Του Γιώργου Παυλόπουλου
Οι φωτογραφίες που δόθηκαν στη δημοσιότητα επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς Άγκυρας και Μόσχας ότι θα τηρήσουν τη συμφωνία που υπέγραψαν το 2017. Παρά τις αμερικανικές αντιδράσεις και απειλές, λοιπόν, οι ρωσικοί S-400 φαίνεται πως άρχισαν να φτάνουν σταδιακά στο τουρκικό έδαφος, ανοίγοντας παράλληλα μια νέα σελίδα στην ταραγμένη ιστορία της περιοχής μας. Και επιβεβαιώνοντας ότι οι σταθερές και συμμαχίες της προηγούμενης περιόδου δεν είναι σίγουρο ότι θα ισχύουν και στα επόμενα, ταραγμένα χρόνια και δεκαετίες.
Φυσικά, το γεγονός ότι έφτασαν κάποια βαριά οχήματα και, πιθανώς, ορισμένα τμήματα του πυραυλικού συστήματος αεράμυνας δεν λέει τίποτα ούτε για το πότε θα ολοκληρωθεί η παράδοση ούτε, πολύ περισσότερο, για το πότε – και εάν – οι S-400 θα ενταχθούν επιχειρησιακά στο δυναμικό των ενόπλων δυνάμεων της Τουρκίας. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι και στην υπόθεση των F-35, η Τουρκία είχε αρχίσει να παράγει τμήματά τους, οι πιλότοι της είχαν ξεκινήσει την εκπαίδευσή τους και το πρώτο αεροσκάφος είχε παραληφθεί επισήμως από τις ένοπλες δυνάμεις της – όμως, τίποτα από αυτά δεν μέτρησε τη στιγμή που οι Αμερικανοί αποφάσισαν να τα «παγώσουν» όλα.
Έτσι, πιθανότατα, η υπόθεση των S-400, όπως άλλωστε και των F-35, θα συνεχίσει να μας απασχολεί για κάποιο διάστημα ακόμη, ίσως και όχι μικρό. Τα σενάρια θα δίνουν και θα παίρνουν, τα αντίποινα της Ουάσινγκτον αναμένεται να έρθουν σύντομα, οι εκατέρωθεν απειλές και προειδοποιήσεις θα πολλαπλασιαστούν και θα ενταθούν – συνοδευόμενες, ενίοτε, με την έκφραση λύπης για την κρίση που αντιμετωπίζει μια παλιά και στρατηγική σχέση, όπως είναι αυτή ανάμεσα σε ΗΠΑ και Τουρκία.
Η Τουρκία αισθάνεται ισχυρή
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ένα είναι βέβαιο: Παρά την ήττα του στην Κωνσταντινούπολη, που από πολλούς ερμηνεύθηκε (και δικαίως) ως η αρχή του τέλους της απόλυτης κυριαρχίας του, ο Ταγίπ Ερντογάν μοιάζει αποφασισμένος να τραβήξει το σκοινί απέναντι στους Αμερικανούς. Η αλήθεια δε είναι πως ούτε η αντιπολίτευση του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος έχει τολμήσει ως τώρα να σηκώσει τους τόνους και να αμφισβητήσει ανοιχτά την αγορά των S-400.
Η εξήγηση για τα παραπάνω δεν βρίσκεται στην ιδιοτροπία και την ξεροκεφαλιά του Ερντογάν ή τον φόβο των κεμαλιστών. Έγκειται στο γεγονός ότι το σύνολο της τουρκικής πολιτικής τάξης έχει συνείδηση ότι η χώρα τους είναι πλέον αρκετά ισχυρή, πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά, έχει αναβαθμιστεί διεθνώς και, κατά συνέπεια, έχει το δικαίωμα να διεκδικεί περισσότερα. Και μάλιστα δυναμικά, σε μια περιοχή στην οποία, ούτως ή άλλως, είναι φανερό ότι η τράπουλα ξαναμοιράζεται βίαια.
Προφανώς, από την πλευρά τους, οι Αμερικανοί δεν θα εγκαταλείψουν εύκολα αυτό το παιχνίδι. Θα συνεχίσουν να πιέζουν και να εκβιάζουν τον Ερντογάν, χωρίς ωστόσο ποτέ να ανατινάξουν τις γέφυρες που τους συνδέουν με την Τουρκία, η οποία έχει γι' αυτούς – όπως και για τους Ρώσους – στρατηγική σημασία. Κάποιες φορές, μάλιστα, δεν θα διστάσουν να του καταφέρουν και χτυπήματα κάτω από τη μέση, για να καταλάβει ότι δεν αστειεύονται.
Άρθρο-μήνυμα στην Washington Post
Κάτι τέτοιο φαίνεται πως συνέβη στην περίπτωση ενός άρθρου που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Washington Post και προκάλεσε την οργή της Άγκυρας. Κάτι απολύτως λογικό, άλλωστε, αφού η υπογραφή ανήκε σε ένα ιδρυτικό μέλος και από τα κορυφαία στελέχη σήμερα του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (ΡΚΚ), του Τσεμίλ Μπαγίκ. Ενός ανθρώπου, δηλαδή, ο οποίος όχι μόνο ανήκει σε μια οργάνωση που χαρακτηρίζεται επισήμως ως παράνομη και τρομοκρατική τόσο από την Τουρκία όσο και από τις ΗΠΑ, αλλά είναι και επικηρυγμένος με 4 εκατ. δολάρια από τους Αμερικανούς!
Όσο δε κι αν ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι η συγκεκριμένη εφημερίδα είναι «όργανο» του Λευκού Οίκου ή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ (εξάλλου, είναι γνωστή η κόντρα της με τον Τραμπ), είναι φανερό ότι σε αυτό το ζήτημα υπήρξε η σιωπηρή ανοχή τους – αν όχι κάτι περισσότερο. Με σκοπό, πολύ απλά, να σταλεί ένα μήνυμα στον Ερντογάν ότι το κόστος της ανυπακοής και της ρήξης θα είναι πολύ υψηλό…
Δυστυχώς, βεβαίως, σε αυτό το φόντο, κανείς δεν μπορεί στα σοβαρά να αρνηθεί ότι η πολεμική απειλή στη γειτονιά μας έχει αυξηθεί, σημαντικά.