Πόσο θωρακισμένες είναι οι τράπεζες σε μία νέα κρίση
Shutterstock
Shutterstock

Πόσο θωρακισμένες είναι οι τράπεζες σε μία νέα κρίση

Έχουν περάσει δεκαπέντε χρόνια από την κρίση του 2008 – 2009, όταν κανείς δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για την οικονομική υγεία των μεγάλων τραπεζών σε όλες σχεδόν τις δυτικές χώρες, ούτε να πει με βεβαιότητα τι θα γινόταν την επόμενη ημέρα.

Ευτυχώς, από τότε μέχρι και σήμερα, όσες φορές και να γέμισε ο οικονομικός Τύπος με προειδοποιήσεις για επικείμενη επανάληψη των γεγονότων εκείνης της περιόδου, τα πράγματα εξελίχθηκαν σχετικά ομαλά. Φυσικά με τη βοήθεια των κεντρικών τραπεζών και πολλές φορές με τη συνδρομή των φορολογουμένων σε διάφορες χώρες, αλλά αυτό δεν αναιρεί το ότι δεν έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο.

Τα θύματα της έκρυθμης κατάστασης που επικράτησε στην Ευρώπη από το 2010 μέχρι το «whatever it takes» του Μάριο Ντράγκι το 2012 δεν ήταν λίγα αλλά είναι γεγονός πως τελικά δεν απειληθήκαμε με μία γενικευμένη κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος. Αντίστοιχα στις ΗΠΑ, οι διάφορες προειδοποιήσεις αποδείχθηκαν υπερβολικές τις πιο πολλές φορές. Ακόμα και η μεγάλη ανησυχία που επικράτησε πέρυσι τον Μάρτιο στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, με αφορμή τη δύσκολη κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει πολλές αμερικανικές τράπεζες μεσαίου μεγέθους και την αδυναμία της Credit Suisse να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των μεγάλων λαθών της, αποδείχθηκε υπερβολική. Ή τουλάχιστον αποδεικνύεται υπερβολική μέχρι αυτή τη στιγμή, καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η τράπεζα που αγόρασε ένα από τα θύματα του περσινού Μαρτίου έχει μπει εδώ και εβδομάδες στο στόχαστρο των αγορών που ανησυχούν για την υγεία της (αναφερόμαστε στη New York Community Bancorp (NYCB NYSE) η οποία είχε αγοράσει τα απομεινάρια της ατυχούς Signature Bank). 

Η μέχρι στιγμής επιτυχής προσπάθεια των κεντρικών τραπεζών των ΗΠΑ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των υπόλοιπων χωρών που κινούνται συντονισμένα σε περιπτώσεις ανάγκης (Ηνωμένο Βασίλειο, Καναδάς, Ιαπωνία, Αυστραλία, υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες κ.α.) να αντιμετωπίσουν καταστάσεις επικίνδυνες για την υγεία του τραπεζικού συστήματος δεν πρέπει να προκαλεί εφησυχασμό.

Προφανώς γνωρίζουμε πως οι κεντρικές τράπεζες δεν κάθονται με σταυρωμένα χέρια αλλά καλό θα είναι να προσπαθήσουμε να σκεφθούμε τι θα μπορούσε να προκαλέσει μία σοβαρή κρίση και να φέρει σε πραγματικά δύσκολη θέση μεγάλες τράπεζες στις δυτικές οικονομίες. Ο πιο προφανής κίνδυνος είναι η έκθεση τραπεζών σε εταιρείες του κλάδου των ακινήτων. Λέμε πως είναι προφανής γιατί έχουμε ήδη πάρει κάποια σοβαρά δείγματα των προβλημάτων που υπάρχουν στο real estate στις ΗΠΑ και σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες.

Οι περιφερειακές αμερικανικές τράπεζες που πτώχευσαν τον Μάρτιο του 2023 είχαν μεγάλη έκθεση σε δάνεια προς τον τομέα των εμπορικών ακινήτων, ο οποίος επλήγη από την πανδημία, τις καραντίνες και τη στροφή στην εργασία από το σπίτι. Αντίστοιχα στην Ευρώπη έχουμε ήδη δει τι μπορεί να πάθει μία τράπεζα, και μάλιστα μία τράπεζα που θεωρητικά δεν αναλαμβάνει μεγάλους κινδύνους όπως η ελβετική Julius Baer που έπαθε πολύ μεγάλη ζημιά από τα δάνεια που είχε χορηγήσει στον όμιλο Signa που κήρυξε πτώχευση τον Νοέμβριο που μας πέρασε.

Για την αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων, η ελβετική τράπεζα δεν αντιμετώπισε τόσο σοβαρό κίνδυνο αλλά υπενθύμισε στις αγορές, τους επενδυτές και τις εποπτικές αρχές πως μπορεί να εμφανιστούν προβλήματα από το πουθενά όταν η διοίκηση μίας τράπεζας παίρνει μεγάλα ρίσκα τα οποία στην ουσία κρύβει. Ο δεύτερος προφανής κίνδυνος έχει σχέση με την πιθανότητα εμφάνισης οικονομικής ύφεσης σε συνδυασμό με επίμονο πληθωρισμό και – αναγκαστικά - υψηλά επιτόκια.

Αυτός ο κίνδυνος αναφέρεται από οικονομικούς αναλυτές πολύ συχνά την τελευταία διετία, χωρίς ακόμα να φαίνονται ουσιαστικά σημάδια πως πλησιάζει. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως έχει μηδενική πιθανότητα εμφάνισης, κάθε άλλο θα λέγαμε. Μία γεωπολιτική ανωμαλία που θα προκαλούσε σημαντική αύξηση στις τιμές της ενέργειας θα μπορούσε εύκολα να φέρει ένα τέτοιο σενάριο πολύ κοντά στην πραγματικότητα. 

Προφανώς, όλες οι εποπτικές αρχές γνωρίζουν πολύ καλά πόσο επικίνδυνα θα μπορούσαν να γίνουν τα πράγματα εξαιτίας αυτών των παραγόντων που μόλις αναφέραμε. Εννοείται πως παρακολουθούν την κατάσταση από πολύ κοντά και δίνουν τις σχετικές κατευθύνσεις και οδηγίες προς τα εποπτευόμενα πιστωτικά ιδρύματα.

Όπως ξέρουμε όμως από το παρελθόν, μία σοβαρή τραπεζική κρίση δεν έρχεται μόνο από το κακό οικονομικό περιβάλλον. Η εμφάνισή της γίνεται πολύ πιο πιθανή από τα λάθη των διοικήσεων, τις παραλείψεις και τους δισταγμούς των εποπτικών οργανισμών. Από διοικήσεις που δεν εκτιμούν σωστά τον κίνδυνο όταν δανείζουν επιχειρήσεις και από τράπεζες που ανοίγονται πολύ σε τομείς που δεν γνωρίζουν καλά ή σε κλάδους της οικονομίας που είναι σχετικά νέοι και κανείς δεν γνωρίζει τι προβλήματα μπορεί να αντιμετωπίσουν σε μια κατάσταση ανάγκης.

Μία συνηθισμένη πηγή κινδύνων είναι η αδυναμία πιστωτικών ιδρυμάτων να αντιληφθούν εγκαίρως πως πρέπει να αλλάξουν το μοντέλο χορήγησης δανείων καθώς αλλάζουν το μακροοικονομικό περιβάλλον και τα χαρακτηριστικά της οικονομίας. Χωρίς να γνωρίζουμε ή να υπονοούμε κάτι, στην εποχή μας προβλήματα θα μπορούσαν να ξεπηδήσουν – θεωρητικά τουλάχιστον – από την πολύ μεγάλη ανάπτυξη των εταιρειών private equity οι οποίες αφενός χρησιμοποιούν και δανειακά κεφάλαια για τις επενδύσεις τους ενώ την ίδια στιγμή παίζουν τον ρόλο της άτυπης τράπεζας μέσω της ταχύτατα αναπτυσσόμενης αγοράς του private credit.

Επίσης θεωρητικά, ένας τομέας της οικονομίας που έχει μεγαλώσει πάρα πολύ και στην ουσία δεν έχει δοκιμαστεί επαρκώς σε συνθήκες οικονομικής κρίσης είναι αυτός της «πράσινης οικονομίας», όπου αρκετές διεθνείς επιχειρήσεις έχουν γιγαντωθεί σε σχετικά μικρό διάστημα και η κρατική βοήθεια δεν είναι σίγουρο πως θα μπορεί να διορθώσει την κατάσταση αν τα πράγματα πάνε πολύ στραβά. 

Αναφερθήκαμε σε αρκετούς πιθανούς κινδύνους που θα μπορούσαν να παίξουν τον ρόλο του «φυτιλιού» και να πυροδοτήσουν μία μεγάλη τραπεζική κρίση που θα θέσει εν αμφιβόλω τη σταθερότητα του δυτικού τραπεζικού συστήματος. Δεν είπαμε τίποτα όμως για το κρίσιμο ερώτημα σχετικά με το πόσο έτοιμες είναι οι μεγάλες τράπεζες των δυτικών κρατών να αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Στα χαρτιά, είναι σχεδόν βέβαιο πως όλες οι σημαντικές (συστημικές όπως έχουμε μάθει να λέμε τα τελευταία χρόνια) τράπεζες καλύπτουν με σχετική άνεση τις απαιτήσεις των εποπτικών αρχών και περνούν με άνεση πάνω από τα απαραίτητα όρια κεφαλαιακής επάρκειας. Οι συνεχείς ασκήσεις προσομοίωσης που γενικά αποκαλούνται stress tests βοηθούν τις εποπτικές αρχές να αναπροσαρμόζουν τις απαιτήσεις τους ανάλογα με το οικονομικό περιβάλλον και η αυξημένη κερδοφορία της τελευταίας διετίας μετά την αύξηση των επιτοκίων έχει βοηθήσει τις τράπεζες να ισχυροποιήσουν την οικονομική τους κατάσταση. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά.

Μπορεί τα stress tests να εξετάζουν διάφορα δυσμενή και ακραία σενάρια αλλά είναι πολύ πιθανόν σε αυτά να μην περιλαμβάνεται αυτό που θα φέρει τις μεγάλες δυσκολίες, πολύ απλά γιατί ίσως να μην το έχουν συναντήσει ποτέ στο παρελθόν οι εποπτικές αρχές και οι ίδιες οι τράπεζες. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι μία μεγάλη κυβερνοεπίθεση που θα βγάλει εκτός μάχης μεγάλες τράπεζες μέσα σε μία νύχτα.

Κάτι άλλο που δεν είναι πολύ εύκολο να ελέγξουν οι αρχές είναι οι «καραμπόλες» που γίνονται σε περιπτώσεις κρίσεων, όταν μία υγιής κατά τεκμήριο τράπεζα μπορεί να μολυνθεί από προβλήματα κάποιας άλλης μέσα από διαδρομές που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Προβλήματα τέτοιου τύπου δεν είναι εύκολο να προβλεφθούν από τους περισσότερους αναλυτές, ακόμα και αυτούς των εποπτικών αρχών, πόσω μάλλον από τους επενδυτές στο χρηματιστήριο. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά πως «είμαστε χαμένοι», απλώς πως είναι φρόνιμο να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά και τον συναγερμό έτοιμο.

Ας μην μείνουμε όμως στα πιθανά απρόβλεπτα αρνητικά ενδεχόμενα. Κάτι με το οποίο ίσως δεν έχουμε ασχοληθεί αρκετά είναι το γεγονός πως το μερίδιο των δυτικών οικονομιών στην παγκόσμια οικονομία είναι πολύ μικρότερο τώρα απ’ ότι το 2008, καθώς πλήθος χωρών έχει αναπτυχθεί πολύ δυναμικά.

Αυτό σημαίνει πως πιθανά προβλήματα σε δυτικές τράπεζες ίσως να μην έχουν τον ίδιο αντίκτυπο στο διεθνές σύστημα και άρα μπορεί να μην είναι τόσο μεταδοτικά όσο ήταν το 2008. Από μία άποψη, αυτό είναι καλό γιατί η παγκόσμια οικονομία είναι μάλλον πιο ανθεκτική και μία πιθανή κρίση σε κάποιο σημείο της Δύσης δεν είναι απαραίτητο πλέον να προκαλέσει διεθνή καταστροφή. Από μία άλλη, δεν είναι και τόσο ευχάριστο να αντιλαμβάνεται κανείς πως σταδιακά φεύγει από το παγκόσμιο προσκήνιο.