια πράξη δημιουργίας.
Αντί γι' αυτό ο Χάρφορντ αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου του στην κριτική μιας φράσης που διατυπώθηκε από τον Μίλτον Φρίντμαν στην τηλεοπτική του σειρά Free to Choose, η οποία εισήγαγε μια νέα γενιά ανθρώπων στο δοκίμιο του Ρηντ. Ο Φρίντμαν επισημαίνει ότι το μολύβι δημιουργήθηκε “από τη μαγεία του συστήματος των τιμών”.
Έτσι, ο Χάρφορντ διατυπώνει τρία επιχειρήματα εναντίον του αχυρανθρώπου ότι ο Ρηντ ή ο Φρίντμαν ήταν αναρχικοί - και υπέρ της ιδέας ότι το κράτος είναι ο βασικός μοχλός της καινοτομίας. Ο Χάρφορντ συμπεραίνει:
“Στην πραγματικότητα λοιπόν το μολύβι είναι το προϊόν ενός ακατάστατου οικονομικού συστήματος στο οποίο το κράτος παίζει ρόλο και οι εταιρικές ιεραρχίες απομονώνουν πολλούς εργαζόμενους από τα 'μαγικά του συστήματος των τιμών' του Φρίντμαν.
Ο Ρηντ μπορεί να έχει δίκιο ότι μια εντελώς ελεύθερη αγορά μπορεί να είναι καλύτερη, αλλά το μολύβι του δεν αποδεικνύει τον ισχυρισμό του”.
Η απάντηση του BBC διατυπώνει τρεις ενστάσεις οι οποίες πέφτουν όλες σε παρόμοια σφάλματα.
Επιχειρήσεις εναντίον ελεύθερης αγοράς;
Το πιο αδύναμο επιχείρημα του Χάρφορντ ισχυρίζεται ότι η ύπαρξη εταιριών με κάποιον τρόπο ακυρώνει την ιδέα της προσφοράς και της ζήτησης. “Το φλύαρο μολύβι του Λέοναρτ Ρηντ κατασκευάστηκε από την εταιρεία Eberhard Faber - μέρος σήμερα της Newell Rubbermaid - και, όπως σε κάθε μεγάλη εταιρία, οι υπάλληλοί της ανταποκρίνονται σε οδηγίες από το αφεντικό, και όχι στις τιμές της αγοράς” γράφει.
Το BBC συγχέει τις εγγύς με τις τελικές αιτίες. Οι εργαζόμενοι όντως ανταποκρίνονται άμεσα στις οδηγίες των αφεντικών τους. Αυτά τα αφεντικά αναφέρονται σε άλλα αφεντικά, τα οποία αναφέρονται σε έναν διευθύνοντα σύμβουλο, ο οποίος αναφέρεται σε ένα εταιρικό συμβούλιο. Αν όμως αυτά τα στρώματα διοίκησης δεν ανταποκρίνονται εντέλει στις τιμές της αγοράς, θα αναγκαστούν όλοι τους να αναφερθούν σε κάποια διαφορετική θέση εργασίας.
Τα σήματα των τιμών είναι πληροφορία που κατευθύνει τους εργαζόμενους ως προς το πώς να δημιουργήσουν, να διαχειριστούν και να πουλήσουν με τον καλύτερο τρόπο τα προϊόντα τους για να έχουν τη μέγιστη δυνατή επιτυχία. Βεβαίως, κάποιος πρέπει να διαβάσει τα δεδομένα και να αποφασίσει το πώς θα ανταποκριθεί σ' αυτά. Η απάντηση του Χάρφορντ θα μπορούσε να λειτουργήσει ως επιχείρημα υπέρ των μισθών των διευθυνόντων συμβούλων. Όμως ο Φρίντμαν εύστοχα εντοπίζει τη μαγεία στη μηχανή.
Η γέφυρα που δεν οδηγεί πουθενά
Ο Χάρφορντ διατυπώνει ένα δεύτερο επιχείρημα, που φαίνεται να αντιπαρατίθεται στο κείμενο του Ρηντ:
“Ο οικονομολόγος John Quiggin εγείρει μια διαφορετική ένσταση. Ενώ το μολύβι του Ρηντ υπογραμμίζει την ιστορία του στα δάση και τα βαγόνια του τρένου, τόσο τα δάση όσο και τα βαγόνια συνήθως ανήκουν σε κράτη και τα διαχειρίζονται κράτη”.
Όντως, και δυστυχώς. Οι κρατικές πολιτικές, οι οποίες επηρεάζονται από ακτιβιστές του περιβάλλοντος προκαλούν κάθε χρόνο πυρκαγιές στα δάση, και η κρατική ρύθμιση των σιδηροδρόμων ήταν μια από τις πιο διαβόητες μορφές διαπλοκής του κράτους και των κλεπτοκρατών βαρόνων.
Αυτό το επιχείρημα είναι επίσης κάπως ταχυδακτυλουργικό. Ο Χάρφορντ παραβλέπει το επιχείρημα του Ρηντ για τη διαφορά της αποτελεσματικότητας των δημόσιων και των ιδιωτικών μεταφορών, το οποίο βρίσκεται αμέσως πριν από ένα άλλο απόσπασμα που ο ίδιος παραθέτει. Ο Ρηντ επεσήμανε ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις μεταφέρουν “πετρέλαιο από τον Περσικό Κόλπο στις ανατολικές μας ακτές - διασχίζοντας τον μισό πλανήτη - για λιγότερα χρήματα απ' όσα χρεώνει το κράτος για τη μεταφορά μιας επιστολής λίγων γραμμαρίων στην άλλη άκρη του δρόμου!”. Για τους σκοπούς αυτού του άρθρου, μολονότι δεν είναι αναγκαίο το κράτος να επιτελεί αυτή τη λειτουργία, η κατασκευή δρόμων είναι μία από τις αριθμημένες εξουσίες που εκχωρούνται στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση από το Σύνταγμα των ΗΠΑ.
Η απάντηση αυτή δεν εξέπληξε τον Φρίντμαν, ο οποίος στο ίδιο δίλεπτο απόσπασμα επεσήμανε ότι οι επιχειρηματίες μεταφέρουν τα λαστιχόδεντρα που απαιτούνται για την κατασκευή της γόμας του μολυβιού από τη Νότια Αμερική στη Μαλαισία “με τη βοήθεια της βρετανικής κυβέρνησης”. Πιθανότατα ο Φρίντμαν συνειδητοποιούσε ότι έκανε αυτή τη δήλωση στη δημόσια τηλεόραση.
Κατ' ουσίαν, το άρθρο του BBC απηχεί τη περίφημη ομιλία του Μπαράκ Ομπάμα “δεν το έχτισες εσύ αυτό” (you didn't build that). Και πάσχει από τα ίδια λογικά σφάλματα.
Τα σήματα των τιμών
Αυτό το επιχείρημα συγχέει τα αναγκαία και τα επαρκή αίτια. Η ικανότητα να μεταφέρει κανείς ένα προϊόν από το εργοστάσιο στο ράφι του καταστήματος είναι μια αναγκαία προϋπόθεση για την πώλησή του -και συνεπώς, για τη μαζική του παραγωγή- αλλά δεν επαρκεί.
Αν οι δρόμοι δημιουργούσαν επιχειρήσεις, τότε δεν θα υπήρχε ούτε ένα κομμάτι ασφάλτου στη χώρα που να μην είναι γεμάτο με καταστήματα ή γραφεία. Οι δρόμοι διευκολύνουν το εμπόριο, δεν το προκαλούν αναγκαστικά. Αν το κράτος φέρει την ευθύνη για όλο το εμπόριο που κυλά στους δρόμους του, τότε το ομοσπονδιακό κράτος πέρασε λαθραία όλα τα ναρκωτικά πλην των 167.000 κιλών που σταμάτησαν στα νόμιμα σημεία εισόδου πέρσι. Και τα Ταχυδρομεία των ΗΠΑ μετέφεραν παράνομα όλα τα ναρκωτικά πλην των 17.000 κιλών που κατασχέθηκαν στα ταχυδρομεία το 2017. Πρόκειται ξεκάθαρα για μια εις άτοπον απαγωγή, είτε μιλάμε για ναρκωτικές ουσίες, είτε για μολύβια αριθμού 2.
Η δημιουργική διαδικασία ξεκινά όταν ένας επιχειρηματίας αντιλαμβάνεται μια υφέρπουσα ανάγκη για κάποιο προϊόν ή υπηρεσία, η οποία επιβεβαιώνεται από την πρόθεση κάποιου να πληρώσει γι' αυτό. Μπορεί κανείς να το ονομάσει αυτό -για να κατασκευάσουμε μια φράση- “μαγεία του συστήματος τιμών”.
Ακόμη, όπως δεν υπάρχει κάποιος τσάρος των μολυβιών που να κατευθύνει την κατασκευή μολυβιών, έτσι δεν υπάρχει και κάποιος τσάρος των μεταφορών που να λέει στην εταιρία αν θα μεταφέρει το φορτίο της μέσω φορτηγού, σιδηροδρόμου, πλοίου, drone ή ιδιώτη ταχυδρόμου. Η εταιρία επιλέγει τη μέθοδο αποστολής που ταιριάζει καλύτερα στις ανάγκες της βασιζόμενη στα σήματα των τιμών.
Πατέντες: φίλος ή εχθρός;
Τέλος, το άρθρο του BBC εγείρει το ζήτημα της πνευματικής ιδιοκτησίας. Όταν ο πόλεμος διέκοψε τη δυνατότητα της Γαλλίας να εισάγει βρετανικό γραφίτη, ο Nicolas-Jacques Conte επινόησε μια νέα σύνθεση για το μολύβι, για την οποία απέκτησε ευρεσιτεχνία. Αυτό, υποστηρίζει ο Χάρφορντ, θα πρέπει να μας κάνει “να αμφισβητήσουμε το αν το μολύβι του Ρηντ έχει δίκιο να είναι τόσο παθιασμένα περήφανο για την καταγωγή του από τις ελεύθερες αγορές. Θα αφιέρωνε τόση προσπάθεια ο κ. Κοντέ στα πειράματά του χωρίς την προοπτική μιας ευρεσιτεχνίας που υποστηρίζεται από το κράτος;”.
Οι φιλελεύθεροι εδώ και έναν αιώνα διαφωνούν μεταξύ τους ως προς το ζήτημα της πνευματικής ιδιοκτησίας. Ο Μάρεϊ Ρόθμπαρντ διαφωνούσε με τις πατέντες (τις οποίες όριζε ως ένα διά βίου κρατικό μονοπώλιο) αλλά υποστήριζε τα δικαιώματα αντιγραφής (τα οποία πίστευε ότι μπορούν να ενταχθούν στο δίκαιο των συμβάσεων). Ο Lysander Spooner έγραφε όμως ότι “το δικαίωμα της ιδιοκτησίας στον πνευματικό πλούτο” είναι μια συνεπαγωγή των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, και η άρνησή του ισοδυναμεί με μια μορφή κομμουνισμού. Και η Άυν Ραντ υποστήριζε ότι οι πατέντες αναγνωρίζουν “τον κομβικό ρόλο της διανοητικής προσπάθειας στην παραγωγή των υλικών αξιών”. Οι στοχαστές που σχετίζονται με το Acton Institute έχουν καταλήξει σε διαφορετικά μεταξύ τους συμπεράσματα ως προς την αποτελεσματικότητα και τη χρησιμότητα των δικαιωμάτων στην πνευματική ιδιοκτησία.
Αντί οι ενστάσεις του BBC να επιλύουν αυτό το ζήτημα, μπορούν οι ίδιες να επιλυθούν αν εξετάσουμε δύο εσφαλμένα επιχειρήματα του άρθρου του Χάρφορντ.
Το πρώτο είναι πως ο δευτερεύων ρόλος του κράτους να παρέχει δρόμους ή πατέντες είναι βασικός μοχλός της δημιουργικότητας. Η ανάγκη και όχι οι υποδομές είναι η μητέρα της επινόησης. Οι επινοητικοί άνθρωποι πάντα θα εφευρίσκουν και θα κατασκευάζουν πράγματα για να βελτιώνουν τη ζωή τους. Ο σεβασμός του κράτους έναντι των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων απλώς καθορίζει το αν θα παράγουν και θα πωλούν μαζικά ώστε και άλλοι άνθρωποι να επωφεληθούν από τις ανακαλύψεις τους.
Η δεύτερη εσφαλμένη υπόθεση είναι πως όλοι όσοι υπερασπίζονται την ελεύθερη αγορά είναι αναρχικοί. Η θεώρηση του Λοκ για την εύτακτη ελευθερία αποδίδει στο κράτος την ευθύνη της υπεράσπισης του δικαιώματος στη ζωή, την ελευθερία και την ιδιοκτησία - μια θέση που ο Λέοναρντ Ρηντ και ο Μίλτον Φρίντμαν συμβαίνει να συμμερίζονταν. Ο Ρήντ έγραψε στο λιγότερο γνωστό έργο του Κράτος - Μια ιδεατή έννοια (Government—An Ideal Concept), ότι το κράτος θα πρέπει να περιορίζεται στην “προστασία της ζωής και της ιδιοκτησίας όλων των πολιτών εξίσου, και να επικαλείται μια κοινή για όλους δικαιοσύνη υπό τον νόμο”. Ο Φρίντμαν πίστευε ότι το κράτος έχει τρεις πρωταρχικές λειτουργίες: να “παρέχει την στρατιωτική άμυνα της χώρας”, να “επιβάλλει τα συμβόλαια μεταξύ των ατόμων” και να “προστατεύει τους πολιτικές από εγκλήματα εναντίον του εαυτού τους ή της περιουσίας τους”.
Το επιχείρημα του “Εγώ, το μολύβι” συμπυκνώθηκε με τον καλύτερο τρόπο από τον διάδοχο του Ρηντ στο τιμόνι του FEE, τον Lawrence W. Reed. “Κανείς από τους Ροβεσπιέρους του κόσμου μας δεν ήξερε πώς να φτιάξει ένα μολύβι, κι όμως όλοι τους ήθελαν να ανακατασκευάσουν ολόκληρες κοινωνίες”, έγραφε. Οι φιλόδοξοι γραφειοκράτες, πρόθυμοι να επιβάλουν την άγνοιά τους επί των οικονομικών ή της πολιτικής, δεν διαθέτουν την πληροφορία και τη δημιουργικότητα που παράγεται αυθόρμητα από τους ελεύθερους ανθρώπους. “Αφήστε όλες τις δημιουργικές δυνάμεις ανεμπόδιστες” έγραφε ο Λέοναρντ Ρηντ. “Επιτρέψτε την ελεύθερη ροή αυτής της δημιουργικής τεχνογνωσίας”.
Το δοκίμιο του Ρηντ δεν είναι ένα σημείωμα υπέρ της αναρχίας. Το “Εγώ, το μολύβι” είναι μια έκκληση ταπεινότητας μεταξύ των κεντρικών σχεδιαστών της οικονομίας που χρειάζονται απεγνωσμένα οι ουτοπιστές μαστροχαλαστές της εποχής μας και κάθε εποχής.
Όλα αυτά αφήνουν τον Χάρφορντ χωρίς επιχειρήματα.
Ευτυχώς, τα μολύβια έχουν γόμες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο Acton Institute.
--
Ο αιδεσιμότατος Ben Johnson είναι αρθρογράφος στο Acton Institute. Το έργο του εστιάζει στις αναγκαίες αρχές για τη δημιουργία μιας ελεύθερης και ενάρετης κοινωνίας στη διατλαντική σφαίρα (ΗΠΑ, Καναδάς και Ευρώπη).
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 11 Ιουλίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.