Τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στον τραπεζικό τομέα των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (ΗΠΑ) και της Ευρώπης τις τελευταίες εβδομάδες έχουν δημιουργήσει ανησυχία για την πιθανότητα μίας ευρύτερη χρηματοπιστωτικής κρίσης. Εντός μόλις 15 ημερών, κατέρρευσαν και εξαγοράσθηκαν, με τη άμεση επέμβαση της Αμερικανικής κυβέρνησης και κεντρικής τράπεζας, δύο εκ των μεγαλύτερων τραπεζών στις ΗΠΑ - η Silicon Valley Bank (SVB) και η Signature Bank - με καταθέσεις 265 δισεκατομμυρίων δολαρίων και περιουσιακά στοιχεία 320 δισεκατομμυρίων δολαρίων αθροιστικά, ενώ και τρίτη τράπεζα - η First Republic Bank - βρέθηκε στα πρόθυρα κατάρρευσης και ενισχύθηκε με απευθείας ρευστότητα 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τις μεγαλύτερες Αμερικανικές τράπεζες.
Τα προβλήματα μεταφέρθηκαν και στην Ευρώπη (Ελβετία), με την οικονομική υποστήριξη από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Ελβετίας για την αποφυγή της κατάρρευσης, αλλά, εν τέλει, για την εξαγορά της τράπεζας Credit Suisse από την μεγαλύτερη Ελβετική τράπεζα (Union de Banques Suisses).
Λόγω, κυρίως, της σημαντικά αμεσότερης και δραστικότερης επέμβασης κυβερνήσεων και κρατικών τραπεζών σε σύγκριση με το 2008, αποφεύχθηκε, τουλάχιστον προς το παρόν, η περαιτέρω επέκταση της κρίσης. Ενδεικτικό είναι ότι, παρά το γεγονός ότι βασική αιτία των ανωτέρω προβλημάτων υπήρξε η υπερέκθεση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε κρατικά χρεόγραφα που απώλεσαν την αξία τους λόγω της εκθετικής αύξησης των επιτοκίων με σκοπό τον περιορισμό του αυξημένου πληθωρισμού που ακολούθησε την πολιτική χαμηλών επιτοκίων κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, και η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συνέχισαν την αύξηση των βασικών επιτοκίων τους δίχως να επηρεάζονται από τα ανωτέρω.
Όμως, υπάρχει ακόμη ανησυχία στις διεθνείς αγορές. Η Γερμανική Deutsche Bank, μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απώλεσε το 1/5 της αξίας της σε σχέση με τις αρχές Μαρτίου μετά τα ανωτέρω, λόγω ανασφάλειας για την οικονομική σταθερότητα της. Αντιστοίχως, και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Πρόεδρος Μπάιντεν, αναγνωρίζοντας μεν την αποτελεσματικότητα της επέμβασης της Αμερικανικής κυβέρνησης και κεντρικής τράπεζας, ανέφερε ότι έπεται και συνέχεια στα μέτρα της κυβέρνησης.
Μία από τις βασικότερες συνέπειες φαίνεται ότι θα είναι αλλαγή στη σχετική νομοθεσία των ΗΠΑ. Το 2018 υπήρξε (διακομματικά συμφωνημένη) νομοθετική χαλάρωση του ορίου αξίας των περιουσιακών στοιχείων για χαρακτηρισμό χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ως συστημικών με ενισχυμένη εποπτεία, από τουλάχιστον 50 δισεκατομμύρια δολάρια (όταν εισήχθη η νομοθεσία το 2009) σε τουλάχιστον 250 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ιδρύματα με περιουσιακά στοιχεία μεταξύ 100 και 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων δύνανται να υπαχθούν σε ενισχυμένη εποπτεία, δίχως αυτό να είναι υποχρεωτικό (εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των αρμοδίων κρατικών φορέων). Συνεπώς, με το προϊσχύον καθεστώς η SVB και η Signature Bank θα υπόκειντο σε αυξημένη εποπτεία, ενώ από το 2018 και έπειτα όχι.
Ήδη, προ ολίγων ημερών στις ΗΠΑ, εκπρόσωποι της κεντρικής τράπεζας, του Υπουργείου Οικονομικών, και του αντίστοιχου ταμείου εγγύησης καταθέσεων, κατέθεσαν στην αρμόδια Επιτροπή της Γερουσίας για τους λόγους αναποτελεσματικότητας της επιτήρησης των προβληματικών τραπεζών, ενώ και ο Λευκός Οίκος ανέλαβε πρωτοβουλίες για την αύξηση επιτήρησης τουλάχιστον χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με περιουσιακά στοιχεία μεταξύ 100 και 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Μένει να φανεί εάν η αλλαγή αυτή θα καταστεί δυνατή να αποτρέψει περαιτέρω επέκταση της κρίσης, βραχυπρόθεσμα, λειτουργώντας ‘πυροσβεστικά’ στην ανησυχία που κυριαρχεί στις διεθνείς αγορές, αλλά και μακροπρόθεσμα, ενισχύοντας την αποτελεσματικότητα της εποπτείας χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που είναι σε θέση να προκαλέσουν σοβαρές αναταραχές στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.
* Ο Δρ.Αλέξανδρος Κυριακίδης είναι μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Πανεπιστήμιο LUISS Guido Carli (Ιταλία)