Οι αναδιαρθρώσεις των χρηματιστηριακών δεικτών είναι μέρος της καθημερινότητας των αγορών, πλέον υπάρχουν εκατοντάδες δείκτες αναφοράς που διαφοροποιούνται ανάλογα με το μέγεθος, την εθνικότητα, το κλάδο, τα θεμελιώδη, το ESG σκορ ή με ακόμα πιο σύνθετα κριτήρια προσπαθώντας να ικανοποιήσουν το κριτήριο της διαφοροποίησης μιας επενδυτικής πρότασης. Οι δείκτες εξυπηρετούν την ορθή απεικόνιση μιας τάσης, πάνω σε αυτή την απόδοση οι διαχειριστές κεφαλαίων κρίνονται για τις αποδόσεις τους ενώ παράλληλα εταιρείες αξιολογούνται για τη σχετική τους απόδοση.
Ωστόσο, μια μερίδα εισηγμένων εταιρειών τείνει να υποεκτιμά την αξία της συμμετοχής της σε ένα δείκτη. Ενδεχομένως η στάση αυτή προέρχεται και από την υποχρέωση τους να προβούν σε μια σειρά από δράσεις ικανοποίησης των κριτηρίων ένταξης σε δείκτες.
Για παράδειγμα, το κριτήριο της ικανοποιητικής διασποράς, που είναι μια κοινή παράμετρος σε όλους σχεδόν τους δείκτες αναφοράς, μπορεί να σημαίνει ότι οι βασικοί μέτοχοι θα πρέπει να μειώσουν τη συμμετοχή τους είτε με την πώληση μέρους των μετοχών τους είτε με την παραίτηση τους από το δικαίωμα συμμετοχής σε μια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Η καθήλωση της ελεύθερης διασποράς σημαίνει –συνήθως- και χαμηλή εμπορευσιμότητα στερώντας δύο βασικά κριτήρια ένταξης σε δείκτες.
Η σημασία της ένταξης σε δείκτες ως προς την αύξηση της κεφαλαιοποίησης μιας εταιρείας έρχεται να αποδειχθεί από μια μελέτη στην οποία συμμετέχουν οι κκ. Hao Jiang, Lu Zeng και ο «δικός μας» Δημήτρης Βαγιάνος. Σε αυτή τη μελέτη αποδεικνύεται ότι τα κεφάλαια που ακολουθούν τους δείκτες αναφοράς (index trackers – passive funds) τείνουν να αυξάνουν δυσανάλογα την κεφαλαιοποίηση μιας εταιρείας, ειδικά όσες είναι στις πρώτες θέσεις των κεφαλαιοποιήσεων των εταιρειών που απαρτίζουν το δείκτη.
Τα αποτελέσματά της μελέτης έδειξαν ακόμα ότι οι ροές που σχετίζονται με την αύξηση των σταθμίσεων, την εισαγωγή ή απλά τη συμμετοχή σε ένα δείκτη δημιουργούν μια ιδιότυπη θετική διακύμανση για τις μεγάλες επιχειρήσεις, η οποία την ίδια στιγμή αποθαρρύνει τους υπόλοιπους επενδυτές να διορθώσουν τις ανωμαλίες στις τιμές που προέρχονται από την αύξηση των εισροών στις μετοχές.
Το συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι οι μεγαλύτερες εταιρείες του S&P-500 έχουν τις υψηλότερες αποδόσεις και αυξήσεις στη μεταβλητότητα που σχετίζονται με τις εισροές που αφορούν τον δείκτη. Οι μεγάλες εταιρείες που συμμετέχουν σε δείκτες σε βάθος 25 ετών είχαν καλύτερη απόδοση από τους μέσους όρους των αποδόσεων μικρότερων εταιριών. Μάλιστα, η επίδραση στην κεφαλαιοποίηση των εταιρειών που συμμετείχαν στο δείκτη S&P-500 σε βάθος 25 ετών είναι της τάξεως του 30,25%. Για μια εταιρεία που αξίζει δηλαδή 3 δις ευρώ, το 1 δισ. ευρώ είναι η «επιβράβευση» της συμμετοχής της στο δείκτη σε βάθος 25 ετών.
Πέρα από την επίδραση της παθητικής συμμετοχής των κεφαλαίων, μια άλλη μελέτη παρέχει μια ακόμα εξήγηση, η οποία περιγράφει με πολύ ακριβή τρόπο και το πως σκέφτονται οι διαχειριστές: Η ελαστικότητα της ζήτησης μιας μετοχής είναι μικρότερη όσο μεγαλώνει η κεφαλαιοποίηση μιας μετοχής σε ένα δείκτη. Ο λόγος για τον οποίο η ζήτηση γίνεται πιο ανελαστική για τις μεγαλύτερες σε κεφαλαιοποίηση εταιρείες είναι απλώς επειδή σχεδόν κάθε επενδυτής – είτε ενεργός είτε παθητικός – είναι «αναγκασμένος» να κατέχει τις μεγαλύτερες εταιρείες σε μια αγορά.
Εάν το χαρτοφυλάκιο περιέχει μικρές εταιρείες η απόφαση να πουληθούν όταν γίνουν ακριβές είναι σχετικά εύκολη. Κανείς δεν θα κατηγορήσει ένα διαχειριστή κεφαλαίων για υποαπόδοση μόνο και μόνο επειδή δεν είχε μετοχές μικρών εταιρειών που έκαναν ράλι. Αν όμως ένα χαρτοφυλάκιο αναφοράς του δείκτη S&P-500 δεν περιέχει μετοχές της NVidia ή της Apple και έχει χαμηλή απόδοση στην αγορά, οι επενδυτές θα δυσανασχετήσουν και πιθανόν να ζητήσουν εξαγορές μεριδίων ή να αλλάξουν διαχειριστή.
Ως εκ τούτου, ακόμη και ενεργοί επενδυτές «αναγκάζονται» να κατέχουν έστω και λίγες μετοχές της NVidia και της Apple, όσο ακριβές κι αν είναι. Και αυτή η σχετικά μικροσκοπική διαφορά στη ζήτηση δημιουργεί τεράστιο όφελος για τις μεγαλύτερες μετοχές του S&P-500 τα τελευταία 25 χρόνια.
Η συμμετοχή σε δείκτες δεν είναι ένα εύκολο εγχείρημα ειδικά όταν πρόκειται για δείκτες που συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον εκατοντάδων επενδυτικών κεφαλαίων. Αφενός υπάρχει ανταγωνισμός από πολλές εταιρείες που επιθυμούν την ένταξη τους ή τη μη αποβολή τους, αφετέρου τα κριτήρια εισαγωγής προϋποθέτουν συστηματική δουλειά σε πολλά επίπεδα (ESG, IR) με δεδομένο βέβαια ότι τα θεμελιώδη είναι επαρκή. Αν όλα αυτά δεν είναι αρκετά πειστικά μια ματιά στη μετοχή της Metlen και τη διαχρονική πορεία της στο ταμπλό θα σας πείσει.