Η ισχυρή δυναμική της κερδοφορίας, και οι συνεχείς αναθεωρήσεις των κερδών ανά μετοχή, από την αρχή του χρόνου διατηρούν την ελκυστικότητα των μετοχών των ελληνικών τραπεζών, σε΄σχέση με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της υπόλοιπης Ευρώπης.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουν οι αναλυτές της J.P. Morgan, ειδικά μετά την πρόσφατη κάμψη του κλάδου, η οποία σημιουργεί ένα σημαντικό σημείο εισόδου για τοποθετήσεις. Η J.P. Morgan, μάλιστα, σε πρόσφατο report της ξεχωρίζει δυο τράπεζες, την Eurobank και την Πειραιώς.
Σε ότι αφορά την Eurobank οι αναλυτές της JP Morgan διατηρούν τη σύσταση overweight, ενώ η επικείμενη ενοποίηση με την Ελληνική Τράπεζα στην Κύπρο θα δώσει μια σαφέστερη εικόνα της συνεισφοράς της επιχείρησης και θα στρέψει την προσοχή της αγοράς στις μελλοντικές δυνατότητες συνεργειών.
Βέβαια, όπως διευκρινίζουν οι αναλυτές της JP Morgan οι συστάσεις υπεραπόδοσης (overweight) αφορούν και τις τέσσερις ελληνικές τράπεζες, αλλά από άποψη τακτικής προτιμούν την Eurobank και την Tράπεζα Πειραιώς έναντι της Εθνικής Τράπεζας και της Alpha Bank βραχυπρόθεσμα.
Σε ό,τι αφορά την Tράπεζα Πειραιώς, ο pro-forma δείκτης CET1 βελτιώθηκε κατά 50 μονάδες βάσης . στο 14,2%, συμπεριλαμβανομένης της μερισματικής πρόβλεψης 30%, καλύπτοντας ήδη τον στόχο της εταιρείας για φέτος στο 14%. Θεωρούμε ότι αυτό αποτελεί ένα σημαντικό επίπεδο άνεσης, τόσο για τη διοίκηση, όσο και για τους επενδυτές και ένα σημαντικό έναυσμα για τη μείωση της διαφοράς αποτίμησής της σε σχέση με τις ομότιμες τράπεζες με καλύτερη αξιολόγηση (ΕΤΕ και Eurobank)»,αναφέρουν οι αναλυτές του οίκου.
Μικρές οι ανησυχίες για τα DTCs
Ένας παράγοντας που διατηρεί το κόστος ιδίων κεφαλαίων (CoE) σε υψηλά επίπεδα, σύμφωνα με τους αναλυτές της JP Morgan θα μπορούσαν να είναι οι ανησυχίες σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) στη μελλοντική απόδοση του κεφαλαίου.
«Ωστόσο, όπως πιστεύουν η αγορά είναι πολύ συντηρητική θεωρώντας τα DTCs ως εμπόδιο για υψηλότερη διανομή κεφαλαίου. Επιπλέον, αμφισβητούν την εφαρμογή υψηλότερου CοE στις ελληνικές τράπεζες λόγω των DTCs και προτιμούμε μια ποσοτικοποιήσιμη μέθοδο οικονομικής αξίας.
Αναμένουμε ότι οι εναπομείνασες ανησυχίες σχετικά με τα DTCs θα μειωθούν καθώς οι τράπεζες θα λάβουν την έγκριση της ΕΚΤ για σταδιακά υψηλότερες πληρωμές.
Οι αποδόσεις κεφαλαίου
Σε ό,τι αφορά την απόδοση κεφαλαίου, η JP Morgan αναφέρει ότι φαίνεται όλο και πιο ελκυστική, με σωρευτικές πληρωμές από φέτος στο 26% της κεφαλαιοποίησης της αγοράς. Αν και η ευαισθησία στα επιτόκια παραμένει ένα βασικό σημείο οι αναλυτές της JP Morgan πιστεύοyn ότι οι προοπτικές των κερδών του κλάδου είναι ευοίωνες εφόσον τα επιτόκια ομαλοποιηθούν πάνω από το 2%.
«Υποθέτουμε», αναφέρουν χαρακτηριστικά, «ότι το επιτόκιο της ΕΚΤ θα είναι 2% για τα έτη 2025 και 2026. Μέχρι εκείνο το σημείο, θεωρούμε ότι η σταθερή αύξηση των δανείων (5-7% ρυθμός αύξησης το 2026), η ισχυρή απόδοση των προμηθειών (10%+ ετησίως) και η βελτίωση του κόστους κινδύνου θα αντισταθμίσουν σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις στα περιθώρια κέρδους και θα στηρίξουν τις κατώτατες γραμμές από τα υψηλά επίπεδα του 2024. Τα κέρδη του γ’ τριμήνου θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν σε γενικές γραμμές αυτές τις τάσεις».