Αν και δεν υπάρχει τελική έγκριση και απόφαση της ΕΚΤ για τα μερίσματα των ελληνικών τραπεζών, το αρχικό «ok» τους έχει ήδη δοθεί. Μετά από μία χρονιά με ρεκόρ κερδοφορίας, οργανική αύξηση των κεφαλαίων και των δεικτών τους και νέα μείωση των κόκκινων δανείων, αυτό που απομένει να διευκρινιστεί είναι το ύψος των μερισμάτων.
Ωστόσο, χωρίς να υπάρχει ειλημμένη τελική απόφαση, ούτε και σχόλιο της ΕΚΤ, το θέμα επανήλθε στην επικαιρότητα από το Bloomberg με τη σχετική αμφιβολία να εδράζεται όχι στη διανομή μερίσματος, αλλά στο ποσό της διανομής, που θέλουν να διανείμουν οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών, μετά από 15 χρόνια σκληρής ανομβρίας και έχοντας επιτύχει ρεκόρ αποδόσεων πέρυσι.
Οι ελληνικές τράπεζες θέλουν να διανείμουν στους μετόχους μερίσματα από 10%-30% των κερδών του 2023, συνολικά. Ενδέχεται μάλιστα για την Εθνική Τράπεζα ή και την Εurobank το μέρισμα να είναι περίπου 25% και να συμπληρωθεί με επαναγορές μετοχών. Η Τράπεζα Πειραιώς, θέλει να διανείμει ποσοστό 10% των κερδών του 2023 φέτος και η Alpha Bank 20% από τα περυσινά κέρδη.
Έχουν όλες πάρει καταρχήν έγκριση και έχουν όλες υπολογίσει τα μεγέθη τους και τα κεφάλαιά τους με βάση τη διανομή αυτών των ποσών. Επίσης, έχουν όλες ανεξαιρέτως υπερβεί τους στόχους για τα MREL και οι δείκτες ρευστότητας που παρουσιάζουν είναι οι υψηλότεροι στην Ευρώπη. Επίσης, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Moody’s τα ίδια κεφάλαια CET1 που έχουν είναι έστω 0,1%, πάνω από τον μέσο όρο των τραπεζών στην Ευρώπη.
Το ζήτημα του ποσού διανομής επηρεάζει ήδη την αγορά εδώ και κάποιο διάστημα παρά το γεγονός ότι:
- Δεν υπάρχει τελική απόφαση, αλλά υπάρχει από πέρυσι γενική διάθεση της ΕΚΤ και του εποπτικού μηχανισμού της SSM, να περιορίσει όλες ανεξαιρέτως τις τράπεζες στην Ευρώπη από το να ξοδέψουν κεφάλαια, για λόγους ασφαλείας.
- Μόλις σήμερα βγήκε η ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) που κινείται προς την ίδια κατεύθυνση εκφράζοντας παραινέσεις αυτοσυγκράτησης, δεδομένου όμως ότι τα ΜΕΑ στην Ευρώπη έχουν αυξηθεί από 1,9% σε 2,3%, ενώ αντίθετα στις ελληνικές τράπεζες μειώνονται. Επίσης, το ΕΣΣΚ θυμήθηκε την τελευταία μέρα του τριμήνου να μοιράσει παραινέσεις για τους κινδύνους των αγορών, καθώς η στασιμότητα στην Ευρώπη σε αντίθεση με την ανάπτυξη στην Ελλάδα, εγκυμονεί κινδύνους με τις μεγάλες αγορές σε ιστορικά υψηλά, αλλά όχι στην Ελλάδα.
Βεβαίως, το ΕΣΣΚ είναι ένα ευρωπαϊκό όργανο το οποίο οφείλει να κοιτάζει όλες τις οικονομίες στην οποία η συμβολή της ελληνικής οικονομίας είναι μικρή. Τι ακριβώς λέει το ΕΣΣΚ:
- Οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα και δεν μπορούν να συγκριθούν με τις άλλες στην Ευρώπη αυτό το διάστημα, καθώς βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση από κάθε άποψη, με μία και μόνη εξαίρεση.
- Η εξαίρεση αφορά τον αναβαλλόμενο φόρο DTC που ενισχύει τα ίδια κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών και ο οποίος δεν υπάρχει επείγον ζήτημα για να καταβληθεί άμεσα ή να εξοφληθεί πλήρως. Αντίθετα, υπάρχει άφθονος χρόνος για να εξοφλείται σταδιακά όπως κάνουν ήδη οι ελληνικές τράπεζες με ρυθμό που το πολύ σε 5-7 χρόνια θα έχει υποχωρήσει στα ευρωπαϊκά επίπεδα. Δηλαδή σε κλάσμα του χρόνου που έχουν στη διάθεσή τους οι τράπεζες για να αντικαταστήσουν με δικά τους κεφάλαια αυτή τη διευκόλυνση.
- Υπενθυμίζεται ότι πρώτο το Liberal.gr έφερε στην επιφάνεια το ζήτημα του DTC όταν οι πρώτες συζητήσεις για επιτάχυνση των εξοφλήσεων είχαν ξεκινήσει στον τραπεζικό χώρο. Είναι θέμα για το οποίο η ΕΚΤ πιέζει έντονα την ΤτΕ και αναφέρεται στις αναλύσεις των οίκων αξιολόγησης όπως της Moody’s, σταθερά από όλους, υπό τον τίτλο της ποιότητας των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών. Όμως, όταν τελικά επικράτησαν άλλες προτεραιότητες ενόψει μάλιστα και τη διάθεσης των μετοχών της Τράπεζας Πειραιώς από το ΤΧΣ, συμφωνήθηκε ατύπως να μην υπάρξει τουλάχιστον τώρα, ακόμα κάποια νομοθετική ή άλλη παρέμβαση, αλλά οι τράπεζες να επιταχύνουν τον ρυθμό απεξάρτησής τους, από τα κεφάλαια του αναβαλλόμενου φόρου.
- Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη ενημερώσει 100% τους επενδυτές τους, ότι οι προτάσεις τους για μερίσματα από 10%-30% εξαρτώνται από την τελική έγκριση της ΕΚΤ. Σε κάθε σχετική ερώτηση απαντούσαν ότι η απόφαση που δεν έχει ληφθεί εξαρτάται από την ΕΚΤ. Πάντως σύμφωνα με όσα γνωρίζει το Liberal.gr οι διοικήσεις των τραπεζών θα δυσαρεστηθούν, αν μετά από τόσες προσπάθειες που έχουν καταβληθεί δεν καταφέρουν να ικανοποιήσουν επαρκώς τους μετόχους τους, λόγω του γενικού «φρένου» που θέλει να εφαρμόσει η ΕΚΤ και μάλιστα για τράπεζες άλλων χωρών. Οι ελληνικές κολλάνε στην υπόθεση λόγω του αναβαλλόμενου φόρου κι όχι κάποιου επίκαιρου ζητήματος.
Η ΕΚΤ, επαναλαμβάνεται, δεν σχολίασε το ζήτημα γιατί σύμφωνα με πληροφορίες δεν υπάρχει ακόμα τέτοια απόφαση. Υπάρχει όμως η εικόνα πολλών ετών των «καραβοτσακισμένων» ελληνικών τραπεζών, η οποία εξακολουθεί να επηρεάζει παρά το γεγονός ότι τα πράγματα άλλαξαν, σε συνδυασμό με την επιδείνωση του ρίσκου στην Ευρώπη.
Τι λέει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου για τράπεζες και αγορές
Το ΕΣΣΚ στην ανακοίνωσή του μιλά για υποτονική ανάπτυξη, γεωπολιτικούς κινδύνους και αυξημένες αποτιμήσεις στις αγορές. Αν και αναγνωρίζει ότι οι τράπεζες της ηπείρου, έχουν αυξήσει τα κεφάλαιά τους, αναφέρει ότι ίσως υπάρχει περιθώριο για να αυξήσουν κι άλλο τα αποθέματα ασφαλείας οι τράπεζες στην Ευρώπη.
Στη συνεδρίασή του στις 21 Μαρτίου 2024, το Γενικό Συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) αναγνώρισε μεν την ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος, αλλά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην ΕΕ παραμένουν αυξημένοι εν μέσω υψηλής γεωπολιτικής αβεβαιότητας.
Τα μέλη του Γενικού Συμβουλίου συμφώνησαν ότι ο χαμηλότερος πληθωρισμός κατά το παρελθόν έτος μείωσε τους κινδύνους για τον μη χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό τομέα. Ταυτόχρονα, οι μακροοικονομικοί κίνδυνοι παρέμειναν αυξημένοι λόγω των αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να διαταράξουν περαιτέρω το παγκόσμιο εμπόριο και να επιβραδύνουν την οικονομική δραστηριότητα.
Η περαιτέρω κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές των βασικών εμπορευμάτων, με πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις στην ΕΕ. Το Γενικό Συμβούλιο εξέτασε επίσης κατά πόσον η ΕΕ θα μπορούσε να αντλήσει διδάγματα από τις περσινές μαζικές αναλήψεις καταθέσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ελβετία.
Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Συμβούλιο αναγνώρισε ότι η ισχυρή κερδοφορία και το χαμηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων που παρατηρήθηκαν το 2023 έχουν αυξήσει την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα της ΕΕ σε μελλοντικούς κλυδωνισμούς. Ωστόσο, οι υποτονικές προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης ενδέχεται να επηρεάσουν σταδιακά την κερδοφορία και την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών.
Όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές αγορές, το Γενικό Συμβούλιο σημείωσε την έντονη διάθεση ανάληψης κινδύνων των επενδυτών και τις υψηλές αποτιμήσεις περιουσιακών στοιχείων σε ορισμένα τμήματα της αγοράς και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος μη εύρυθμων προσαρμογών στις χρηματοπιστωτικές αγορές παραμένει σοβαρός. Πιθανές διορθώσεις της αγοράς θα μπορούσαν να ενισχυθούν από τους υψηλούς πιστωτικούς κινδύνους και τους κινδύνους ρευστότητας στον τομέα της μη τραπεζικής χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης.
Όσον αφορά την κατεύθυνση της μακροπροληπτικής πολιτικής, το Γενικό Συμβούλιο σημείωσε ότι οι χώρες λαμβάνουν μέτρα για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα. Στο πλαίσιο αυτό, το Διοικητικό Συμβούλιο εξέφρασε την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι 27 χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου έχουν δημιουργήσει -ή δημιουργούν- αποδεσμεύσιμα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας με τη μορφή αντικυκλικών κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας και/ή αποθεμάτων ασφαλείας συστημικού κινδύνου.
Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχει ακόμη περιθώριο αύξησης του μεριδίου των αποδεσμεύσιμων κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας χωρίς απαραίτητα αύξηση των σημερινών επιπέδων κεφαλαίου. Η ύπαρξη επαρκούς αποδεσμεύσιμου κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας είναι καίριας σημασίας για να μπορούν οι υπεύθυνοι χάραξης μακροπροληπτικής πολιτικής να αντιδρούν όταν επέρχεται ο κίνδυνος.