Ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας σε ανακοίνωσή του, με αφορμή τη δημοσίευση πρόσφατων άρθρων για επίτευξη του στόχου του Ταμείου Ανάκαμψης για μείωση του clawback 2022, αναφέρει ότι από το 2012 και μετά, οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις χρηματοδοτούν τη φαρμακευτική δαπάνη του κράτους μέσω υποχρεωτικών επιστροφών που περιγράφονται ως rebate και clawback.
Συγκεκριμένα, όπως ανακοινώθηκε από τον ΣΦΕΕ, οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις όλο αυτό το χρονικό διάστημα έχουν επιστρέψει στο κράτος περισσότερα από 14 δισ. ευρώ από τις τιμολογημένες πωλήσεις τους, μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών.
«Οι υποχρεωτικές αυτές επιστροφές κάθε χρόνο είναι μεγαλύτερες από τον προηγούμενο και για πρώτη φορά στα χρονικά το 2022 ξεπέρασαν τη συνεισφορά του κράτους στη φαρμακευτική δαπάνη, τουλάχιστον κατά 200 εκατ. ευρώ. Αυτό είναι ένα μη βιώσιμο Ευρωπαϊκό ρεκόρ. Το κράτος δεσμεύτηκε στο πλαίσιο του RRP (Ταμείο Ανάκαμψης) να μειώσει τα επίπεδα του συνόλου των επιστροφών (μέσω μείωσης του clawback) σε σχέση με το 2020, από το 2022 έως το 2025 εφαρμόζοντας "μέτρα ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας" και όχι λογιστικές αλχημείες».
«Αντί λοιπόν να προβεί σε ουσιαστική χρηματοδότηση της δαπάνης αφενός και σε ουσιαστικά μέτρα ελέγχου και συγκράτησης της δαπάνης αφετέρου, σύρει τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις σε υποχρεωτικές και εξαντλητικές διαπραγματεύσεις, αναγκάζοντάς τες να προκαταβάλλουν αυτά που λίγο πολύ θα έδιναν (ίσως και λίγο περισσότερα) μέσω του ισχύοντος μηχανισμού των υποχρεωτικών επιστροφών. Συνεπώς, δεν υφίσταται θέμα περαιτέρω "εξοικονομήσεων" 544 εκατ. ευρώ όπως αναφέρουν ορισμένα άρθρα».
«Το αποτέλεσμα είναι η κατάσταση να συνεχίζει να χειροτερεύει για τις επιχειρήσεις, ενώ το κράτος επαίρεται πως «πέτυχε το στόχο μείωσης του clawback σε σχέση με το 2020», τη στιγμή που οι υποχρεωτικές επιστροφές το 2022 είναι τουλάχιστον κατά 500 εκατ. ευρώ μεγαλύτερες από το 2020. Η υπερφορολόγηση δεν έχει όρια. Αν κάποια στιγμή στη χώρα ψάχνουμε καθιερωμένα φάρμακα ή δεν θα έχουμε στη διάθεσή μας νέες καινοτόμες θεραπείες, η ευθύνη δεν ανήκει ούτε κατ' ελάχιστον στις φαρμακευτικές επιχειρήσεις. Ήδη οι νέες θεραπείες έρχονται με καθυστέρηση 680 ημερών στη χώρα μας».