Η ηπατίτιδα C αποτελεί το πιο επιτυχημένο ίσως παράδειγμα συνεργασίας όλων των εμπλεκόμενων φορέων για την καταπολέμηση της νόσου.
Το 2013 ακούστηκε για πρώτη φορά η έννοια της διαπραγμάτευσης. Για πρώτη φορά δόθηκαν πραγματικά στοιχεία για την επίτευξη της συμφωνίας και της παρακολούθησης.
Το 2014 ήρθαν νέα, πολύ αποτελεσματικά φάρμακα για την καταπολέμηση της νόσου, τα οποία όμως δοκίμασαν τις αντοχές των συστημάτων υγείας μιας και οι θεραπείες αυτές είχαν πολύ υψηλές τιμές και τα κράτη – μέλη δεν είχαν αναπτύξει σάρωση ορίζοντα. Πρώτα δόθηκαν στους ασθενείς σε προχωρημένο στάδιο της νόσου.
Το 2015 παραχωρήθηκε στον ΕΟΠΥΥ το μητρώο των ασθενών με ηπατίτιδα C στη χώρα μας, προϊόν της επιστημονικής συνεργασίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με επικεφαλής τους Καθηγητές Άγγελο Χατζάκη και Κυριάκο Σουλιώτη που το υλοποίησαν με ίδια μέσα και στη συνέχεια κατέστη υποχρεωτικό από τον ΕΟΠΥΥ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι την περίοδο εκείνη, σύμφωνα με μελέτες που πραγματοποίησε η ομάδα του Καθηγητή Κυριάκου Σουλιώτη σχετικά με την πρόσβαση των ασθενών με ηπατίτιδα C στις φροντίδες υγείας, εμπόδια στην πρόσβαση στη θεραπεία αντιμετώπιζε το 73,5% των ερωτώμενων, με το 28,4% αυτών να μην πληρούν εξ αρχής τα κριτήρια ένταξης ενώ το 42,6% απορρίφθηκαν. Με την υποχρεωτική εφαρμογή του μητρώου, η εν λόγω θεραπευτική περιοχή ελέγχθηκε εξ ολοκλήρου, με αποτέλεσμα τη σταδιακή ένταξη σε θεραπεία όλων των ασθενών με ηπατίτιδα C, ανεξαρτήτως σταδίου.
Η πρώτη διαπραγμάτευση καθορίστηκε τον 7/2017 μέχρι τον 8/2018.
Το 2018 συντάχθηκε το εθνικό Σχέδιο Δράσης για την καταπολέμηση της ηπατίτιδας C. Τότε δημιουργήθηκε το αναδυόμενο παράθυρο για τις ηλικίες 18 – 65 που ζητούσε από τους γιατρούς να οριστεί αν έχουν ελεγχθεί οι ασθενείς για την συγκεκριμένη πάθηση, με αποτέλεσμα τη γενίκευση των κριτηρίων και την πρόσβαση των ασθενών στις θεραπείες. Στον πρόλογό το Εθνικό Σχέδιο Δράσης αποτυπώνει την κατάσταση που επικρατούσε τότε σχετικά με την ηπατίτιδα και αναφέρεται χαρακτηριστικά:
Η Ηπατίτιδα C αποτελεί μία ιογενή νόσο με υψηλό φορτίο νοσηρότητας και θνητότητας διεθνώς, ιδιαίτερα εξαιτίας της υψηλής συχνότητας επιπλοκών της χρόνιας λοίμωξης στους ασθενείς. Μέχρι πρόσφατα, η πλήρης ίαση των ασθενών αποτελούσε ανέφικτο στόχο, ενώ οι διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές παρουσίαζαν ανεπαρκή αποτελεσματικότητα και χαμηλή συμμόρφωση των ασθενών.
Αισίως, πλέον έχουν αναπτυχθεί καινοτόμα θεραπευτικά σχήματα, τα οποία δύνανται να επιτύχουν την πλήρη θεραπεία της νόσου, ακόμη και μετά την εμφάνιση των επιπλοκών της. Σε αυτό το πλαίσιο, δίνεται η μοναδική ευκαιρία να επιτευχθεί σταδιακή μείωση και τελικά εκρίζωση της ηπατίτιδας C ως πρόβλημα Δημόσιας Υγείας, με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας να έχει συντάξει ένα αισιόδοξο σχέδιο για την εξάλειψη της νόσου έως το έτος 2030.
Υπό αυτό το πρίσμα, αναγκαία κρίνεται η αύξηση των διαγνωσμένων ασθενών, προκειμένου να μπορούν να λάβουν την απαραίτητη θεραπευτική αγωγή.
Εκτός από τη θεραπεία των υπαρχόντων ασθενών, ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται και η πρόληψη της νόσου, για την οποία δεν υπάρχει – τουλάχιστον μέχρι σήμερα – διαθέσιμο εμβόλιο. Ως εκ τούτου, η πρόληψη της νόσου επικεντρώνεται στην ευαισθητοποίηση του πληθυσμού και ιδιαίτερα των ομάδων υψηλού κινδύνου για την αποφυγή μετάδοσης του ιού.
Το εγχείρημα αυτό αποτελεί μια έμπρακτη απόδειξη προτεραιοποίησης των επιλογών στη Δημόσια Υγεία και έχει ως πρωταρχικό στόχο να αναδείξει τη σπουδαιότητα της νόσου ως πρόβλημα δημόσιας υγείας στη χώρα και της έγκαιρης διάγνωσης των ασθενών προκειμένου να επιτευχθεί η βελτιστοποίηση της αντιμετώπισής της και τελικώς η εξάλειψή της.
Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την ηπατίτιδα C, σε συνδυασμό με τα σχετικά μέτρα δημόσιας υγείας και τη διαδικασία διαπραγμάτευσης των καινοτόμων φαρμακευτικών προϊόντων αποτελούν τα εργαλεία για την άσκηση αποτελεσματικής πολιτικής υγείας και αποδοτικής χρήσης των πόρων. Επίσης, συνιστούν την πολιτική και διοικητική δέσμευση της πολιτείας για την εξάλειψη της νόσου σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Η χώρα πραγματοποίησε τη δέσμευσή της στις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και τη δημιουργία Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τις ιογενείς ηπατίτιδες και την εκρίζωση της νόσου μέχρι το 2030.
Το 2019 το μητρώο της ηπατίτιδας συνδέθηκε με το Σύστημα Ηλεκτρονικής Προέγκρισης.
Το 2020 μητρώο και διαπραγμάτευση οδήγησαν στην κοστολόγηση γονότυπου και ελαστογραφίας. Πλέον δεν απαιτείται γονότυπος άρα όλο και περισσότεροι ασθενείς έχουν πρόσβαση στις θεραπείες.
Μετά και την τρίτη διαπραγμάτευση δεν έχουν βρεθεί ακόμα όλοι οι ασθενείς και υπάρχει το ερώτημα ποια κέντρα μπορούν να βρουν τους ασθενείς αυτούς.
Πρέπει να υπάρξουν προγράμματα πρόληψης των ασυμπτωματικών ασθενών και να βρεθεί λύση για την καταπολέμηση του στίγματος των ασθενών.
Ακόμα και το πρόβλημα με την έλλειψη ΑΜΚΑ στους κρατούμενους στις φυλακές λύθηκε με τη δυνατότητα περίθαλψής τους.
Τα τελευταία χρόνια λόγω του κορωνοϊού έχει ατονήσει η εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Δράσης με αποτέλεσμα ο στόχος του 2030 για εξάλειψη της νόσου να φαίνεται εφικτός.
Από την πλευρά των ίδιων των ασθενών και μετά από μεγάλη προσπάθεια όλα αυτά τα χρόνια, ο πρόεδρος του Προμηθέα Γιώργος Καλαμίτσης λέει: «Η ηπατίτιδα αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα καλής πρακτικής καθώς έχουμε μια θεραπεία με 99% αποτελεσματικότητα, χωρίς παρενέργειες για όλους τους ασθενείς. Δεν ήταν εύκολο να συμπράξουν όλοι οι φορείς: επιστημονική κοινότητα, οι κρατικοί φορείς (ΟΚΑΝΑ, ΚΕΘΕΑ κ.λπ.), φαρμακευτικές και φυσικά η κοινωνία των πολιτών που έφεραν αυτό το αποτέλεσμα. Δεν θα μπορούσαν να το κάνουν μεμονωμένα κάποιοι φορείς.
Από την άλλη υπάρχει Εθνικό Σχέδιο Δράσης καθόλα τεκμηριωμένο κείμενο. Αυτό που πρέπει να υπάρχει είναι η πολιτική βούληση για να υφίσταται και να μπαίνει σ΄ εφαρμογή.
Με το Εθνικό Σχέδιο Δράσης και πράττοντας όσα πρέπει να γίνουν η χώρα απαλλάσσεται από την ηπατίτιδα C. Θέλει πολιτική βούληση».