Το σχέδιο των τραπεζών για μερίσματα και αναβαλλόμενο φόρο

Το σχέδιο των τραπεζών για μερίσματα και αναβαλλόμενο φόρο

Σε προχωρημένη διαδικασία βρίσκονται οι διαβουλεύσεις για την οριστική λύση στο ζήτημα του αναβαλλόμενου φόρου των τραπεζών, που θα ανοίξει το δρόμο για γενναιόδωρα τραπεζικά μερίσματα, καθώς κάποιες από τις συστημικές τράπεζες είχαν ήδη ουσιαστικά συμφωνήσει και έτρεχαν σενάρια ήδη μετά τις ανακοινώσεις του πρώτου τριμήνου για επιτάχυνση στην εξόφληση των φόρων. Ενδέχεται, επίσης, να ανοίξει το δρόμο για νέες εκδόσεις ομολόγων των τραπεζών.

Το σχέδιο στο οποίο πιθανότατα καταλήγουν οι τράπεζες είναι να εξοφληθούν οι φόροι εντός δεκαετούς διαστήματος, μειώνοντας περίπου στο ήμισυ το χρονικό περιθώριο που διαθέτουν τώρα, βάσει του νόμου Χαρδούβελη, που έδινε δυνατότητα εξόφλησης μέχρι το 2041, για να ορθοποδήσουν, από τις ζημιές που υπέστησαν από το πρόγραμμα PSI, με το κούρεμα των ομολόγων, σε αντάλλαγμα για διανομές μέχρι και 50% των κερδών τους στους μετόχους.

Με την πρόταση των τραπεζών, τα ποσά με τα οποία θα μειώνουν σταδιακά κάθε χρόνο τον αναβαλλόμενο φόρο, θα αυξηθεί από 75% έως και 100%. Αυτό σημαίνει, όμως, ότι μπορεί να χρειαστεί να αυξήσουν αντίστοιχα εκδόσεις ομολόγων Tier 2 ή AT1 για να παραμείνουν σε τροχιά αύξησης των ιδίων κεφαλαίων τους στα επίπεδα του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού. Βεβαίως, ακόμα κι αν δεν το κάνουν, θα παραμένουν πάνω από τα ελάχιστα όρια που θέτει ο επόπτης, καθώς με βάση το σχεδιασμό τους, η κερδοφορία τους θα συνεχίσει να παράγει κεφάλαια.

Το ζήτημα του αναβαλλόμενου φόρου συνδέθηκε εξαρχής με το θέμα των τραπεζικών μερισμάτων, με τις ελληνικές τράπεζες να έχουν αυξήσει σημαντικά την κερδοφορία τους την τελευταία διετία, ενώ αυξάνουν επίσης με εντυπωσιακό ρυθμό τα κεφάλαιά τους, μετά την υποχρεωτική μείωση που υποχρεώθηκαν να κάνουν, λόγω των διαγραφών και τιτλοποιήσεων «κόκκινων δανείων». Υπάρχουν τράπεζες, λοιπόν, που θέλουν τώρα να συνδεθούν οι αναβαλλόμενοι φόροι με τα μερίσματα, ώστε να ανακτήσουν μεγαλύτερη ελευθερία στη διανομή κεφαλαίων προς τους μετόχους.

Οι εποπτικές αρχές το έθεταν και ασκούσαν σχετική πίεση στην ΤτΕ, η οποία το σημείωνε επίσης στις εκθέσεις της, κάνοντας αναφορά στην «ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών». Έτσι, ενώ οι ελληνικές τράπεζες έχουν ουσιαστικά πιάσει τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους στα κεφάλαιά τους, η ποιότητα των ιδίων κεφαλαίων δεν ήταν συγκρίσιμη, με τις ελληνικές τράπεζες να ενσωματώνουν 12,5 δισ. ευρώ από αναβαλλόμενους φόρους σε εποπτικά κεφάλαια 30 δισ. ευρώ. Το ποσοστό έχει μειωθεί σε 41% των συνολικών ιδίων κεφαλαίων από 44% το Δεκέμβριο του 2023.

Ειδικότερα, η ΤτΕ αναφέρει στην πρόσφατη Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ότι «τον Ιούνιο του 2024 τα εποπτικά ίδια κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκαν κατά 3,7% και ανήλθαν σε 30,2 δισ. ευρώ, καθώς η καταγραφή κερδών μετά από φόρους (δηλαδή η εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου) και διακοπτόμενες δραστηριότητες και η ενίσχυση των κεφαλαίων, μέσω εκδόσεων ομολογιών, που προσμετρούνται στα ίδια κεφάλαια, αντιστάθμισαν σε μεγάλο βαθμό την αρνητική επίδραση από τη σταδιακή απόσβεση των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (Deferred Tax Credits – DTCs). 

Ωστόσο, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών παραμένει χαμηλή, καθώς τον Ιούνιο του 2024 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις ανέρχονταν σε 12,5 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 41% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (από 44% το Δεκέμβριο του 2023) και το 50% των συνολικών κεφαλαίων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1 Capital) (από 53% το Δεκέμβριο του 2023)».