Η υπερκάλυψη της προσφοράς των μετοχών της Τράπεζας Πειραιώς που ανήκαν στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) ξεπέρασε και τα πιο αισιόδοξα σενάρια. Έτσι το ΤΧΣ αποφάσισε να διαθέσει το σύνολο του ποσοστού του που ανέρχεται στο 27%, από το 22% που ήταν ο στόχος του αρχικού σχεδιασμού.
Για τους παροικούντες της Χρηματιστηριακής Ιερουσαλήμ το γεγονός της σημαντικής υπερκάλυψης δεν ξάφνιασε κανέναν. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Φεβρουαρίου η ζήτηση για μετοχές της Τράπεζας Πειραιώς είχε αποτυπωθεί μέσω του πρωτοφανούς όγκου συναλλαγών, που έφτασαν σε αξία τα 300 εκατ. ευρώ, αφού μέσα στο ταμπλό «άλλαξαν χέρια» περίπου το 6% των μετοχών της τράπεζας.
Δικαιολογείται αυτή η υπερβολική ζήτηση για μετοχές της Τράπεζας Πειραιώς; Τι είναι αυτό που πυροδότησε το έντονο ενδιαφέρον από την πλευρά των ξένων θεσμικών επενδυτών;
Κατά πρώτον τα βελτιωμένα οικονομικά μεγέθη των λογιστικών καταστάσεων της Τράπεζας και κατά δεύτερον οι θετικές εκθέσεις των διεθνών χρηματιστηριακών και επενδυτικών οίκων, που έχουν δώσει ισχυρό αγοραστικό σήμα “buy” με τιμές-στόχους που είναι άκρως δελεαστικοί για τους επενδυτές.
Με βάση τις προβλέψεις της η Τράπεζα Πειραιώς θα εμφανίσει καθαρά κέρδη ύψους 788 εκατ. το 2023, 900 εκατ. ευρώ το 2024, 1 δισ. ευρώ το 2025 και 1 δισ. ευρώ το 2026. Από αυτά τα καθαρά κέρδη, εφόσον ληφθούν οι απαραίτητες εγκρίσεις από τις εποπτικές αρχές, θα διανεμηθούν μερίσματα που θα ανέρχονται στο 10% των κερδών για το 2023, στο 25% περίπου στο 2024, στο 50% περίπου στο 2025 και στο 50% περίπου στο 2026. Συνολικά μέχρι το 2026 η διοίκηση της Τράπεζας σκοπεύει να διανείμει αθροιστικά μερίσματα ύψους έως και 1,3 δισ. ευρώ. Με την αποτίμηση της τράπεζας να βρίσκεται σήμερα στα 5,3 δισ. ευρώ.
Το χαρτοφυλάκιο των υγειών - εξυπηρετούμενων δανείων θα αυξηθεί από 30,1 δισ. ευρώ το 2023, σε 31,5 δισ. ευρώ το 2024, σε 33,5 δισ. ευρώ το 2025 και σε 35,5 δισ. ευρώ το 2026. Παράλληλα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα έχουν υποχωρήσει μέχρι το 2026 στα 1,2 δισ. ευρώ, δηλαδή στο 2,5%. Παράλληλα στην οικονομική χρήση του 2026, ο δείκτης ιδίων κεφαλαίων CET1, θα έχει αυξηθεί στο 15% από 13,3% που είναι σήμερα.
Σύμφωνα δε με δημοσιεύματα που δεν έχουν διαψευσθεί, η Τράπεζα Πειραιώς αναμένεται σύντομα να λειτουργήσει μία νέα ανεξάρτητη ψηφιακή τράπεζα, η οποία θα διαθέτει τη δική της ξεχωριστή τραπεζική άδεια.
Η πορεία της τράπεζας έτσι όπως περιγράφεται στις εκτιμήσεις της διοίκησης, οδήγησε σε αναβαθμίσεις από την πλευρά σημαντικών αμερικανικών επενδυτικών οίκων. Η Μorgan Stanley θέτει ως τιμή–στόχο τα 4,58 ευρώ, η JP Morgan τα 5 ευρώ, η Goldman Sachs τα 4,70 ευρώ και η Jefferies τα 4,45 ευρώ.
Οι ευρωπαϊκοί οίκοι Deutsche Bank και Mediobanca δίνουν τιμές-στόχους χαμηλότερους της τρέχουσας τιμής των 4,2 ευρώ, στα 3,95 ευρώ και στα 3,65 ευρώ, αντιστοίχως. Ταυτόχρονα οι ελληνικοί επενδυτικοί οίκοι Axia και Optima Bank, δίνουν τιμή-στόχο τα 5 ευρώ.
Το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών δεν εστιάζεται μόνο στη μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς. Είχε επικεντρωθεί και στις προηγούμενες μεγάλες αποεπενδύσεις του ΤΧΣ από την Εθνική Τράπεζα και την Alpha Bank. H στρατηγική είσοδος της UniCredit στην Alpha Bank και η επιτυχημένη διάθεση του πρώτου πακέτου μετοχών της Εθνικής Τράπεζας από το ΤΧΣ, είχαν αποτελέσει ένα εξαιρετικό δείγμα γραφής του ενδιαφέροντος για τραπεζικούς μετοχικούς τίτλους από το εξωτερικό.
Το συγκεκριμένο ενδιαφέρον δεν είναι συγκυριακό. Η Fitch Ratings στην έκθεση «Western European Banks Outlook 2024», έχει προβεί σε ειδική ονομαστική μνεία στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Ενώ λοιπόν στην έκθεση της, αναφέρει ότι το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης θα κινηθεί μέσα στο 2024 στα ίδια επίπεδα με το 2023 και εξ αυτού του λόγου, το αξιολογεί με «neutral» ή «stable», δηλαδή με ουδέτερη σύσταση, η Fitch Ratings αναβαθμίζει την εκτίμηση της για τις ελληνικές συστημικές τράπεζες, βελτιώνοντας τη σύσταση της, από «stable» σε «positive». Δηλαδή από «σταθερή» σε «θετική».
Ποιο είναι το βασικό χαρακτηριστικό που προσφέρει ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα στις ελληνικές τράπεζες; Το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία διαθέτει τη θεμελιώδη κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης από το 2019, με εξαιρετικά ικανοποιητικούς ρυθμούς, χωρίς ωστόσο να στηρίζεται ακόμα στην πιστωτική επέκταση.
Οπότε η αύξηση της συμμετοχής των τραπεζών στην πραγματική οικονομία μέσα στο 2024, αλλά και σε βάθος χρόνου, δεν αποτελεί μια απλή υπόθεση εργασίας σε μια χρηματιστηριακή ανάλυση, αλλά την απόλυτη αναγκαιότητα. Η αναμενόμενη πιστωτική επέκταση θα έρθει να διασκεδάσει και τις όποιες ανησυχίες, από την πιθανή μείωση των επιτοκίων που θα δυνητικά μειώσει με τη σειρά της τα περιθώρια των εσόδων από τόκους.
Και όλα αυτά συμβαίνουν στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ενώ δεν έχουν κάνει ακόμα την εμφάνιση τους στο ταμπλό σαν αγοραστές, οι μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι του εξωτερικού που αναμένουν να λάβουν το πράσινο φως από τη σφραγίδα της «επενδυτικής βαθμίδας» που θα δώσει ο σημαντικότερος και πιο παρεμβατικός οίκος αξιολόγησης Moody’s. Και οι συγκεκριμένοι οίκοι θα τοποθετηθούν ως «passive funds» δηλαδή ως παθητικοί επενδυτές, σε επενδυτικά προϊόντα που ακολουθούν βασικούς δείκτες, όπως είναι ο FTSE και ο MSCI. Δείκτες, που όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι τραπεζοβαρείς.