Αντιμέτωπη με μία ακόμη ενεργειακή κρίση, τη δεύτερη μέσα στην τρέχουσα δεκαετία δείχνει να βρίσκεται η Ευρώπη και μόνο μία αναπάντεχα θετική εξέλιξη, που στην παρούσα φάση δεν φαίνεται να υπάρχει, θα μπορούσε να ανατρέψει τα δεδομένα. Η άνοδος των ενεργειακών τιμών τον Δεκέμβριο ήταν ο λόγος που ο πληθωρισμός ενισχύθηκε στο 2,4% από 2,2% τον Νοέμβριο.
Εκτός όμως από την επίδραση των τιμών της ενέργειας στην ακρίβεια, υπάρχει και μία άλλη πολύ πιο σοβαρή πτυχή του θέματος που δεν είναι άλλη από τον κίνδυνο ύφεσης. Η ευρωπαϊκή οικονομία παραπαίει και οι ειδικοί ανησυχούν ότι μία νέα αναθέρμανση της κρίσης του κόστους διαβίωσης θα βύθιζε τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και ολόκληρη την Ευρωζώνη σε οικονομικό τέλμα για χρόνια.
Για τους λόγους αυτούς, τα στελέχη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα συνεχίσουν να μειώνουν τα επιτόκια, παρά τις αντίθετες φωνές, όπως του Αυστριακού Ρόμπερτ Χόλτσμαν, για «πάγωμα» των μειώσεων. Αυτή τη στιγμή στο διοικητικό συμβούλιο της Ευρωτράπεζας τα «περιστέρια» έχουν το πάνω χέρι, όσοι δηλαδή υποστηρίζουν ότι είναι αναγκαία η μείωση του κόστους του χρήματος για να δοθεί ώθηση στην ανάκαμψη. Όπως έχει δηλώσει και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ (επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων) αναμένεται να υποχωρήσει έως το 2% μέσα στο 2025, από 3% σήμερα.
Θα περίμενες κανείς ότι η εκ νέου άνοδος του πληθωρισμού τον Δεκέμβριο θα έκανε την ΕΚΤ να πατήσει φρένο, όμως η αλήθεια είναι ότι η τάση του πληθωρισμού είναι έντονα πτωτική προς τον στόχο σταθεροποίησης στο 2% - που είναι ο στόχος της ΕΚΤ - και η αναθέρμανση του Δεκεμβρίου απλώς περιορίζει την πιθανότητα μίας jumbo μείωσης του 0,50%. Τι θα γίνει, όμως, στην περίπτωση που οι ενεργειακές ανατιμήσεις συνεχιστούν και πυροδοτήσουν ένα νέο μεγάλο πληθωριστικό κύμα;
Η αναιμική ανάπτυξη και ο κίνδυνος ύφεσης κυριαρχούν τη δεδομένη χρονική στιγμή, έναντι της ανησυχίας για σημαντική αναθέρμανση του πληθωρισμού. Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό, ότι κατά μέσο όρο μέσα στο τρίμηνο Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου, τόσο ο γενικός δείκτης του πληθωρισμού, όσο και ο δομικός πληθωρισμός (που εξαιρεί τις πιο ευμετάβλητες τιμές, όπως της ενέργειας και των τροφίμων) διαμορφώθηκαν 0,1 ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερα από τις προβλέψεις της ΕΚΤ. Επομένως, υπάρχει ακόμα δρόμος μέχρι η άνοδος των τιμών της ενέργειας αποτελέσει σοβαρό κίνδυνο.
Επιπλέον, ακόμα και αν αυτό συμβεί, η ΕΚΤ θα βρεθεί μπροστά σε ένα πολύ δύσκολο δίλημμα. Διότι, από τη μία θα πρέπει να συνεχίσει τις μειώσεις των επιτοκίων για να αποτρέψει την ύφεση και από την άλλη θα πρέπει να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό.
Αν παγώσει τις μειώσεις των επιτοκίων ή ακόμη χειρότερα προχωρήσει σε αυξήσεις για να ανακόψει την άνοδο του πληθωρισμού, θα δώσει ουσιαστικά το τελικό χτύπημα στην προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας και η κρίση θα κρατήσει πολύ περισσότερο.
Οι μειώσεις επιτοκίων, λοιπόν, θα συνεχιστούν και οι εξελίξεις των επόμενων εβδομάδων και μηνών θα καθορίσουν την ταχύτητα με την οποία θα φτάσουμε στο «ουδέτερο» επιτόκιο, ήτοι πέριξ του 2%.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ήδη η ευρωπαϊκή οικονομία λειτουργεί με τιμές φυσικού αερίου πολλαπλάσιες του 2019. Μία σύντομη σύγκριση των τιμών αρκεί για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης. Η τιμή του ολλανδικού TTF, που θεωρείται σημείο αναφοράς για τις τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, διαμορφωνόταν κοντά στα 8 ευρώ/μεγαβατώρα ακριβώς πριν ξεσπάσει η πανδημία, στις αρχές του 2020.
Δύο χρόνια αργότερα και μέχρι τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, το φυσικό αέριο έφτασε έως και τα 93 ευρώ, ενώ εκτινάχθηκε στα 134 ευρώ την ημέρα της εισβολής (24 Φεβρουαρίου 2022) και στα 227 ευρώ λίγες ημέρες αργότερα. Στη συνέχεια, η τιμή εκτοξεύτηκε για να αγγίξει τα 340 ευρώ στις 26 Αυγούστου.
Σήμερα η τιμή του φυσικού αερίου διαμορφώνεται στα 47 ευρώ, πολύ χαμηλότερα από τα ιστορικά υψηλά του 2022, αλλά δεν παύει να βρίσκεται περίπου 500% υψηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδα.
Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022, η Ευρώπη κατάφερε να βρει κάποιες λύσεις, με αποτέλεσμα η ενεργειακή κρίση να προκαλέσει ζημιές αλλά να μην την εξοντώσει. Τα ευρωπαϊκά ενεργειακά αποθέματα αυξήθηκαν σε επίπεδα που αποκλείουν ένα ενεργειακό μπλακ άουτ και οι περισσότερες χώρες βρήκαν εναλλακτικές λύσεις.
Βέβαια, η απότομη άνοδος των ενεργειακών τιμών έδωσε μεγάλη ώθηση στον πληθωρισμό – που είχε ήδη αρχίσει να αυξάνεται – με αποτέλεσμα να ζούμε μέχρι σήμερα μία σοβαρή κρίση ακρίβειας.