Εισέρχεται πλέον στην τελευταία φάση της, η διαδικασία της αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από τη μετοχική βάση των συστημικών τραπεζών. Όπως θυμόμαστε το ΤΧΣ βρέθηκε σαν μέτοχος στις τράπεζες έχοντας συμμετάσχει στις διαδοχικές αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου στα πλαίσια των αναγκαστικών ανακεφαλαιοποιήσεων, που απαιτήθηκαν για τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος.
Το ΤΧΣ που είχε ιδρυθεί το 2010 σαν νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, έχει ενισχύσει τις τράπεζες με το συνολικό ποσό των €46 δισ. σαν μέρος του προγράμματος οικονομικής στήριξης της Ελλάδας από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, θωρακίζοντας το τραπεζικό σύστημα και τις καταθέσεις την περίοδο της κρίσης Δημοσίου Χρέους της χώρας μας. Και μέχρι σήμερα έχει συμβάλλει στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της επαρκούς μόχλευσης για την υποστήριξη της πραγματικής οικονομίας.
Παράλληλα το ΤΧΣ συμμετείχε και στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς και της Alpha Bank, που πραγματοποιήθηκαν το 2021. Η συμμετοχή αυτή είχε στρατηγικό και αναπτυξιακό χαρακτήρα και όχι χαρακτήρα «διάσωσης».
Σήμερα μετά από τις ανακεφαλαιοποιήσεις και τις πρόσφατες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας κατέχει το 40,39% των μετοχών της Εθνικής Τράπεζας, το 27% των μετοχών της Τράπεζας Πειραιώς, το 9% των μετοχών της Alpha Bank και το 1,4% των μετοχών της Eurobank.
Η συνολική αξία του χαρτοφυλακίου του ΤΧΣ από τη συμμετοχή του στις συστημικές τράπεζες ανέρχεται στα €3,8 δισ., η οποία κατανέμεται €2,5 δισ. στην Εθνική Τράπεζα, €970 εκατ. στην Τράπεζα Πειραιώς, €280 εκατ. στην Alpha Bank και €77 εκατ. στην Eurobank. Δηλαδή το ΤΧΣ θα εισπράξει αν όλα ακολουθήσουν την προδιαγεγραμμένη πορεία ένα μικρό ποσοστό από τα αρχικά καταβληθέντα κεφάλαια. Στο ποσό των €3,8 δισ. που είναι η τρέχουσα αποτίμηση του χαρτοφυλακίου του ΤΧΣ θα πρέπει να συναθροιστούν και το €1,3 δισ. που το ΤΧΣ προβλέπει πως θα ανακτήσει από 12 άλλες τράπεζες που δεν λειτουργούν αλλά βρίσκονται ακόμα σε καθεστώς εκκαθάρισης.
Κατά καιρούς, έχουν εμφανιστεί πληροφορίες σχετικές με την εκδήλωση αγοραστικού ενδιαφέροντος για τα προς πώληση «πακέτα μετοχών» του ΤΧΣ από το εξωτερικό. Έχουν αναφερθεί επενδυτές, όπως είναι η Reggeborgh Invest του Χένρι Χόλτερμαν, το Public Investment Fund (PIF) του Βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας, το ΙΟΝ Group, το Helikon Fund και άλλοι.
Παράλληλα με τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, στη χώρα μας δραστηριοποιούνται με αξιώσεις και δυο άλλες τράπεζες. Η Τράπεζα Αττικής που μεταλλάσσεται αφήνοντας πίσω το «ένοχο» παρελθόν της με τη συμμετοχή του επενδυτικού σχήματος της Thrivest Holding, την αναμενόμενη συγχώνευση της με την Παγκρήτια Τράπεζα και την ενσωμάτωση του δικτύου καταστημάτων και δραστηριοτήτων της HSBC. Και η Optima Bank η οποία το επόμενο χρονικό διάστημα θα περάσει τις πύλες του Χρηματιστηρίου Αθηνών.
Έτσι φαίνεται πως υπάρχει μια κινητικότητα στον τραπεζικό κλάδο στη χώρα μας. Όμως από αυτήν την κινητικότητα, απουσιάζει παντελώς μια αμερικανική ή ευρωπαϊκή τράπεζα που να επενδύει στρατηγικά στη χώρα μας. Έχουν έρθει funds που επενδύουν σε τραπεζικές μετοχές. Έχει έρθει η JP Morgan που έχει εξαγοράσει το 48,5% της Viva Wallet. Έχουν έρθει μεγάλα ονόματα της επενδυτικής τραπεζικής, που επικεντρώνονται σε δραστηριότητες διαχείρισης περιουσίας (wealth management) εύπορων εγχώριων επενδυτών στις αγορές του εξωτερικού. Όμως απουσιάζει μια ξένη τράπεζα που να επενδύσει στο χώρο της επιχειρηματικής τραπεζικής, στο χώρο της επενδυτικής τραπεζικής και στο χώρο της λιανικής τραπεζικής.
Ειδικά σε μια περίοδο που η Ελλάδα αναπτύσσεται με ρυθμούς υψηλότερους από την υπόλοιπη Ευρώπη, που μετατρέπεται σε ένα ενεργειακό κόμβο, που λαμβάνει μια αναβαθμισμένη θέση στη νέα παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, που βιώνει μια πρωτοφανή άνοδο του real estate και των ξενοδοχειακών επενδύσεων και που ξετυλίγει τεράστια έργα υποδομών.
Και όλα αυτά συμβαίνουν σε ένα περιβάλλον που διαθέτει σημαντικούς διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Και είναι γνωστό ότι οι πόροι αυτοί εκ προοιμίου θα πρέπει να συνοδεύονται από αυξημένες τραπεζικές πιστώσεις και ιδιωτικά κεφάλαια.
Γιατί όμως δεν έρχεται ούτε μια ξένη τράπεζα στην Ελλάδα;
Μια απάντηση θα ήταν πως το μικρό μέγεθος της ελληνικής οικονομίας δεν θα μπορούσε να καταστήσει την δραστηριοποίηση μιας ξένης τράπεζας, κερδοφόρα.
Μια άλλη απάντηση θα ήταν πως η Ελλάδα δεν έχει περάσει ακόμα στο «investment grade» με τη σφραγίδα της Moody’s, της Fitch, ή της S&P Ratings.
Μια άλλη απάντηση θα ήταν πως το εγχώριο επιχειρηματικό περιβάλλον παρουσιάζει στρεβλώσεις και δέχεται κρατικές παρεμβάσεις που αλλάζουν συχνά τους «κανόνες του παιχνιδιού». Κάτι που εμποδίζει τα τραπεζικά επιχειρηματικά σχέδια, που απαιτούν σταθερότητα και εμφανίζουν δυσανεξία απέναντι σε εκπλήξεις. Διότι δεν μπορεί να καταστρώνει τα σχέδια της μια τράπεζα, όταν δεν γνωρίζει τι θα αποφασίσει η πολιτεία για τον χειρισμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, για τους πλειστηριασμούς και τα υπόλοιπα ένδικα μέσα, καθώς και για την προστασία των διοικήσεων και των μετόχων των επιχειρήσεων που κοκκινίζουν τα δάνεια τους.
Βέβαια υπάρχει και μια απάντηση που είναι ακόμα πιο δυσάρεστη. Πως δηλαδή δεν είμαστε αυτό, που νομίζουμε ό, τι είμαστε. Και δεν είναι τυχαίο πως ακόμα και μετά τις βελτιώσεις και αλλαγές που έχουν ολοκληρωθεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, το ελληνικό ρυθμιστικό περιβάλλον στην τραπεζική πίστη, τα εργασιακά και την επιχειρηματικότητα κατατάσσεται στην 93η θέση, ανάμεσα στις 165 χώρες που μελετά το καναδικό Ινστιτούτο Fraser και δημοσιοποίησε το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών. Και στην ίδια έκθεση που αφορά το 2021, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 158η θέση όσον αφορά το μέγεθος του κράτους. Δηλαδή στην 8η χειρότερη θέση παγκοσμίως.
Ας μην γελιόμαστε. Πρέπει να γίνουν πολλά για να γίνει η Ελλάδα μια κανονική χώρα και με κανονική οικονομία, ώστε να προσελκύσει σοβαρούς ξένους τραπεζίτες που να πιστέψουν στο ελληνικό success story και στο αναπτυξιακό επενδυτικό μέλλον της χώρας.