Η αποχώρηση των ευρωπαϊκών τραπεζών από τη Μόσχα εισέρχεται στο τελικό της στάδιο, με την ΕΚΤ να «σφίγγει τα λουριά» στα τελευταία σημαντικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που διατηρούν την παρουσία τους στη Ρωσία.
Όπως αναφέρει το Politico σε σημερινό δημοσίευμά του, πρόκειται για μια «πολύπλευρη, αν και άνισα εφαρμοζόμενη, στρατηγική απόσυρση των δυτικών κεφαλαίων και της δυτικής τεχνογνωσίας» από μια οικονομία που έχει κινητοποιηθεί για να υποστηρίξει την ευρείας κλίμακα εισβολή στην Ουκρανία.
Την περασμένη εβδομάδα, η αυστριακή Raiffeisen Bank International, η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή τράπεζα που εξακολουθεί να δραστηριοποιείται στη Ρωσία, δήλωσε ότι αναμένει να λάβει δεσμευτική απαίτηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να επιταχύνει τη μείωση των δραστηριοτήτων της εκεί, ενώ το Reuters ανέφερε ότι η Unicredit προετοιμάζεται να λάβει παρόμοια επιστολή. Και οι δύο τράπεζες αρνήθηκαν να σχολιάσουν σε ερώτημα του Politico.
Η ΕΚΤ ζητά από τη Raiffeisen να μειώσει, έως το 2026, τον ισολογισμό της κατά 65% από το επίπεδο που βρισκόταν στο τέλος του γ' τριμήνου του 2023 - όταν ήταν ήδη μειωμένο κατά το ήμισυ σε σχέση με το επίπεδο που βρισκόταν την ημέρα ξεκίνησε η στρατιωτική επίθεση της Μόσχας κατά του Κιέβου.
Παρομοίως, η ιταλική Unicredit έχει μειώσει την έκθεσή της στη Ρωσία κατά 90% ήδη από την εισβολή. Και η ING με έδρα την Ολλανδία, έχει επίσης μειώσει την έκθεσή της κατά τουλάχιστον 80% σε μόλις 1,3 δισ. ευρώ από τον Φεβρουάριο.
Η κίνηση της ΕΚΤ μπορεί να δυσκολέψει την ευρωπαϊκή βιομηχανία να συνεχίσει οποιαδήποτε δραστηριότητα στη Ρωσία, ωστόσο ο αντίκτυπος για τη Raiffeisen, με σχεδόν 10.000 υπαλλήλους σε ένα δίκτυο με πάνω από 120 υποκαταστήματα, είναι πολύ μεγάλος για την τράπεζα.
Η Raiffeisen επιχείρησε να αποχωρήσει ανταλλάσσοντας το μετοχικό κεφάλαιο της τοπικής θυγατρικής της με μια συμμετοχή στην κατασκευαστική εταιρεία Strabag, η οποία εδρεύει στην Αυστρία και επικεντρώνεται στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Ωστόσο, η συμφωνία έχει καθυστερήσει. Το μερίδιο κατείχε ο μεγιστάνας των μετάλλων Όλεγκ Ντεριπάσκα. Ωστόσο, μεταβιβάστηκε στα τέλη του περασμένου έτους σε μια νέα εταιρεία χαρτοφυλακίου, της οποίας οι τελικοί δικαιούχοι δεν είναι γνωστοί. Ως εκ τούτου, είναι δύσκολο να εξακριβωθεί ότι η συμφωνία δεν θα ωφελούσε κάποιον που βρίσκεται σήμερα υπό δυτικές κυρώσεις.
Η εντολή της ΕΚΤ σημαίνει ότι, μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα ζητήματα αυτά, «μπορεί να έχουν μείνει ελάχιστα προς πώληση», αναφέρει το Politico. Εν τω μεταξύ, το μέλλον της Strabag, όπως και κάθε ευρωπαϊκής εταιρείας στην οποία οι Ρώσοι είχαν συγκεντρώσει συμφέροντα πριν από τον πόλεμο, παραμένει αβέβαιο.
Νωρίτερα φέτος, η εκτελούσα χρέη βοηθού υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ Άννα Μόρις, υπεύθυνη για την επιβολή κυρώσεων, είχε προειδοποιήσει τη Raiffeisen ότι κινδύνευε να εκτεθεί στις νέες κυρώσεις που είχε λάβει η Υπηρεσία Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων το υπουργείου, στα τέλη του περασμένου έτους, προκειμένου να πιέσει περισσότερο τη Ρωσία.
Η τύχη της Raiffeisen έρχεται σε έντονη αντίθεση με εκείνη της Société Générale, η οποία μέσα σε τέσσερις μήνες από την εισβολή είχε συμφωνήσει να πουλήσει την τοπική της θυγατρική, τη Rosbank, στην εταιρεία Interros holding ενός άλλου μεγιστάνα των μετάλλων, του Βλαντίμιρ Ποτανίν. Η συμφωνία αυτή κατέστη πιο εύκολη καθώς η τράπεζα και ο Ποτανίν είχαν διοικήσει από κοινού τη Rosbank για χρόνια πριν από το 2022, ενώ η Raiffeisen είχε δημιουργήσει την επιχείρησή της από το μηδέν. Και σε αντίθεση με τον Ντεριπάσκα, ο Ποτανίν δεν βρισκόταν στον κατάλογο των κυρώσεων εκείνη την εποχή - αν και, μαζί με τη Rosbank, έχουν έκτοτε ενταχθεί.
Η κίνηση της ΕΚΤ «δεν ήρθε από το πουθενά»
Η ΕΚΤ αρνήθηκε να σχολιάσει, αλλά η Κλαούντια Μπουχ, η οποία ανέλαβε την προεδρία του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ στις αρχές του έτους, δήλωσε τον Μάρτιο: «Για τις τράπεζες που είναι ακόμη εκεί ... τους έχουμε επίσης δώσει σαφείς προσδοκίες σχετικά με το πώς αναμένουμε τη μείωση των δραστηριοτήτων και τις στρατηγικές εξόδου».
Επιστολές προς τους ευρωβουλευτές ήδη από τον περασμένο Ιούνιο δείχνουν ότι η εποπτική αρχή είχε ήδη επισημάνει ότι ανέμενε από τις τράπεζες να μειώσουν απότομα τις δραστηριότητές τους στη Ρωσία, προειδοποιώντας για «κινδύνους φήμης» για όσες δεν το έπρατταν.
Ο Νικολά Βερόν από το Ινστιτούτο Peterson σημείωσε ότι η κίνηση αυτή αντανακλά το γεγονός ότι μια παραμονή στη Ρωσία σε οποιαδήποτε μορφή πλέον «αποτελεί απειλή για το franchise μιας τράπεζας και την ακεραιότητα της διοίκησής της».
Πηγή που γνωρίζει την υπόθεση επιβεβαίωσε ότι η τελευταία κίνηση της ΕΚΤ «δεν ήρθε από το πουθενά». Πρόσθεσε ότι η κίνηση της Κεντρικής Τράπεζας δεν φαίνεται να σχετίζεται με τον ευρύτερο διάλογο που διεξάγεται μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ για το πώς θα στηρίξουν καλύτερα την Ουκρανία.
«Η ΕΚΤ θέλει απλώς να τελειώνει [με] το θέμα», δήλωσε.