Νέες παραλλαγές: Τις «πιάνουν» τα αντιικά;
Φωτογραφία αρχείου
Φωτογραφία αρχείου
Κορονοϊός

Νέες παραλλαγές: Τις «πιάνουν» τα αντιικά;

Νέες, δυνητικά επικίνδυνες, υποπαραλλαγές της μετάλλαξης Όμικρον του κορονοϊού κάνουν συνεχώς της εμφάνισή τους, επηρεάζοντας όλο σχεδόν τον κόσμο.

Μόνο το τελευταίο τρίμηνο, έχουν εντοπιστεί 4 νέα στελέχη: BQ.1., BQ.1.1, Κράκεν, και Όρθρος, με κρούσματα σε πολλές χώρες και με τη δυνατότητα να κυριαρχήσουν έναντι όλων των άλλων στελεχών.

Η διεθνής επιστημονική κοινότητα έχει διαπιστώσει πως και οι τέσσερις αυτές υποπαραλλαγές έχουν τη δυνατότητα να «ξεφεύγουν» πιο εύκολα από την άμυνα του οργανισμού. Και είναι επίσης δεδομένο ότι τα μονοκλωνικά αντισώματα δεν είναι αποτελεσματικά απέναντι σε κανένα στέλεχος της Όμικρον.

Το ερώτημα, λοιπόν, είναι εάν εξακολουθούν να «δουλεύουν» τα αντιικά φάρμακα απέναντι στον καταιγισμό νέων παραλλαγών. Τα φάρμακα αυτά δοκιμάστηκαν κλινικά στη διάρκεια του 2021, όταν ακόμη κυριαρχούσε η μετάλλαξη Δέλτα η οποία έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από την Όμικρον.

Μια πολύ πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Annals of Internal Medicine διερευνά αυτό το ζήτημα και φαίνεται να επιβεβαιώνει την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων.

Στο πλαίσιο της μελέτης, ομάδα ερευνητών από το Brigham & Women's Hospital της Βοστόνης εξέτασε το ιατρικό ιστορικό σχεδόν 45.000 ατόμων ηλικίας άνω των 50 ετών που διαγνώστηκαν με Covid-19 κατά τους πρώτους έξι μήνες του 2022, όταν δηλαδή κυκλοφορούσαν πολλαπλές υποπαραλλαγές της Όμικρον.

Ανάμεσα στους ασθενείς, περίπου 12.500 ασθενείς είχαν λάβει συνταγή για αντιικά χάπια ενώ 32.000 ασθενείς δεν είχαν συνταγή. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς που είχαν πάρει το φάρμακο είχαν 44% λιγότερες πιθανότητες να νοσηλευτούν ή να πεθάνουν από τη νόσο Covid-19, σε σύγκριση με εκείνους που δεν έλαβαν θεραπεία. Οι δε ανεμβολίαστοι ασθενείς είχαν 81% χαμηλότερο κίνδυνο νοσηλείας ή θανάτου.

Η μελέτη δεν εξετάζει μεμονωμένες παραλλαγές της Όμικρον, αλλά ο τρόπος δράσης του φαρμάκου, κάνει τους επιστήμονες να πιστεύουν ότι είναι αποτελεσματικό απέναντι σε όλες τις παραλλαγές, ακόμη και τις πιο πρόσφατες, σε ό,τι αφορά την αποτροπή της βαριάς νόσου.

Το αντιικό στοχεύει σε άλλες περιοχές του ιού, εμποδίζοντας τον πολλαπλασιασμό του ιού μέσα στον οργανισμό, μειώνει δηλαδή το ιικό φορτίο. Κατά κανόνα, οι παραλλαγές του ιού έχουν γενετικές διαφοροποιήσεις στην πρωτεΐνη ακίδα, γεγονός που σημαίνει ότι οι περιοχές στόχευσης του φαρμάκου. Ούτε οι νέες παραλλαγές BQ.1., BQ.1.1, Κράκεν, και Όρθρος φαίνεται να έχουν γονιδιακές μεταλλάξεις στην περιοχή όπου δρα το φάρμακο.

Έτσι, οι επιστήμονες συμπεραίνουν πως τα αντιικά χάπια παραμένουν αποτελεσματικά στην αποτροπή της βαριάς νόσου.

Πάντως, στις Ηνωμένες Πολιτείες διαπιστώνεται πως το φάρμακο δεν χορηγείται επαρκώς και κάποιοι ειδικοί δηλώνουν πως ασθενείς χάθηκαν ενώ θα μπορούσαν να είχαν σωθεί λαμβάνοντας τη θεραπεία.

Στην Ελλάδα η αντιική θεραπεία χορηγείται από τον περασμένο Μάρτιο, με συγκεκριμένα κριτήρια και σε ασθενείς υψηλού κινδύνου.

Η θεραπεία είναι ένας συνδυασμός των δραστικών ουσιών nirmatrelvir και ritonavir. Αποτελείται από τρία δισκία τα οποία πρέπει να λαμβάνονται δύο φορές την ημέρα, επί 5 συνεχόμενες ημέρες.

Σύμφωνα με τα κλινικά δεδομένα στα οποία βασίστηκε η έγκριση του φαρμάκου, αυτό μπορεί να μειώσει κατά 89% τον κίνδυνο εισαγωγής στο νοσοκομείο ή και θανάτου, στους ασθενείς υψηλού κινδύνου. Επειδή η δράση του φαρμάκου αφορά στη μείωση του ιικού φορτίου –ο πολλαπλασιασμός του οποίου συμβαίνει στα πρώτα στάδια της λοίμωξης– είναι σημαντικό η θεραπεία να ξεκινά μέσα στα πρώτα 24ωρα από την έναρξη των συμπτωμάτων της νόσου.