Τα εμπόδια που αντιμετωπίζει η UniCredit στην προσέγγισή της και την απόκτηση μεριδίου ελέγχου στην Commerzbank αποτελεί το νέο επιχειρηματικό θρίλερ στην Ευρώπη που βρίσκεται σε εξέλιξη από την αρχή της εβδομάδας.
Μετά την απόκτηση του 21% του μετοχικού κεφαλαίου -μέσω παραγώγων- της Commerzbank από τους Ιταλούς και την αίτηση στην ΕΚΤ να φθάσουν το 29,9%, η γερμανική κυβέρνηση εμφανίζεται αντίθετη τις κινήσεις των Ιταλών θεωρώντας την κίνηση αυτή επιθετική. Μάλιστα ο Γερμανός Καγκελάριος Όλαφ Σολτς, κατήγγειλε τις ενέργειες των Ιταλών ως «μη φιλική επίθεση» επισημαίνοντας την έλλειψη προηγούμενης συνεννόησης σε πολιτικό επίπεδο.
Παράλληλα τα μέσα ενημέρωσης στη Γερμανία διατυπώνουν ενστάσεις ως προς τη συνέχιση της απρόσκοπτης χρηματοδότησης της οικονομίας εφόσον ο έλεγχος της τράπεζας αλλάξει χέρια θεωρώντας ότι ο νέος ιδιοκτήτης θα περιορίσει τα ανοίγματα προς τις μικρομεσαίες εταιρίες ή τους μικροδανειολήπτες μεροληπτώντας προς το πελατολόγιο που συνδέεται περισσότερο με ιταλικές επιχειρήσεις.
Σε μια οικονομία που βρίσκεται στα όρια της ύφεσης μια νέα πίεση στις πιστώσεις μόνο καλό νέο δεν είναι. Σε δεύτερο χρόνο εκφράστηκαν φόβοι από τα συνδικάτα ότι κάτι τέτοιο θα είχε άμεσες επιπτώσεις επισημαίνοντας ενδεχόμενη μείωση των 38.565 απασχολούμενων στην Τράπεζα. Η τράπεζα μπορεί να εμφάνισε το καλύτερο εξάμηνο της ιστορίας της φέτος με καθαρά κέρδη 1,3 δισ. ευρώ τρέχει ωστόσο με σχέση κόστους προς έσοδα στο 60%.
Η Commerzbank AG είναι η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα στη Γερμανία, μετά την Deutsche Bank και θα είναι εξαιρετικά δύσκολο -αν δεν υπάρξουν κρατικά προσχώματα- να αποφύγει τον έλεγχο από τους νέους Ιταλούς μετόχους. Η σταθερή υποαπόδοση της μετοχής τα τελευταία δεκαέξι χρόνια, η έλλειψη «λευκού εγχώριου Ιππότη» αλλά και η παρουσία της Unicredit πλέον στο μετοχικό κεφάλαιο με ποσοστό άνω του 20% είναι οι βασικοί λόγοι που το εγχείρημα γέρνει προς την πλευρά των Ιταλών.
Ακόμα και αν βρεθεί ένας πρόθυμος επενδυτής από άλλη χώρα και κάνει ανταγωνιστική προσφορά μαζεύοντας ένα ικανοποιητικό ποσοστό ελέγχου θα είχε απέναντι του μια σοβαρή μειοψηφία που πιθανόν θα ήθελε να έχει λόγο στις αποφάσεις της λειτουργίας της Τράπεζας. Η μειοψηφία των Ιταλών στην παρούσα φάση δεν έχει χρηματοοικονομικό χαρακτήρα αλλά αφορά ένα ισχυρό τραπεζικό όμιλο με μεγάλες δυνάμεις ρευστότητας. Πριν την απόκτηση του 21% από την Unicredit το μετοχολόγιο της Commerzbank αποτελείται από θεσμικούς επενδυτές σε ποσοστό 54%, το 23% κατέχουν μικροεπενδυτές ενώ λιγότερο από 5% κατέχουν Blackrock και 3% η Norges. Η ελεύθερη διασπορά πρακτικά επιτρέπει τη συγκέντρωση της πλειοψηφίας σε έναν επενδυτή.
Μετά από δεκαετίες αλλαγών, ρυθμίσεων, ελέγχων, τεστ αντοχής και αυστηροποίησης των εποπτικών κανόνων για την ομοιόμορφη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος στην Ευρώπη φαίνεται ότι έχει έρθει η ώρα των διασυνοριακών συγχωνεύσεων. Ωστόσο, στην πρώτη σοβαρή προσέγγιση το πολιτικό σύστημα δείχνει σθεναρή αντίσταση ακυρώνοντας όλη την προετοιμασία που έγινε τα προηγούμενα χρόνια.
Δεν πρόκειται για μια απλή άρνηση στην εξαγορά ενός συστημικού οργανισμού, το εγχείρημα της Unicredit αποτελεί οδηγό για ανάλογες κινήσεις που πιθανόν να ετοιμάζονταν στην Ευρώπη και σίγουρα αφορούν και τις ελληνικές τράπεζες. Με δεδομένη τη δυσκολία που παρουσιάζει πλέον η συμβατότητα της ταυτότητας ενός επενδυτή (Fit & Proper) λόγω των γεωπολιτικών συνθηκών αλλά και της προέλευσης των κεφαλαίων το ευρωπαϊκό οικοδόμημα των κανονισμών και των ρυθμίσεων του τραπεζικού κλάδου θα φανεί αν φτιάχτηκε απλώς για να υπάρχει ως δίκτυ ασφαλείας για τις τράπεζες που αποτυγχάνουν ή αποτελεί ένα πραγματικό εργαλείο ανάπτυξης. Υπό αυτό το πρίσμα η έκβαση αυτής της υπόθεσης αφορά το σύνολο των ευρωπαϊκών τραπεζών.