«Η απόφαση να αφήσουμε τα επιτόκια αμετάβλητα δεν σημαίνει ότι δεν θα τα αυξήσουμε ποτέ ξανά,» τόνισε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ την Πέμπτη. Ήταν η πρώτη φορά εδώ και ένα χρόνο που η ΕΚΤ δεν επέλεξε αύξηση των επιτοκίων.
Μετά την τελευταία κίνηση τον προηγούμενο μήνα να ανεβάσει το καταθετικό της επιτόκιο στο 4%, το επιτελείο της προτίμησε να περιμένει να δει αν ο κύκλος νομισματικής σύσφιξης θα καταφέρει να εξουδετερώσει τον πληθωρισμό. Η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που συνεδρίασε στην Αθήνα ήταν αναμενόμενη από τις αγορές.
Το σκεπτικό των αξιωματούχων της ΕΚΤ είναι ότι η διατήρηση του κόστους δανεισμού σε υψηλά επίπεδα για παρατεταμένο διάστημα θα συμβάλει στην επιστροφή του πληθωρισμού στο στόχο του 2% που έχει θέσει.
Όπως και οι άλλες κεντρικές τράπεζες στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, η ΕΚΤ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο πρόσθετων αυξήσεων στα επιτόκια σε περίπτωση που ο πληθωρισμός επιμείνει. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία στους επενδυτικούς κύκλους ότι το κόστος δανεισμού έχει κορυφωθεί μετά από 10 απανωτές αυξήσεις επιτοκίων από τον Ιούλιο του 2022. Από κάτω από 0, το παρεμβατικό της επιτόκιο έχει αυξηθεί στο 4%.
Η ΕΚΤ δεν προϊδέασε για σημαντική μεταβολή πολιτικής που θα μπορούσε να αναστατώσει τις αγορές τώρα που αντιμετωπίζουν ρίσκα από την άνοδο των τιμών πετρελαίου, τη σύρραξη στη Μέση Ανατολή και τη νομισματική σύσφιξη. Ήταν ανακούφιση για τις αγορές μετά την άνοδο των ομολογιακών αποδόσεων των τελευταίων εβδομάδων, ιδίως στις ΗΠΑ.
Η ΕΚΤ δεν άνοιξε τη συζήτηση για αλλαγές στο πρόγραμμα αγορών ομολόγων που είναι το εργαλείο της για να στηρίζει τα χρεόγραφα των πιο ευάλωτων χωρών-μελών του ευρώ, όπως της Ιταλίας, που έχουν βρεθεί υπό πίεση πρόσφατα.
Η νομισματική αρχή της ευρωζώνης επανέλαβε ότι θα συνεχίσει να επανεπενδύει τα έσοδα από τις λήξεις ομολόγων που διακρατεί στo πλαίσιo του προγράμματος ΡΕΡΡ των 1,7 τρισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2024.
Η πρόεδρος Λαγκάρντ είχε μία αποστολή να εκτελέσει και σίγουρα δεν ήθελε να προκαλέσει αναστάτωση στις αγορές στην τρέχουσα συγκυρία. Οι τιμές των ομολόγων σημείωσαν άνοδο και οι αποδόσεις τους υποχώρησαν με οδηγό τα ιταλικά ομόλογα, ενώ η ισοτιμία του ευρώ κράτησε το επίπεδο του $1,053.
Η διαφορά απόδοσης ανάμεσα στα ιταλικά και τα γερμανικά ομόλογα έπεσε κάτω από τις 200 μονάδες βάσης, επίπεδο που είχε υπερβεί για πρώτη φορά εδώ και μήνες τον Σεπτέμβριο μετά τη διεύρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος στην Ιταλία.
Η απόφαση της ΕΚΤ στη συνεδρίαση της Πέμπτης ήταν μια από σειρά συνεδριάσεων άλλων κεντρικών τραπεζών. Μια ημέρα νωρίτερα η κεντρική τράπεζα του Καναδά άφησε επίσης τα επιτόκια αμετάβλητα για δεύτερη συνεχή φορά, ενώ παράλληλα αφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο περαιτέρω σύσφιξης. Την επόμενη εβδομάδα θα συνεδριάσει η Fed στις ΗΠΑ και η Τράπεζα της Αγγλίας. Και οι δύο αναμένεται να επιλέξουν παύση πυρός και να διατηρήσουν τα επιτόκια ως έχουν.
Μετά την τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο το επιτελείο της έχει δει τον πληθωρισμό να επιβραδύνεται περισσότερο απ' ό,τι προβλέπονταν. Ο πληθωρισμός μπορεί να πέσει στο 3% αυτόν το μήνα που θα είναι χαμηλό διετίας, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις οικονομολόγων.
Ενώ η άνοδος των επιτοκίων ευνοεί τις τράπεζες της ευρωζώνης, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας των 20 χωρών-μελών του ευρώ στο τρίτο τρίμηνο, στοιχείο που θα ανακοινωθεί την εβδομάδα που έρχεται αναμένεται να είναι οριακά θετικός. Η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, είναι η μεγαλύτερη ανησυχία της ΕΚΤ καθώς ενδέχεται να εισέλθει σε ύφεση για δεύτερη φορά σε ένα χρόνο.