Κλίμα ευφορίας επικρατεί τις τελευταίες ημέρες στις αγορές, με τον S&P 500 να αγγίζει τις 6.000 μονάδες την Παρασκευή για πρώτη φορά στην ιστορία και τον δείκτη δολαρίου να σημειώνει την Τετάρτη τη μεγαλύτερη ημερήσια άνοδο από το 2016. Όμως, ενώ το Trump effect βρίσκεται σε εξέλιξη, πολλοί επενδυτικοί οίκοι προειδοποιούν ότι οι πολιτικές που θα εφαρμόσει ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ δε θα είναι απαραιτήτως ευνοϊκές για τα χρηματιστήρια. Την ίδια ώρα, η… γυάλινη σφαίρα των αναλυτών δεν προμηνύει πλούσιες αποδόσεις στο μέλλον.
Όταν αναλυτές της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, της JPMorgan, της Citi και της Goldman Sachs, προειδοποιούν ότι οι επενδυτές που γεννήθηκαν μετά το 1980 και ανήκουν στους Millennials και τους Gen Z, δε θα έχουν την τύχη να απολαύσουν τις χρηματιστηριακές αποδόσεις των προηγούμενων γενιών, μάλλον πρέπει να πάρουμε την προειδοποίηση σοβαρά.
Με κίνδυνο να θυμίσουν… Νουριέλ Ρουμπίνι, ο οποίος – ακόμα και όταν φαινομενικά πνέει ούριος άνεμος στις αγορές – συνήθως κάνει απαισιόδοξες προβλέψεις και δικαιολογημένα του έχει αποδοθεί ο χαρακτηρισμός «Dr.Doom», αρκετοί αναλυτές πλέον πιστεύουν ότι η επόμενη δεκαετία, μπορεί να μην είναι καταστροφική, αλλά θα είναι φτωχή σε αποδόσεις.
Πιο βραχυπρόθεσμα, η Capital Economics προβλέπει ότι θα συνεχιστεί το ράλι και το 2025, με φόντο τη μανία για την τεχνητή νοημοσύνη, με τον S&P 500 να κατακτά και την κορυφή των 7.000 μονάδων. Η συνέχεια, ωστόσο, δε θα είναι ανάλογη γιατί κάπου εκεί η φούσκα που συνεχώς διογκώνεται θα σκάσει και το χρηματιστηριακό πάρτι θα τελειώσει.
Η Fed έχει προειδοποιήσει εγκαίρως. Σε περσινή του μελέτη, ο Μίχαελ Σμολιάνσκι, βασικός οικονομολόγος του διοικητικού συμβουλίου της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μείωση των επιτοκίων και των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις στις τελευταίες τρεις δεκαετίες ευθύνεται για το μεγαλύτερο μέρος των εξαιρετικών χρηματιστηριακών επιδόσεων. Σύμφωνα με τον Σμολιάνσκι, τα χαμηλότερα έξοδα για τόκους και φόρους, εξηγούν πάνω από το 40% της πραγματικής αύξησης των εταιρικών κερδών από το 1989 έως το 2019. Επιπλέον, η πτώση των επιτοκίων μηδενικού ρίσκου από μόνη της ευθύνεται για ολόκληρη την αύξηση των δεικτών P/E.
Ο ίδιος προειδοποιεί ότι είναι απίθανο να συνεχιστεί η ώθηση στα κέρδη και τις αποτιμήσεις από τα συνεχώς μειούμενα έξοδα για τόκους και φόρους. Αυτό σημαίνει ότι ζούμε τη μετάβαση σε μία εποχή σημαντικά χαμηλότερων εταιρικών κερδών και μετοχικών αποδόσεων.
Τέλος, λοιπόν, τα «τρελά» χρηματιστηριακά ράλι; Η αλήθεια είναι ότι μετά την κρίση του 2008, που οι κεντρικές τράπεζες άρχισαν να τυπώνουν με μανία νέο χρήμα, η πορεία των χρηματιστηρίων προς νέες κορυφές έγινε πολύ πιο ομαλή και εύκολη. Αρκεί να δούμε το γράφημα που ακολουθεί και δείχνει την πορεία του S&P 500.
Σκανδαλιστικά εύκολη θα έλεγε κανείς, αφού κατά την περίοδο 2009-2022, των αρνητικών και μηδενικών επιτοκίων, το χρήμα έρεε άφθονο στις αγορές γιατί πολύ απλά ήταν… δωρεάν. Και επειδή οι υπερβολές δημιουργούν φούσκες, οι οποίες κάποια στιγμή σκάνε, είναι λογικό να υπάρχουν ανησυχίες για την πορεία των αγορών, πόσω μάλλον όταν είναι πολύ πιθανό να μη δούμε ουσιαστική ανάκαμψη των οικονομιών των ΗΠΑ και της Ευρώπης στα επόμενα χρόνια. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο S&P 500 τρέχει με διπλάσια «ταχύτητα» από το αμερικανικό ΑΕΠ, από το 1989 έως το 2019, με 5,5% ετησίως, έναντι 2,5%. Μάλιστα, την τελευταία δεκαετία, η ετησιοποιημένη απόδοση του κορυφαίου χρηματιστηριακού δείκτη ανήλθε στο 13%.
Όμως, γιατί οι μετοχές παγκοσμίως έχουν καταγράψει ράλι και έχουν αναρριχηθεί σε νέα ιστορικά υψηλά; Η απάντηση είναι η Τεχνητή Νοημοσύνη, η μανία για την οποία συντήρησε το επενδυτικό ενδιαφέρον από τον Οκτώβριο του 2022 έως και σήμερα, σε μία περίοδο, μάλιστα, που τα επιτόκια έφτασαν σε υψηλό 22 ετών.
Τον περασμένο μήνα, η Goldman Sachs δημοσίευσε έκθεση στην οποία προβλέπει ότι η εποχή της αφθονίας φτάνει στο τέλος της για τις αγορές, με τον S&P 500 να αποφέρει ετησιοποιημένα κέρδη της τάξης του 3% στα επόμενα 10 χρόνια, που συνεπάγεται πραγματική άνοδο της τάξης μόλις του 1%. Ο οίκος τόνισε δε, πως όταν το ένα τρίτο του δείκτη συγκεντρώνεται σε δέκα μετοχές, αυτό συνήθως οδηγεί σε αποδόσεις χαμηλότερες του μέσου όρου.
Η JPMorgan, από την πλευρά της, εκτιμά ότι στην επόμενη δεκαετία η μέση ετήσια απόδοση του S&P 500 θα συρρικνωθεί στο 5,7%, που αντιστοιχεί σε λιγότερο από το μισό της περασμένης δεκαετίας και σχεδόν στο μισό των αποδόσεων που έχουν καταγραφεί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όπως η Goldman, έτσι και η JPMorgan, σημειώνει ότι αφενός οι τρέχουσες αποτιμήσεις είναι υψηλές και αφετέρου το ράλι βασίζεται σε λίγες mega stocks που αποτελούν τις Magnificent Seven. Η Citi, τέλος, επισημαίνει ότι οι επιχειρήσεις θα δυσκολευτούν στο εξής να αυξάνουν την κερδοφορία τους, κυρίως μετά το 2025, ανεξάρτητα από το μέγεθος της νομισματικής χαλάρωσης, την οποία ήδη υλοποιεί η Fed.
Shutterstock
Shutterstock