Μετά από αρκετά τρίμηνα αυξητικών επιδόσεων στον τραπεζικό κλάδο είναι εύλογο το ερώτημα αν οι ελληνικές συστημικές τράπεζες βρίσκονται σε τροχιά ιστορικών ρεκόρ ακολουθώντας την τάση που καταγράφεται σε δεκάδες άλλες εισηγμένες μη χρηματοοικονομικές εταιρείες.
Η απάντηση δεν είναι εύκολη καθώς από το 2006 που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία έχουν υπάρξει πολλές ανακατατάξεις, αναδιαρθρώσεις και απορροφήσεις που στρεβλώνουν την εικόνα. Οι μόνες εισηγμένες τράπεζες που έχουν κάποια διαχρονική συγκρίσιμη αναφορά είναι οι 4 συστημικές και η Τράπεζα Αττικής. Υπάρχει βέβαια και η Τράπεζα της Ελλάδος αλλά δεν θα ήταν σωστό να την αθροίσουμε στα δεδομένα του κλάδου καθώς το αντικείμενο των εργασιών της δεν έχει καμία σχέση με το αντικείμενο των εμπορικών τραπεζών.
Το 2007 που ήταν η «χρυσή» χρονιά για την κερδοφορία των τραπεζών, η τότε εισηγμένη περίμετρος του κλάδου στο ΧΑ αποτελούνταν από 14 οργανισμούς. Από τις 14 εισηγμένες τράπεζες η Αγροτική Τράπεζα, η Marfin Popular, η Τράπεζα Κύπρου (ελληνικό δίκτυο), η Εγνατία Τράπεζα, η Γενική Τράπεζα κατέληξαν στην Τράπεζα Πειραιώς, η Εμπορική Τράπεζα απορροφήθηκε από την Alpha Bank και η Eurobank απορρόφησε την Proton, την T-Bank (Ασπις) και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο.
Παράλληλα απορροφήθηκαν οι μη εισηγμένες Millennium Bank (2013, Τράπεζα Πειραιώς) και FBB (2013, Εθνική Τράπεζα). Οι αναγκαστικές απορροφήσεις λόγω των ζημιών του PSI αλλά και των πιστωτικών ζημιών από την κρίση στην οικονομία την περίοδο 2009 - 2015 συνοδεύτηκαν και από μια σειρά εκποιήσεων θυγατρικών με χαρακτηριστικότερη την πώληση της Finansbank στην Τουρκία από την Εθνική Τράπεζα το 2016 έναντι 2,75 δισ. ευρώ.
Υπάρχουν πολλές διαφορές επομένως με το παρελθόν καθώς οι προσθήκες και οι αλλαγές σε καίρια στοιχεία του ενεργητικού δείχνουν ότι το μίγμα εσόδων έχει αλλάξει σημαντικά: Στο τέλος του 2023 οι εισηγμένες ελληνικές τράπεζες έδειξαν ενήμερο χαρτοφυλάκιο δανείων 154,2 δισ. ευρώ σε ενοποιημένο επίπεδο. Το 2013 το ενήμερο χαρτοφυλάκιο των ελληνικών τραπεζών ήταν 231,9 δις ευρώ.
Παρόλα αυτά οι τέσσερις συστημικές τράπεζες παρήγαγαν πέρυσι έσοδα από τόκους 8,47 δισ. ευρώ έναντι 8,86 δισ. ευρώ τότε. Το ίδιο ισχύει και για τα έσοδα από προμήθειες που έχουν διπλασιαστεί από το 2013. Επίσης, οι τράπεζες εξακολουθούν να φορολογούνται με εταιρικό συντελεστή 29% για τα δίκτυα τους στην Ελλάδα από το 2015 έναντι 25% το 2007 και 20% το 2010.
Απ' ό,τι φαίνεται η φετινή χρονιά θα είναι ρεκόρ όλων των εποχών όμως μόνο για τα καθαρά κέρδη των συστημικών τραπεζών. Η δυναμική των δύο πρώτων τριμήνων δείχνει ότι θα ξεπεράσουν τα 4,2 δισ. ευρώ έναντι 3,9 δισ. ευρώ το 2007. Βέβαια τότε οι 14 εισηγμένες τράπεζες είχαν δείξει καθαρά κέρδη 5,5 δισ. ευρώ το οποίο αποτελεί μια πιο αντιπροσωπευτική προσέγγιση αφού τα χαρτοφυλάκια έχουν συγχωνευθεί.
Τα έσοδα από τόκους έχουν υψηλό όλων των εποχών τα 9,27 δισ. ευρώ από το 2010 με πολύ χαμηλότερο όμως καθαρό αποτέλεσμα λόγω των αυξημένων προβλέψεων και των ζημιών άλλων στοιχείων του ενεργητικού των τραπεζών. Δεδομένου ότι το επιτοκιακό περιθώριο έχει «πιάσει ταβάνι» η αύξηση του χαρτοφυλακίου ενήμερων δανείων είναι πλέον μονόδρομος για το αν θα ξαναδούμε τέτοιες επιδόσεις.
Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι οι ισολογισμοί των τραπεζών αν και έχουν γίνει πιο αποδοτικοί από το 2007 βρίσκονται στα όρια τους σε όρους επιδόσεων. Με τα νούμερα ρεκόρ του 2007 οι τέσσερις συστημικές τράπεζες είχαν αποτίμηση στο ταμπλό 54,2 δισ. ευρώ. Σήμερα είναι στα 23,6 δισ. ευρώ.
Η διαφορά αυτή αν και δικαιολογείται μετά από τις ανακεφαλαιοποιήσεις αλλά και τις αποτιμήσεις του κλάδου διεθνώς δεν παύει να αποτελεί ένα σημείο αναφοράς για το που θα μπορούσε να είναι ένα δυνητικό περιθώριο ανόδου. Και οι αγορές έχουν αυτή τη συνήθεια: Τείνουν να ξεπερνούν τις τιμές του παρελθόντος και στο κακό και στο καλό σενάριο. Αρκεί και τα μεγέθη να είναι υποστηρικτικά των αποτιμήσεων.