Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δείχνει πιο συγκρατημένες διαθέσεις στο μέτωπο των επιτοκίων και αυτή τη φορά τα άσχημα νέα δεν έρχονται από την Ελλάδα, την Ιταλία ή τους συνήθεις ύποπτους στον Νότο της Ευρωζώνης. Έρχονται από το μεγαλύτερο μέλος και ατμομηχανή της οικονομίας της, τη Γερμανία.
Η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, βάλλεται από την εξασθένιση των εμπορικών συναλλαγών με την Κίνα, την κοιλιά που παρατηρείται στη βιομηχανία και τον κατασκευαστικό κλάδο αλλά και από υπαρξιακά ερωτήματα για το παραγωγικό της μοντέλο που βασιζόταν σε φθηνή ενέργεια από τη Ρωσία.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Γερμανία επηρεάζουν την ανάπτυξη στην ευρύτερη οικονομία της ευρωζώνης με κίνδυνο να την ωθήσουν σε ύφεση αντί στην «ομαλή προσγείωση» που σχεδίαζε η ΕΚΤ και ελπίζει να πετύχει στις ΗΠΑ η Fed.
Το αποτέλεσμα είναι ότι έχει αλλάξει το αφήγημα της ΕΚΤ. Ενώ μέχρι πρότινος απέκλειε μια παύση στον κύκλο επιτοκιακών αυξήσεων, τώρα αφήνει το ενδεχόμενο ανοιχτό, ακόμη και τον επόμενο μήνα.
Η αγορά εκτιμά ότι η νομισματική αρχή της ευρωζώνης μπορεί να χρειαστεί να αντιστρέψει μέρος των αυξήσεων νωρίτερα, όπως συνέβη και το 2011 όταν η κρίση χρέους που ξέσπασε στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Κύπρο και την Ισπανία συνοδεύτηκε από ευρεία ύφεση.
Σε αντίθεση με τότε, αντί για τον Νότο της ευρωζώνης σήμερα βρίσκεται η Γερμανία στο επίκεντρο του προβλήματος, οδηγώντας αρκετούς σχολιαστές να τη χαρακτηρίζουν ως τον «άρρωστο της Ευρώπης».
Μερικά από τα σημερινά προβλήματα της Γερμανίας πηγάζουν από τη Ρωσία στην οποία εξαρτιόταν για το ένα τρίτο των ενεργειακών της αναγκών. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έβαλε τέλος στις φτηνές εισαγωγές. Αλλά προβλήματα όπως η υπερβολική εξάρτηση της γερμανικής οικονομίας στις εξαγωγές και η έλλειψη εργατικών χεριών έχουν να κάνουν με δικές της πολιτικές.
Χωρίς αποφασιστικές κινήσεις από την κυβέρνηση η Γερμανία πιθανότατα θα μείνει στον πάτο της κατάταξης στην ευρωζώνη με βάση τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, εκτιμούν οι οικονομολόγοι της Commerzbank.
Μερικές από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Γερμανία μπορούν να αποδοθούν στη σφιχτή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ.
Η Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα μέσω της αύξησης των επιτοκίων επιβράδυνε την οικονομική δραστηριότητα προσπαθώντας να ελέγξει τον πληθωρισμό που πέρυσι έφτασε διψήφιο νούμερο και να τον επαναφέρει στον στόχο του 2%.
Το υψηλότερο κόστος δανεισμού όμως πλήττει τη βιομηχανία που χρειάζεται επενδύσεις. Καμία άλλη χώρα στη ζώνη του ευρώ δεν έχει μεγαλύτερο βιομηχανικό κλάδο από αυτόν της Γερμανίας.
«Η ΕΚΤ έκανε λάθος στο να τονίζει υπερβολικά την πορεία του υποκείμενου πληθωρισμού. Το ρίσκο είναι ότι μπορεί να το τ παράκανε ήδη με τις επιτοκιακές αυξήσεις», εκτιμούν οι αναλυτές της ING Research.
Το πρώτο σημάδι ότι η ΕΚΤ άλλαξε το αφήγημα της ήλθε πριν δύο εβδομάδες, εκπλήσσοντας τις αγορές. Μετά το μήνυμα της προέδρου Christine Lagarde τον Ιούνιο ότι η ΕΚΤ ούτε καν σκέφτεται μια παύση στον κύκλο των αυξήσεων, στην τελευταία συνέντευξη τύπου δήλωσε ότι δεν θεωρεί ότι έχει ακόμη δρόμο να καλύψει η ΕΚΤ.
Μερικές ημέρες αργότερα ο Fabio Panetta, μέλος του συμβουλίου της ΕΚΤ, τασσόταν υπέρ της διατήρησης των επιτοκίων στα τρέχοντα επίπεδα αντί νέων αυξήσεων.
Το πιθανότερο είναι ότι θα υπάρξει παύση στις αυξήσεις επιτοκίων τον Σεπτέμβριο που θα συνοδευτεί και από την επιλογή να συνεχιστούν αργότερα αν χρειαστεί όπως και δέσμευση ότι θα διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα για κάποιο διάστημα ακόμη. Οι αγορές όμως αμφιβάλουν και τιμολογούν σημαντικές μειώσεις επιτοκίων στο δεύτερο εξάμηνο του 2024.