Βελτίωση σε όλους τους τομείς παρουσίασε η εικόνα των τραπεζών το 2023 σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που μόλις δημοσιοποιήθηκε, καθώς αύξησαν τα καθαρά κέρδη τους κατά 400 εκατ. ευρώ στα 3,8 δισ. ευρώ, αλλά και την ποιότητα των κερδών από τραπεζικές εργασίες, αύξησαν τα κεφάλαιά τους και έχουν φθάσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ μείωσαν σημαντικά τα κόκκινα δάνειά τους. Έχουν επίσης αυξήσει τη ρευστότητά τους σημαντικά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ υψηλότατοι είναι οι δείκτες απόδοσης RoE 12% και RoA 1,2%.
Τα καμπανάκια είναι για την ανησυχία δημιουργίας νέων κόκκινων δανείων, καθώς ο πληθωρισμός και τα υψηλά επιτόκια της ΕΚΤ δοκιμάζουν τους δανειολήπτες.
Επίσης, η ΤτΕ σχολιάζει την ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών που έχει μεν βελτιωθεί, όσον αφορά τους αναβαλλόμενους φόρους, αλλά παραμένει υψηλά στα κεφάλαιά τους, με τα DTC να φθάνουν τα 12,9 δισ. ευρώ αν και έχουν μειωθεί και τα DTAs από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις, να είναι 2,6 δισ. ευρώ και να αποτελούν το 9% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, «η βελτίωση του συνόλου των βασικών μεγεθών του τραπεζικού τομέα είναι αδιαμφισβήτητη». Ωστόσο, η διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλό ακόμη επίπεδο, σε συνδυασμό με τα αυξημένα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και την επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, δοκιμάζει την ανθεκτικότητα των νοικοκυριών και επιχειρήσεων και ενδέχεται να συμβάλει στη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).
Το 2023, οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 3,8 δισ. ευρώ, έναντι κερδών 3,4 δισ. ευρώ το 2022.
Θετικά συνέβαλε η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους ως αποτέλεσμα της αύξησης των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, ενώ αρνητικά επέδρασε η μεγάλη μείωση των εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις και λοιπά έσοδα, τα οποία είναι μη επαναλαμβανόμενα. Η ΤτΕ επισημαίνει τη μεγάλη βελτίωση στην ποιότητα των κερδών των ελληνικών τραπεζών από επαναλαμβανόμενες τραπεζικές εργασίες κι όχι από έκτακτα έσοδα.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων ενισχύθηκε σημαντικά, τονίζει, ωστόσο η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους εξακολουθεί να είναι χαμηλή. Η βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας επιτεύχθηκε κυρίως λόγω της εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίων μέσω της κερδοφορίας, αλλά και της έκδοσης κεφαλαιακών μέσων.
Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου CET1, σε ενοποιημένη βάση αυξήθηκε σε 15,5% το Δεκέμβριο του 2023, από 14,5% το Δεκέμβριο του 2022, και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου TCR σε 18,7% από 17,5% αντίστοιχα. Αποτέλεσμα είναι ο δείκτης CET1 να συγκλίνει με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (15,7% το Δεκέμβριο του 2023), ενώ ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου εξακολουθεί να υπολείπεται (19,7% το Δεκέμβριο του 2023).
Παράλληλα, η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκε, αναφέρει η ΤτΕ, λόγω της αύξησης των καταθέσεων, (πάνω από 201 δισ. ευρώ), με αποτέλεσμα οι εποπτικοί δείκτες ρευστότητας να διαμορφώνονται σε πολύ ικανοποιητικό επίπεδο.
Επίσης, το 2023 το ποσοστό ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών στο σύνολο των δανείων μειώθηκε περαιτέρω (Δεκέμβριος 2023: 6,6%, Δεκέμβριος 2022: 8,7%) με τρεις εκ των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών να έχουν ποσοστό ΜΕΔ κάτω από 5%.
Ωστόσο, στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός και διαμορφώνεται σε 37,6%. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να συνεχιστούν οι ενέργειες που στοχεύουν στην πλήρη εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών και στην επίτευξη σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Όσον αφορά τις προοπτικές, το διεθνές περιβάλλον αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση. Η όξυνση των γεωπολιτικών κινδύνων με την επέκταση των πολεμικών συγκρούσεων, αλλά και με τον αυξανόμενο εμπορικό ανταγωνισμό μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, μπορεί να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και κατ’ επέκταση στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Τυχόν απότομη επιδείνωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών μπορεί να προκαλέσει αναταράξεις, λέει η ΤτΕ, με δυσμενείς επιδράσεις τόσο στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών όσο και στον ελληνικό τραπεζικό τομέα, καθώς η προσπάθεια των τραπεζών για πιστωτική επέκταση θα καταστεί δυσχερέστερη.