Του Tim Worstall
Ο ειδικός εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών για θέματα ακραίας φτώχειας Philip Alston έρχεται σύντομα στο Ηνωμένο Βασίλειο για να πει σε όλους μας πόσο άσχημα φερόμαστε στους λιγότερο προνομιούχους στην κοινωνία μας.
Έχει ένα ιστορικό σ' αυτά τα θέματα, όπως καταδεικνύει η έκθεσή του με θέμα τη φτώχεια στις ΗΠΑ. Στην αρχική του έκθεση, προσπάθησε να μετρήσει τη φτώχεια χωρίς να λάβει υπόψη του όλα όσα κάνει η αμερικανική κυβέρνηση για να τη μειώσει, προσέγγιση που πραγματικά ήταν λάθος. Στη δεύτερη του προσπάθεια έκανε ένα διαφορετικό λάθος - δεν επεχείρησε καν να μετρήσει τη φτώχεια, μέτρησε την ανισότητα.
Η ανισότητα έχει χωρίς αμφιβολία ενδιαφέρον, αλλά είναι σημαντικό να μη συγχέονται οι δύο έννοιες. Η ανισότητα δεν είναι φτώχεια και η φτώχεια δεν είναι ανισότητα.
Ας αρχίσουμε να ορίζουμε τα πράγματα
Στο σημείο αυτό θα ήταν ίσως καλύτερο να επισημάνουμε τι είναι η φτώχεια. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η Παγκόσμια Τράπεζα ορίζει την απόλυτη φτώχεια ως το να ζει κανείς με λιγότερα από 1,90 δολάρια την ημέρα. Αυτό δεν αφορά εισόδημα σε μετρητά, αλλά την αξία όλης της κατανάλωσης που περιλαμβάνει στέγαση, την ιατρική φροντίδα που δεν δέχεται κανείς, και τη σύνταξη που δεν θα ζήσει να εισπράξει. Και όλα αυτά σε τιμές ΗΠΑ - φανταστείτε να χρειάζεται να αγοράσετε ολόκληρη τη ζωή σας στα Walmart με 1,90 δολάρια το άτομο την ημέρα.
Αυτού του είδους η φτώχεια δεν υπάρχει στο σημερινό Ηνωμένο Βασίλειο. Και αυτή που το επεσήμανε αυτό ήδη από το 1959 είναι η Barbara Castle. Έχουμε κατακτήσει τις αδήριτες ανάγκες και επιθυμίες μας. Δεν υπάρχει πλέον καμία, πέρα από τους σοβαρούς εθισμού ή τα προβλήματα ψυχικής υγείας που δεν μένουν χωρίς αντιμετώπιση, σ' αυτό το επίπεδο εισοδήματος ή διαβίωσης.
Αυτό για το οποίο όλοι μιλούν σήμερα είναι η σχετική φτώχεια, το να ζει κανείς με λιγότερα από 60% του διάμεσου εισοδήματος νοικοκυριού (προσαρμοσμένο ως προς το μέγεθος του νοικοκυριού). Αυτό όμως μετρά την ανισότητα και όχι τη φτώχεια. Παρά αυτό το μάλλον προφανές πρόβλημα, αυτό το μέτρο χρησιμοποιεί ο εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών. Και αναγκαστικά, εφόσον υπάρχει πλέον τόσο λίγη πραγματική ακραία φτώχεια να ερευνήσει. Ο δείκτης όμως που επέλεξε ο κ. Alston δεν θα μας διαφωτίσει ως προς το αν οι συνθήκες διαβίωσης βελτιώνονται ή όχι.
Η απόλυτη φτώχεια εξαφανίστηκε και η «απόλυτη» φτώχεια υποδιπλασιάστηκε
Έχουμε επίσης μια εκδοχή-παρωδία για τη μέτρηση της απόλυτης φτώχειας στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου παίρνουμε αυτό το 60% του διάμεσου εισοδήματος, αλλά το σταθεροποιούμε σε ένα συγκεκριμένο έτος και βλέπουμε στη συνέχεια πώς ζουν οι άνθρωποι ανά τις δεκαετίες σε σχέση με αυτό το σταθεροποιημένο εισόδημα.
Αυτού του είδους η «απόλυτη» φτώχεια έχει υποδιπλασιαστεί μέσα στις δύο τελευταίες δεκαετίες. Αυτό σημαίνει ότι οι συνθήκες διαβίωσης τουλάχιστον των μισών από τους φτωχότερους Βρετανούς έχουν βελτιωθεί ουσιαστικά - κι αυτό δεν είναι κάτι που ακούμε συχνά.
Αντίθετα, ακούμε ότι η αύξηση των τραπεζών τροφίμων καταδεικνύει πως αυξάνεται η φτώχεια, ενώ η αλήθεια είναι πως οι τράπεζες τροφίμων ανακουφίζουν τη φτώχεια - όσο περισσότερες είναι οι τράπεζες τροφίμων, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανακούφιση της φτώχειας, πράγμα που είναι και ο σκοπός τους. Το θεμελιώδες πρόβλημα που οδηγεί τους ανθρώπους σε τράπεζες τροφίμων είναι η ανικανότητα της κυβέρνησης να καταβάλει επιδόματα αποτελεσματικά, ένα όχι καινούργιο πρόβλημα όπως γνωρίζει οποιοσδήποτε έχει συναλλαχθεί με παλαιότερες εκδοχές του κράτους πρόνοιας.
Όπως καταδεικνύει ο κατάλογος του Guardian, ο κλάδος της φτώχειας συντονίζεται για να μας πει πόσο απαίσια είναι όλα. Ένα τέτοιο ρεπορτάζ μας λέει ότι «ζει με 93,35 λίρες το δεκαπενθήμερα σε πληρωμές καθολικής πίστωσης και αφού πληρώσει το ηλεκτρικό και το φυσικό αέριο, τα καύσιμα για το τροποποιημένο του αυτοκίνητο, την ευρυζωνική σύνδεση στο διαδίκτυο, την άδεια της τηλεόρασης και το βρεφικό γάλα για τον μικρότερο γιο του, μένει με 10,50 λίρες για δύο εβδομάδες».
Αυτό βεβαίως δεν είναι αλήθεια. Κάποιος, κάπου πληρώνει το νοίκι. Και εφόσον έχει τουλάχιστον δύο παιδιά, θα πρέπει να λαμβάνει τουλάχιστον άλλες 70 λίρες το δεκαπενθήμερο από επιδόματα τέκνου που δεν συμπεριλαμβάνονται στην καθολική πίστωση.
Η φτωχή διαβίωση δεν ισοδυναμεί με απόλυτη φτώχεια
Ας αναλογιστούμε όμως τι περιγράφεται εδώ ως φτώχεια. Ενώ αυτός ο κύριος προφανώς δεν ζει πλουσιοπάροχα, διαθέτει στέγη, με το αυτοκίνητο, την πρόσβαση στο διαδίκτυο, την στέγαση και το μαγείρεμα να είναι καλυμμένα, με περίπου 80 λίρες την εβδομάδα για το άλλο μεγάλο του έξοδο, το φαγητό. Ο μέσος προϋπολογισμός για τρόφιμα για ένα βρετανικό νοικοκυριό είναι 55 λίρες την εβδομάδα. Εντάξει, εδώ πέφτει κάπως έξω, αλλά αυτό δεν είναι καν φτώχεια, πόσο μάλλον ακραία φτώχεια.
Ακόμη μάλιστα κι αν απλώς πάρουμε αυτή την πληρωμή της καθολικής πίστωσης και δεν συμπεριλάβουμε όλα τα άλλα πράγματα που του καταβάλλονται (το νοίκι, τις υπηρεσίες υγείας, τις συνταξιοδοτικές εισφορές, την εκπαίδευση των παιδιών του, και ούτω καθεξής), ο άνθρωπος αυτός έχει ένα εισόδημα που τον κατατάσσει μεταξύ του ανώτερου 30% παγκοσμίως, ακόμη και αφού το προσαρμόσουμε στις τιμές του Ηνωμένου Βασιλείου.
Μάλιστα, επικοινώνησα με τον Alston για την έκθεσή του για τις ΗΠΑ όταν αυτή δημοσιεύθηκε, επισημαίνοντάς του πολλά από τα παραπάνω επιχειρήματα.
Η απάντησή του ήταν πως «δεν υπάρχει σαφής συναίνεση ως προς το ποιον δείκτη να χρησιμοποιούμε» για να μετράμε τη φτώχεια. Σ' αυτό θα μπορούσε κανείς να απαντήσει πως, αν όντως ισχύει, τότε θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και να αποφεύγουμε σαρωτικές διακηρύξεις ως προς τη φτώχεια στην εκάστοτε χώρα.
Ή, θα μπορούσε κανείς να επισημάνει πως η ανισότητα - που αλλού είναι μεγαλύτερη και αλλού μικρότερη - διαφέρει όντως κατά πολύ από την φτώχεια, και σε πολλές περιπτώσεις τα δύο δεν σχετίζονται σχεδόν καθόλου. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει σχεδόν καθόλου φτώχεια. Είναι αλήθεια τόσο δύσκολο να το καταλάβει αυτό κανείς;
--
Ο Tim Worstall είναι στέλεχος του Adam Smith Institute στο Λονδίνο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 31 Αυγούστου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ «Μάρκος Δραγούμης».