Γράφει η Λουκία Κουτσογεωργοπούλου, Ρευματολόγος, Δ/ντρια ΕΣΥ, ΓΝΑ «ΛΑΙΚΟ»
Η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα χαρακτηρίζεται ως αυτοάνοσο νόσημα που προκαλεί χρόνια φλεγμονή στις αρθρώσεις. Η νόσος έχει παγκόσμια κατανομή με μέση ετήσια επίπτωση 0.5-1% στον πληθυσμό. Εμφανίζεται συχνότερα στις γυναίκες με μια επικράτηση 3:1 σε σχέση με τους άνδρες. Προσβάλει όλες τις ηλικίες, αλλά η συχνότητα εμφάνισης της αυξάνεται στις ηλικίες των 30 έως 50 ετών. Η πορεία της νόσου είναι χρόνια και εκδηλώνεται με εξάρσεις και υφέσεις.
Λουκία Κουτσογεωργοπούλου
Ο όρος αρθρίτιδα περιγράφει τη φλεγμονή με συνοδό ερυθρότητα, θερμότητα, πόνο και πρήξιμο της άρθρωσης. Είναι ιδιαίτερα σημαντική η διάκριση της αρθρίτιδας φλεγμονώδους αιτιολογίας, όπως είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα και άλλα αυτοάνοσα νοσήματα από την οστεοαρθρίτιδα, η οποία είναι αποτέλεσμα εκφυλιστικών αλλοιώσεων λόγω ηλικίας ή καταπόνησης μηχανικής αιτιολογίας. Στην πρώτη περίπτωση οι αρθραλγίες και η δυσκαμψία του ασθενή βελτιώνονται κατά τη διάρκεια της άσκησης ή εργασίας, ενώ στην οστεοαρθρίτιδα παρατηρείται βελτίωση των παραπάνω συμπτωμάτων με την ξεκούραση του ασθενούς και επιδείνωση με την άσκηση.
Τα πρώτα γνωστά ίχνη της νόσου βρέθηκαν στην περιοχή του Tennessee των ΗΠΑ σε σκελετούς ινδιάνων, οι οποίοι χρονολογούνται πριν από το 4500 π.Χ. Μετά την ανακάλυψη της Αμερικής κατά τον 15ο αιώνα, η νόσος μετανάστευσε στις ευρωπαϊκές χώρες. Η πρώτη περιγραφή της νόσου έγινε το 1800 μ.Χ. από τον Γάλλο ιατρό Augustin Landre-Beauvais.
1. Αιτιοπαθογένεια και κλινική εικόνα
Η αιτιοπαθογένεια της νόσου παραμένει άγνωστη. Η αυτοανοσία παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην παθογένεια και πορεία της νόσου. Η φλεγμονή και η καταστροφή του αρθρικού υμένα οφείλεται στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ διάφορων κυττάρων, όπως είναι τα λεμφοκυττάρα, μακροφάγα, πολυμορφοπύρηνα κύτταρα, καθώς επίσης και των προϊόντων τους, όπως είναι οι κυτταροκίνες. Οι διεργασίες αυτές οδηγούν σε χρόνια φλεγμονή, υπερπλασία του αρθρικού υμένα και συχνά σε παραμόρφωση της άρθρωσης, με κίνδυνο την πρόκληση μόνιμης αναπηρίας.
Επίσης, πιστεύεται ότι η ανάπτυξη της νόσου είναι πολυπαραγοντική και διάφοροι γενετικοί, περιβαλλοντικοί και ορμονικοί παράγοντες μπορούν να ενεργοποιήσουν βιολογικούς μηχανισμούς του οργανισμού και να προκαλέσουν την εκδήλωση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Η εμφάνιση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας μπορεί να είναι οξεία, υποξεία ή πιο σταδιακή, με την τελευταία να είναι η πιο συχνή. Τα «καμπανάκια» της νόσου που επιβάλλουν την αναζήτηση από μέρους του ασθενούς ενός ρευματολόγου είναι η πρωινή δυσκαμψία, οι πόνοι και τα πρηξίματα στους καρπούς ή στα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών, με συμμετρική προσβολή των αρθρώσεων. Πιθανή είναι και η προσβολή μεγαλύτερων αρθρώσεων, όπως οι αγκώνες, τα γόνατα και οι ώμοι, καθώς επίσης και της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Οι αρθρώσεις που προσβάλλονται σπάνια είναι οι τελικές φάλαγγες των δακτύλων, η θωρακική και η οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης. Ένα άλλο τυπικό σύμπτωμα της νόσου είναι η πρωινή δυσκαμψία, η οποία διαρκεί τουλάχιστον 30-60 λεπτά. Οι πάσχοντες μπορεί να έχουν δυσκολία να δέσουν τα κορδόνια των υποδημάτων τους το πρωί ή να χτενίσουν τα μαλλιά τους λόγω της πρωινής δυσκαμψίας.
Εκτός των αρθρικών, συχνές είναι και οι εξωαρθρικές εκδηλώσεις της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, όπως π.χ. τα ρευματοειδή οζίδια, η προσβολή των οφθαλμών, το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα, η συλλογή πλευριτικού ή περικαρδιακού υγρού και η ανάπτυξη διάμεσης πνευμονοπάθειας.
2. Διάγνωση και θεραπεία
Η διάγνωση της νόσου βασίζεται στο ιατρικό ιστορικό και στην τυπική κλινική εικόνα του ασθενούς με συμμετρική προσβολή των μικρών αρθρώσεων. Εργαστηριακά αυξάνονται οι δείκτες φλεγμονής CRP και ΤΚΕ, ειδικότερα σε περιπτώσεις έξαρσης της νόσου. Στον ανοσολογικό έλεγχο παρατηρείται στις περισσότερες περιπτώσεις αυξημένος ρευματοειδής παράγοντας (RF) και αυξημένα αντισώματα έναντι του κυκλικού κιτρουλλιωμένου πεπτιδίου (anti-CCP αντισώματα). Οι σύγχρονες απεικονιστικές μέθοδοι, όπως είναι οι ακτινογραφίες, η υπερηχογραφία του μυοσκελετικού συστήματος, καθώς και η μαγνητική τομογραφία βοηθούν τη διάγνωση της νόσου και στον εντοπισμό πιθανών μη αναστρέψιμων αλλοιώσεων των αρθρώσεων.
Οι γνώσεις που διατίθενται στη σύγχρονη εποχή σχετικά με την παθογένεια της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, βοήθησαν στη δημιουργία νέων φαρμακευτικών σκευασμάτων που βελτιώνουν σημαντικά την έκβαση της νόσου. Κύριοι στόχοι της θεραπείας είναι η ανακούφιση από τον πόνο και ο έλεγχος της φλεγμονής των αρθρώσεων. Η φλεγμονή μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη χρήση κορτικοστεροειδών, τροποποιητικών της νόσου αντιρρευματικών φαρμάκων (DMARDs), καθώς και με τους νεότερους βιολογικούς παράγοντες. Επίσης, η φυσιοθεραπεία βοηθά στην κινητοποίηση του ασθενούς και στην πρόληψη εμφάνισης παραμορφώσεων στις αρθρώσεις.
3. Συμπεράσματα
Η διάγνωση και η εξέλιξη της ρευματοειδούς αρθρίτιδας διαφέρουν μεταξύ των ασθενών, όμως η έγκαιρη διάγνωση οδηγεί σε καλύτερη αντιμετώπιση της νόσου. Σήμερα, η διάθεση καλύτερης γνώσης σχετικής με την αιτιοπαθογένεια της νόσου, σε συνδυασμό με τον μεγάλο αριθμό νέων φαρμακευτικών σκευασμάτων, μπορούν να οδηγήσουν στην επίτευξη ενός ικανοποιητικού και διατηρήσιμου επιπέδου ποιότητας ζωής για τα άτομα με ρευματοειδή αρθρίτιδα. Τέλος, θεωρείται ευνόητο ότι, η αποτελεσματική αντιμετώπιση της νόσου προϋποθέτει τη στενή συνεργασία του ασθενούς με τον ρευματολόγο.