Την αισιοδοξία της για το θέμα των αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων (DTAs) και πιστώσεων (DTCs), εκφράζει σε πρόσφατο report της η JP Morgan, λίγες ημέρες πριν το placement της Εθνικής Τράπεζας, το οποίο αναμένεται να επιταχυνθεί, με το βιβλίο προσφορών να ανοίξει, ενδεχομένως, από τις 30 Σεπτεμβρίου.
Οι αναλυτές της JP Morgan χαρακτηρίζουν τα DTAs και τα DTCs ως μια «κληρονομιά της κρίσης», η οποία και παραμένει. Όπως επισημαίνουν σχετικά στο report, «τα DTAs αντιπροσωπεύουν το 6% των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών και το ακόμα πιο κρίσιμο είναι ότι περίπου 15 δισ. ευρώ αναγνωρίζονται ως κεφάλαιο, σύμφωνα με τους κανόνες της Βασιλείας ΙΙΙ, αποτελώντας πάνω από το 70% των εποπτικών κεφαλαίων».
«Το γεγονός αυτό εγείρει βάσιμες ανησυχίες σχετικά με την ποιότητα των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών και κατά πόσον θα μπορούσε να επηρεάσει την ικανότητά τους να ανταποκριθούν στους ευρωπαϊκούς δείκτες πληρωμών τα επόμενα 2-3 χρόνια. Με τη συζήτηση να αναζωπυρώνεται, στοχεύουμε να αντιμετωπίσουμε τις συνήθεις παρανοήσεις σχετικά με τις DTA (και πιο συγκεκριμένα τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις ή DTC) και να εξηγήσουμε γιατί δεν τις βλέπουμε ως εμπόδιο για τη σταδιακή υψηλότερη διανομή κεφαλαίων από τις ελληνικές τράπεζες», επισημαίνει η JP Morgan.
Το ποσοστό 6% των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών που αποτελείται από DTAs είναι σημαντικά υψηλότερο από αυτό των άλλων τραπεζών της περιφέρειας που ανέρχεται σε 2%. Το βασικό μειονέκτημα των DTAs είναι ότι δεν παράγουν εισόδημα (δηλ. το 6% του ισολογισμού αποτελείται από περιουσιακά στοιχεία με 0% αποδοτικότητα ROA). Φέρουν επίσης υψηλό συντελεστή στάθμισης κινδύνου στον υπολογισμό των εποπτικών κεφαλαίων, που κυμαίνεται από 100% έως 250%, αντιπροσωπεύοντας το 14% των σταθμισμένων με το ρίσκο περιουσιακών στοιχείων (RWAs).
Ωστόσο, όπως αναφέρει η JP Morgan, τα DTAs των ελληνικών τραπεζών δεν αποτελούν εμπόδιο για υψηλότερη απόδοση κεφαλαίου. Σημαντικό μέρος των DTAs των ελληνικών τραπεζών απολαμβάνει κρατική εγγύηση (DTCs), γεγονός που τα χαρακτηρίζει ως κεφάλαιο CET1 (ύψιστης ποιότητας). Ενώ τα DTCs αντιμετωπίζονται όπως κάθε άλλος τύπος CET1, το ασυνήθιστα υψηλό μερίδιό τους στο κεφάλαιο των ελληνικών τραπεζών μπορεί να αποτελέσει πηγή “κανονιστικής ανησυχίας”.
Αποτιμήσεις DTC και διανομές κεφαλαίων
«Ωστόσο, βλέπουμε αρκετούς λόγους για τους οποίους τα DTCs δεν θα εμποδίσουν τις σταδιακά υψηλότερες πληρωμές μερισμάτων (π.χ. 60% από την ΕΤΕ το 2025 από 30% το 2023)», επισημαίνει ο οίκος.
«Οι υγιείς προοπτικές κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών», υπογραμμίζουν οι αναλυτές της JP Morgan, «σημαίνουν ότι τα κεφαλαιακά αποθέματα θα συνεχίσουν να αυξάνονται, ενώ το μερίδιο των DTCs στο CET1 θα μειωθεί απότομα στο μέλλον. Τα επίπεδα πληρωμών από μόνα τους δεν αλλάζουν σημαντικά την πορεία των DTCs, ενώ οι τράπεζες θα μπορούσαν να επιταχύνουν τα χρονοδιαγράμματα απόσβεσης, για να επιδείξουν κεφαλαιακή άνεση. Την ίδια στιγμή, τα DTCs δεν εμπόδισαν άλλες τράπεζες της Νότιας Ευρώπης να κάνουν υγιείς διανομές κεφαλαίων».
«Εκτιμούμε», καταλήγει η JP Morgan, «ότι 1 ευρώ DTC αξίζει 0,77-0,85 ευρώ σε μετρητά, τα οποία εφαρμόζουμε στην αποτίμησή μας. Κατά την άποψή μας, ο καλύτερος τρόπος αποτίμησης των DTCs είναι μέσω της εκτίμησης της οικονομικής αξίας και του αν οι τράπεζες είχαν τη δυνατότητα να αντικαταστήσουν όλα τα DTCs τους με μετρητά σήμερα, ποια έκπτωση θα ήταν διατεθειμένες να δεχθούν. Εκτιμούμε ότι η απάντηση βρίσκεται μεταξύ 15%-23%, που προκύπτει από το κόστος κεφαλαίου της διακράτησης DTCs και την καθαρά παρούσα αξία του διαφυγόντος εισοδήματος σε σύγκριση με τα μετρητά. Στα μοντέλα μας, εφαρμόζουμε αυτή την έκπτωση στο ποσό των DTC στην TBV, για να καταλήξουμε στις δίκαιες αξίες και στους στόχους τιμών μας».