Τρία κοινά θετικά στοιχεία παρουσίασαν ταυτόχρονα Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς με τα αποτελέσματα στο εννεάμηνο φέτος προκαλώντας το ενδιαφέρον των αναλυτών, πέραν των ιδιαίτερων στοιχείων που ασφαλώς έχει κάθε τράπεζα ξεχωριστά με βάση τα χαρτοφυλάκιά της και την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της. Εύλογο είναι ότι αν τα στοιχεία αυτά λιγότερο ή περισσότερο γενικευτούν και από τις άλλες ελληνικές τράπεζες και αντέξουν στην πορεία του χρόνου, το 2024 και το 2025 ακόμα, μπορεί να αποδειχθούν πολύ ενδιαφέρουσες χρονιές.
Το κοινά αυτά στοιχεία είναι τα εξής:
Πρώτον, παρατηρείται μία κατηγορία δανείων που έχουν κατηγοριοποιηθεί στα κόκκινα δάνεια και από τις δύο τράπεζες και παρουσιάζουν ενδείξεις «θεραπείας», με άλλα λόγια εξυπηρετούνται έστω και με καθυστέρηση που είναι μικρότερη των 90 ημερών. Η Alpha έγραψε έσοδο 36 εκατ. ευρώ από θεραπευμένα δάνεια και εξοφλήσεις τους στο τρίτο τρίμηνο. Η Τράπεζα Πειραιώς έγραψε έσοδο 25 εκατ. ευρώ στο τρίτο τρίμηνο.
Επίσης, η Alpha παρουσίασε 220 εκατ. ευρώ θεραπευμένα δάνεια έναντι 170 εκατ. ευρώ νέων κόκκινων δανείων. Η Πειραιώς αν και είχε να αντιμετωπίσει την ειδική περίπτωση συγκεκριμένου δανείου, ωστόσο διατήρησε σταθερά το σύνολο των κόκκινων δανείων στα 2 δισ. ευρώ, ισοφαρίζοντας τα περίπου 100 εκατ. ευρώ νέων κόκκινων δανείων με θεραπευμένα δάνεια επίσης περίπου 100 εκατ. ευρώ.
Είναι σαφές ότι η προσπάθεια για καλύτερες ρυθμίσεις ταλαιπωρημένων δανείων που έχει προωθήσει η κυβέρνηση αποδίδει. Συμβαίνει μάλιστα σε μία περίοδο με αυξημένα επιτόκια, η οποία γενικά δεν βοηθάει τους δανειολήπτες. Άρα θα πρέπει να αξιοποιηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι δυνατότητες που δίνει ο νέος νόμος που έρχεται. Το μέτρο με το πάγωμα των επιτοκίων καθώς και οι ρυθμίσεις για ευάλωτους έχουν ήδη βοηθήσει.
Η εικόνα μπορεί να ενισχυθεί περαιτέρω με τις ρυθμίσεις που φέρνει ο νέος νόμος της κυβέρνησης, εφόσον μάλιστα δεν αυξηθούν κι άλλο τα επιτόκια της ΕΚΤ με το Euribor τριμήνου με εξαίρεση μία και μόνον ημέρα να μένει κάτω από το 3,98%, από τις 25 Σεπτεμβρίου.
Δεύτερο στοιχείο που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους επενδυτές και τις πωλήσεις των μεριδίων του ΤΧΣ είναι η «αντοχή» στις καταθέσεις και των δύο τραπεζών όσον αφορά το κόστος των καταθέσεων αυτών. Εδώ απαντώνται αρκετές πιθανότητες να επαναληφθεί το φαινόμενο των Alpha Bank και Πειραιώς και στις άλλες τράπεζες.
Σημαντικό ρόλο στο θέμα αυτό, θα παίξει το ερχόμενο τρίμηνο και η εκτίμηση κατά πόσον κορύφωσε η ΕΚΤ με τις αυξήσεις επιτοκίων. Ωστόσο, παρατηρείται μεγαλύτερη του αναμενομένου βραδύτητα στην μετακίνηση κεφαλαίων σε καταθέσεις προθεσμίας που έχουν αυξημένο κόστος για τις τράπεζες.
Τρίτο στοιχείο, είναι ότι τα margin των τραπεζών παραμένουν στα υψηλότερα της Ευρώπης και οι τράπεζες επωφελούνται από αυτό ακόμα. Θα μειωθούν ή θα μείνουν στα υψηλά τους γεννώντας σταθερά υψηλά έσοδα, είναι το μεγάλο ερώτημα των ξένων επενδυτών για τις τράπεζες.
Η εκτίμηση που έκαναν οι διοικήσεις και στις δύο τράπεζες, ήταν ότι τα περιθώρια θα παραμείνουν υψηλά, μαζί με τα επιτόκια για ικανό διάστημα. Η Πειραιώς ειδικότερα, κάνει μία πρώτη εκτίμηση για καθαρό επιτοκιακό περιθώριο NIM πάνω από 2% και κοντά στο 2,5% το 2024. Αλλά αυτό μπορεί να σταθεροποιήσει επίσης τα έσοδα από τόκους (NII). Το σενάριο μείωσης των τόκων είναι πιθανό να μην υλοποιηθεί πριν το 2025.
Φαίνεται λοιπόν ότι τα έσοδα μπορεί να παραμείνουν υψηλά για ικανό διάστημα, αν τα margin δεν υποχωρήσουν πολύ, κυρίως με τη βοήθεια από το σκέλος των καταθέσεων και το μικρό κόστος που έχουν για τις τράπεζες. Σε συνδυασμό με τα έσοδα από ομόλογα και άλλες πηγές και με μία συντηρητική πιστωτική επέκταση που μπορεί να επιτευχθεί χάρη στα επενδυτικά κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, το μελλοντικό στοίχημα των τραπεζών να συνεχίσουν να φέρνουν μεγάλα κέρδη στα επόμενα χρόνια αρχίζει και διαφαίνεται στον ορίζοντα.
Θα χρειαστεί η δημιουργικότητα και οι λεπτοί χειρισμοί των διοικήσεων, αλλά οι ελληνικές τράπεζες έχουν με το μέρος τους, το γεγονός ότι ουσιαστικά έχουν πάρει το «χτύπημα» όχι μόνο των κόκκινων δανείων, αλλά κι αυτό των εξοφλήσεων υγιών δανείων που ήταν υπερβολικά μεγάλες σε πολύ σύντομο διάστημα. Αυτό μπορεί αν σημαίνει ότι οι εξοφλήσεις θα είναι στη συνέχεια πολύ λιγότερες και το κέρδος από πιστωτική επέκταση θα καταγραφεί, σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό στα επιτόκια που αναμένεται να αρχίσει να κάνει την εμφάνισή του.