Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Δεν πρόλαβαν οι αγορές να απορροφήσουν την είδηση για τη μείωση των επιτοκίων της Fed κατά 25 μονάδες βάσης, που οδήγησαν σε μαζικές πωλήσεις, ήρθε και η κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Κίνα για να περιπλέξει ακόμα περισσότερο τις καταστάσεις.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προειδοποίησε χθες την Κίνα, ότι σχεδιάζει να επιβάλει δασμούς 10% σε κινεζικές εισαγωγές νέων κατηγοριών προϊόντων, αξίας 300 δισ. δολάρια ξεκινώντας από το Σεπτέμβριο. Το γεγονός αυτό από μόνο του, διέψευσε κάθε προσδοκία για αποκλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στις δυο χώρες, όπως είχε διαφανεί με την επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων.
Όλοι ήλπιζαν πως οι νέες διαπραγματεύσεις θα οδηγούσαν σε αποκλιμάκωση του εμπορικού πολέμου ανάμεσα στις δυο χώρες. Αλλά ο πόλεμος αυτός, εστιάζεται ουσιαστικά στο ψηφιακό τοπίο, αφού τα προϊόντα τεχνολογίας βρίσκονται στην αιχμή του δόρατος των δασμών, των κυρώσεων και των αποκλεισμών. Έτσι η επιθυμία των ΗΠΑ να καθυστερήσουν την ανάπτυξη των τεχνολογικών υποδομών της Κίνας στον δρόμο για την κυριαρχία της στον χώρο της Τεχνητής Νοημοσύνης, έχει επιπτώσεις και σε άλλους τομείς, όπως είναι η αγροτική παραγωγή, η κτηνοτροφία και η μεταποίηση στις ΗΠΑ.
Επιπλέον το μέτωπο απέναντι στην ΕΕ παραμένει ανοικτό. Οι αναμενόμενες ανακοινώσεις του Προέδρου Τραμπ που πιθανόν θα περιλαμβάνουν εξαγγελίες δασμών στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα, στα τρόφιμα, στα οινοπνευματώδη, έρχονται ως αντίποινα για τα πρόστιμα που επέβαλαν χώρες της ΕΕ σε αμερικανικούς ψηφιακούς κολοσσούς και ως αντίποινα για τις «κρατικές» ενισχύσεις που προσφέρει η ΕΕ στην Airbus.
Και ενώ τα μακροοικονομικά δεδομένα στις ΗΠΑ δείχνουν την ανεργία να παραμένει στο 3,7% και τους μισθούς να αυξάνουν κατά 3,2%, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, η Κίνα έπαψε να αποτελεί τον μεγαλύτερο εταίρο των ΗΠΑ. Λόγω του εμπορικού πολέμου, οι εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στις δυο χώρες, συρρικνώνονται δημιουργώντας προβληματισμό και ανασφάλεια για το αύριο της παραγωγής, του εμπορίου και των αγορών.
Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές των ΗΠΑ προς την Κίνα μειώθηκαν κατά 18%, ενώ οι εισαγωγές από την Κίνα κατά 12%. Το δε αμερικανικό εμπορικό έλλειμμα διευρύνθηκε 7,9% στο πρώτο εξάμηνο σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2018.
Ο «πόλεμος των λέξεων», που έχει επακολουθήσει μετά από τις ανακοινώσεις του Προέδρου Τραμπ, καταδεικνύει πως υπάρχει μια υπερθέρμανση της έντασης ανάμεσα στις δυο χώρες. Ήδη οι Κινέζοι κατηγορούν τις ΗΠΑ πως έχουν αναμιχθεί στις εξεγέρσεις στο Χονγκ Κονγκ και οι Αμερικανοί κατηγορούν την Κίνα πως δεν υποβοηθά την ειρηνευτική πορεία ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Βόρειο Κορέα.
Ο Κινέζος πρέσβης στον ΟΗΕ, Ζανγκ Γιουν, δήλωσε χθες πως «αν οι ΗΠΑ επιθυμούν ανοικτό εμπορικό πόλεμο, θα τον έχουν, διότι οι Κινέζοι γνωρίζουν να πολεμούν» Επιπλέον κατηγόρησε ανοικτά τις ΗΠΑ πως βρίσκονται πίσω από πολλές «εσωτερικές υποθέσεις» της Κίνας, όπως στο Θιβέτ, το Ξινγιάνγκ και το Χονγκ Κονγκ, υποδαυλίζοντας τις αντιθέσεις και υποστηρίζοντας τις εχθρικές προς την Κινεζική κυβέρνηση δυνάμεις.
Επιστρέφοντας στο καθαρά εμπορικό σκέλος των σχέσεων ΗΠΑ – Κίνας, φαίνεται πως οι πληγές που ανοίγουν δεν επουλώνονται εύκολα. Σε μια κίνηση καλής θέλησης οι Κινέζοι αποφάσισαν να επαναφέρουν στα προ κρίσης επίπεδα, τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων από τις ΗΠΑ.
Όμως η επαναφορά στην κανονικότητα δεν είναι εύκολη. Πρέπει να υπάρξουν επαναδιαπραγματεύσεις για τα προϊόντα, τις ποσότητες, τις τιμές, τα συστήματα διανομής και λοιπά. Μια διαδικασία δηλαδή, που απαιτεί χρόνο. Όπως είπε και ο Κινέζος πρέσβης που προαναφέραμε : «Eat hot tofu slowly», δηλαδή να τρώμε το καυτό τοφού, αργά. Και η αλήθεια είναι πως οι διαδικασίες του εμπορίου είναι πιο αργές από τα τουϊταρίματα του προέδρου Τραμπ.
Θα πρέπει να αναφερθεί πως ταυτόχρονα με όσα συμβαίνουν στο προσκήνιο, βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα εθνικιστική έκρηξη στο εσωτερικό της Κίνας και σε ένα αντιαμερικανικό μένος, που κλιμακώθηκε το τελευταίο δίμηνο με την αναρρίχηση στις υψηλές θέσεις της δισκογραφίας, ενός τραγουδιού με τίτλο: «Εμπορικός πόλεμος» και με στίχους όπως «Θέλεις να μιλήσουμε; Θα μιλήσουμε! Θέλεις να πολεμήσουμε; Ας πολεμήσουμε! Θέλεις να μας τρομάξεις; Μόνο στο όνειρο σου!».
Επιπλέον, εμφανίζονται ολοένα και περισσότερα εστιατόρια και εμπορικά καταστήματα, τα οποία σημειώνουν στους τιμοκαταλόγους τους, πως υπάρχει μια επιπλέον χρέωση 25% για Αμερικανούς πελάτες, η οποία ακολουθείται από μια υποσημείωση που αναφέρει, πως «αν δεν καταλαβαίνετε το γιατί, απευθυνθείτε στην Αμερικανική Πρεσβεία».
Η σιωπηρή οδηγία των κινεζικών αρχών, για απαγόρευση της αγοράς και κατανάλωσης αμερικανικών προϊόντων που παράγονται στην Κίνα, θέτει σε άμεσο κίνδυνο και την βιωσιμότητα των αμερικανικών εταιριών οι οποίες επιχειρούν στον κινεζικό έδαφος. Άλλωστε το 75% της παραγωγής αυτών των εταιριών απευθύνεται στην εγχώρια κινεζική αγορά, το 18% κατευθύνεται στις αγορές της Νοτιοανατολικής Ασίας και μόλις το 7% εξάγεται στις ΗΠΑ.
Με κάθε τρόπο, οι Κινέζοι δηλώνουν αποφασισμένοι να ακολουθήσουν το σκληρό δρόμο του εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ, ενστερνιζόμενοι παλαιές δοκιμασμένες πρακτικές, πατριωτικής και εθνικιστικής αφύπνισης του κινέζων πολιτών. Και όπως φαίνεται προετοιμάζονται για πόλεμο διαρκείας.
Όσο και να μας φαίνεται κάτι τέτοιο, γεωγραφικά μακρινό και οικονομικά ανώδυνο, ας θυμηθούμε την ιστορία με τα βουβάλια που πάλευαν στο βάλτο. Η προσπάθεια του Χρηματιστηρίου Αθηνών να αυτονομηθεί από την πτώση των μεγάλων διεθνών αγορών, δεν είμαστε σίγουροι πως θα στεφθεί από επιτυχία. Οι διεθνείς χρηματιστηριακοί δείκτες είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι μετά από την υπερδεκαετή ανοδική τους πορεία και βρίσκονται αντιμέτωποι με στηρίξεις, που αν σπάσουν θα οδηγηθούν σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα.
Ακόμα πιο δύσκολη θα είναι και η προσπάθεια αυτονόμησης των εξελίξεων της εγχώριας οικονομίας η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει ένα «success story» μέσα στη καταιγίδα, ή θα μπορούσε να υποστεί ένα τελικό κτύπημα νοκ άουτ.