Είναι βέβαιο ότι οι ισχυρές πιέσεις που δέχθηκαν χθες οι χρηματιστηριακές αγορές δεν οφείλονταν αποκλειστικά στις αποκαλύψεις του Σαββατοκύριακου αναφορικά με το παγκόσμιο δίκτυο το οποίο «ξέπλυνε» παράνομα κεφάλαια άνω των 2 τρισ. δολαρίων την περασμένη δεκαετία και κυρίως ως το 2017. Η έντονα πτωτική τάση των δεικτών οφείλεται, άλλωστε, στους φόβους για νέο lockdown εξαιτίας της κατακόρυφης αύξησης των κρουσμάτων του Covid-19 παγκοσμίως, καθώς και στις στρεβλώσεις των ίδιων των αγορών, που μεγεθύνονται από το άφθονο και φθηνό χρήμα που κυκλοφορεί σε αυτές.
Είναι σαφές, επίσης, ότι αυτό που ήρθε στην επιφάνεια ήταν μόνο η κρυφή του παγόβουνου, μιας και οι 2.100 αναφορές που έχουν αναλυθεί αντιπροσωπεύουν μόλις το 0,02% των 12 και πλέον εκατομμυρίων που έχουν υποβληθεί στις αμερικανικές αρχές και αφορούν πιθανές παράνομες συναλλαγές.
Είναι προφανές, τέλος, ότι οι περισσότεροι από όσους φέρονται να εμπλέκονται σε αυτό το σκάνδαλο μεγατόνων επέμειναν να σφυρίζουν αδιάφορα τα προηγούμενα 24ωρα: Από τα ίδια τα τραπεζικά μεγαθήρια που ονοματίζουν οι ερευνητές δημοσιογράφοι οι οποίοι μελέτησαν την υπόθεση, μέχρι τον Λευκό Οίκο και, φυσικά, την Άγκυρα και ειδικά το υπουργείο Οικονομικών, του οποίου ηγείται ο Μπεράτ Αλμπαϊράκ – ένας άνθρωπος ο οποίος όχι απλώς δείχνει να είχε εκτεταμμένη γνώση του τι συνέβαινε, αλλά πιθανότατα διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στο προαναφερθέν δίκτυο.
Τίποτα από τα παραπάνω, ωστόσο, ούτε βεβαίως και η «ομερτά» των ελεγχόμενων από τους εμπλεκόμενους ΜΜΕ (πχ. Όπως συμβαίνει στην Τουρκία) δεν μπορεί να κρύψει μερικές μεγάλες αλήθειες. Εξάλλου, όσο κι αν κάποιοι ισχυριστούν ότι πρόκειται για ατυχείς συμπτώσεις ή εξαιρέσεις στον κανόνα, είναι γνωστό ότι σύμπτωση ή εξαίρεση επαναλαμβανόμενη παύει να είναι σύμπτωση ή εξαίρεση.
«Παίκτης-κλειδί» ο Αλμπαϊράκ
Ας δούμε, για παράδειγμα, τι ισχύει στην περίπτωση του Τούρκου υπουργού Οικονομικών, ο οποίος «τυγχάνει» να είναι και γαμπρός και δεξί χέρι του Ταγίπ Ερντογάν: Ο Ρεζά Ζαράμπ, συγκεκριμένα, είναι ένας από τους ανθρώπους που αναφέρονται ονομαστικά για την εμπλοκή τους στο δίκτυο του «ξεπλύματος», με... ειδικότητα την παραβίαση του αμερικανικού εμπάργκο σε βάρος του. Λίγο μετά τη σύλληψή του από τις αρχές των ΗΠΑ, το 2016 στο Μαϊάμι, ο γνωστός λαθρέμπορος χρυσού είχε «καρφώσει» μια σειρά τουρκικές τράπεζες, αλλά και προσωπικά τον Αλμπαϊράκ.
Ο τελευταίος, εξάλλου, εκτιμάται ότι όχι μόνο ήλεγχε απευθείας κάποιες από αυτές τις τράπεζες που ήταν κρατικές (όπως η Halkbank), αλλά είχε στο χέρι και ορισμένες ιδιωτικές. Μια τέτοια είναι η Aktif Bank, η οποία ανήκε στον επενδυτικό όμιλο Calik, του οποίου ο ίδιος ήταν διευθύνων σύμβουλος προτού αποφασίσει να εμπλακεί με την πολιτική. Μάλιστα, φέρεται να είχε παρέμβει και για να ανοιχτεί στην τράπεζα «τροφοδότης» λογαριασμός ο οποίος θα εξυπηρετούσε τις δραστηριότητες του Ζαράμπ και των συνεργατών του.
Δεν είναι τυχαίο, βεβαίως, ούτε το γεγονός ότι – όπως αναφέρει σε ρεπορτάζ της η ιστοσελίδα της Ahval – ο πρώην «ταχυδρόμος» του Ζαράμπ, Αντέμ Καραμάν, είχε δηλώσει πως είχε λάβει ρητές διαβεβαιώσεις από το αφεντικό του ότι οι τουρκικές αρχές ήταν «στο κόλπο» και δεν επρόκειτο ποτέ να του προκαλέσουν προβλήματα ή να τον εμποδίσουν.
Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, πως όταν ο κλοιός άρχισε να σφίγγει γύρω από την Halkbank και όλο το δίκτυο, ο Αλμπαϊράκ είχε αναλάβει, μετά από προσωπική εντολή του Ερντογάν, να κάνει τη βρόμικη δουλειά και να βρει ένα συμβιβασμό. Για τον λόγο αυτό, είχε συναντηθεί το 2019 στον Λευκό Οίκο με τον Ντόναλντ Τραμπ και τον δικό του γαμπρό, Τζαράντ Κουσνέρ. Παρών ήταν και ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Στίβεν Μνιούτσιν, ο οποίος είχε συνολικά τρεις συναντήσεις με τον Αλμπαϊράκ το διάστημα 2018-'19.
Deutsche Bank, η τράπεζα των σκανδάλων
Εκτός από την Τουρκία των Ερντογάν και Αλμπαϊράκ, όμως, υπάρχει και μια ακόμη περίπτωση που κυριολεκτικά... βγάζει μάτια. Πρόκειται, βεβαίως, για την Deutsche Bank, στην οποία αντιστοιχεί η μερίδα του λέοντος των παράνομων συναλλαγών που αποκαλύφθηκαν – 1,3 από τα 2 τρισ. δολάρια – και την φέρνει να πρωταγωνιστεί σε ένα ακόμη σκάνδαλο μεγατόνων, από τα πολλά στα οποία έχει βρεθεί μπλεγμένη τα τελευταία χρόνια.
Για του λόγου το αληθές, η γερμανική τράπεζα είχε βρεθεί στην πρώτη γραμμή της υπόθεσης των ενυπόθηκων δανείων με μηδενικές ή εξαιρετικά ανεπαρκής διασφαλίσεις που οδήγησαν στο κραχ του 2008 στις ΗΠΑ – κια, στη συνέχεια, προκάλεσαν παγκόσμιο τσουνάμι. Αυτός είναι και ο λόγος που το 2013 αναγκάστηκε από τις αμερικανικές αρχές να καταβάλει 1,9 δισ. δολάρια στις Freddie Mac και Fannie Mae, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα υποχρεώθηκε σε μία ακόμη αποζημίωση, της τάξης των 7,2 δισ.
Στο ενδιάμεσο, το 2015, η ίδια τράπεζα είχε πρωταγωνιστήσει σε ξέπλυμα 10 δισ. δολαρίων που προέρχονταν από παράνομες δραστηριότητες στη Ρωσία, μέσω συναλλαγών σε ρούβλια – κάτι για το οποίο της επιβλήθηκε νέα ποινή, της τάξης των 600 εκατομμυρίων.
Η συγκεκριμένη τράπεζα έχει βρεθεί εκτεθειμένη, όμως και απέναντι στις ευρωπαϊκές αρχές. Γι' αυτό και το 2013 της επιβλήθηκε από την Κομισιόν πρόστιμο 725 εκατ. ευρώ – το μεγαλύτερο από τις υπόλοιπες έξι που κατηγορήθηκαν για χειραγώγιση επιτοκίων. Αποδείχθηκε, επίσης, άμεσα μπλεγμένη στην υπόθεση ξεπλύματος μαύρου χρήματος (κάπου 200 εκατ. ευρώ) από την Danske Bank, την περίοδο 2007-'15.
Όλα αυτά, όπως είναι φυσικό, δεν έχουν κάνει κακό μόνο στη φήμη της τράπεζας, αλλά και στην κεφαλαιοποίησή της: Την τελευταία δεκαετία, οι μετοχές της έχουν χάσει το 75% της αξίας τους, ενώ το ποσοστό φτάνει στο 85% όταν περίοδος αναφοράς είναι τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ακούει, άραγε, κανείς εκεί στο Βερολίνο;