Παρά τις κριτικές που έχουν κατά καιρούς δεχθεί τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα ότι δεν είναι καλύτερα ούτε καν από την αυθυποβολή, η μεγαλύτερη έως τώρα μελέτη πάνω στο θέμα, με τη συμμετοχή ενός διακεκριμένου Έλληνα επιστήμονα της διασποράς, του καθηγητή ιατρικής Γιάννη Ιωαννίδη του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνια, δείχνει ότι τα αντικαταθλιπτικά είναι πιο αποτελεσματικά από τα εικονικά φάρμακα (placebo) για τη θεραπεία της οξείας κατάθλιψης στους ενηλίκους.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Andrea Cipriani του Τμήματος Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση (μετα-ανάλυση) στο ιατρικό περιοδικό "The Lancet", αξιολόγησαν στοιχεία από 522 διπλά «τυφλές» και τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές (οι μισές δημοσιευμένες και οι άλλες μισές όχι) των 21 ευρύτερα χρησιμοποιούμενων αντικαταθλιπτικών φαρμάκων.
Ελήφθησαν υπόψη δοκιμές που έγιναν μεταξύ 1979-2016 σε σχεδόν 117.000 ασθενείς συνολικά, από τους οποίους οι 87.000 είχαν πάρει αντικαταθλιπτικό και οι 30.000 placebo. Διαπιστώθηκε ότι όλα ανεξαιρέτως τα φάρμακα αποδείχθηκαν καλύτερα από τα placebo για τη βραχύχρονη θεραπεία των ατόμων με κατάθλιψη, αν και η αποτελεσματικότητά τους κυμαινόταν από μικρή έως μέτρια ανάλογα με το φάρμακο.
Σε περίπου 350 εκατομμύρια εκτιμώνται οι πάσχοντες από κατάθλιψη παγκοσμίως. «Τα αντικαταθλιπτικά μπορεί να αποτελέσουν ένα αποτελεσματικό εργαλείο για τη θεραπεία της μείζονος κατάθλιψης, αλλά αυτό δεν σημαίνει κατ'' ανάγκη ότι πρέπει να αποτελούν πάντα την πρώτη γραμμή της θεραπείας. Τα φάρμακα θα πρέπει να εξετάζονται παράλληλα με άλλες επιλογές, όπως οι ψυχολογικές θεραπείες», δήλωσε ο Cipriani.
Σύμφωνα με τη νέα μελέτη, ορισμένα αντικαταθλιπτικά (agomelatine, amitriptyline, escitalopram, mirtazapine, paroxetine, venlafaxine, vortioxetine) είναι τα πιο αποτελεσματικά και άλλα τα λιγότερο αποτελεσματικά (fluoxetine, fluvoxamine, reboxetine, trazodone). Στα περισσότερα από τα πιο αποτελεσματικά αντικαταθλιπτικά έχουν λήξει πια οι πατέντες τους και έτσι είναι διαθέσιμα σε μορφή γενόσημου. Η αποτελεσματικότητα κρίνεται με βάση τον αριθμό των ασθενών που ανταποκρίνονται στη θεραπεία, εμφανίζοντας μείωση των συμπτωμάτων της κατάθλιψης τουλάχιστον κατά 50% μέσα σε διάστημα δύο μηνών.
Όσον αφορά το πόσο αποδεκτά και καλά ανεκτά γίνονται τα αντικαταθλιπτικά (με βάση το ποσοστό των ασθενών που τα σταματούν για οποιοδήποτε λόγο μέσα στο πρώτο δίμηνο), σύμφωνα με τη νέα μελέτη τα φάρμακα με την καλύτερη αποδοχή είναι τα agomelatine, citalopram, escitalopram, fluoxetine, sertaline και vortioxetine, ενώ τα λιγότερα ανεκτά είναι τα amitriptyline, clomipramine, duloxetine, fluvoxamine, reboxetine, trazodone και venlafaxine (σε όλες τις περιπτώσεις τα φάρμακα παρατίθενται με αλφαβητική σειρά).
Οι ερευνητές επισήμαναν ότι τα στοιχεία της μεταανάλυσής τους κάλυψαν διάστημα θεραπείας οκτώ εβδομάδων και μπορεί να μην ισχύουν εξίσου για μια πιο μακρόχρονη χρήση των φαρμάκων.
«Τα αντικαταθλιπτικά είναι αποτελεσματικά φάρμακα, αλλά δυστυχώς γνωρίζουμε ότι περίπου το ένα τρίτο των ασθενών με κατάθλιψη δεν ανταποκρίνονται. Με την αποτελεσματικότητα να κυμαίνεται από μικρή έως μέτρια για τα υπάρχοντα φάρμακα, είναι σαφές ότι υπάρχει ακόμη ανάγκη για περαιτέρω βελτίωση των θεραπειών» δήλωσε ο Cipriani.
Όπως είπε ο Ιωαννίδης, «η χρήση των αντικαταθλιπτικών αποτελεί ρουτίνα παγκοσμίως, παρόλα αυτά εξακολουθεί μια σημαντική διαμάχη σχετικά με το πόσο αποτελεσματικά και ανεκτά είναι. Συνδυάζοντας δημοσιευμένα και αδημοσίευτα δεδομένα από περισσότερες από 500 διπλά τυφλές τυχαιοποιημένες και ελεγχόμενες κλινικές δοκιμές, η μελέτη μας αποτελεί την καλύτερη μέχρι σήμερα βάση δεδομένων για να καθοδηγήσει την επιλογή της φαρμακευτικής θεραπείας στους ενηλίκους με οξεία κατάθλιψη».
Τα νέα ευρήματα έρχονται σε αντίθεση με μια παρόμοια ανάλυση σε παιδιά και εφήβους, η οποία είχε συμπεράνει ότι η ουσία fluoxetine είναι πιθανώς το μόνο αντικαταθλιπτικό που μπορεί να μειώσει τα συμπτώματα κατάθλιψης. Οι ερευνητές ανέφεραν ότι αυτή η διαφορά μπορεί να οφείλεται στο ότι η κατάθλιψη στους νέους είναι το αποτέλεσμα διαφορετικών μηχανισμών και αιτιών από ό,τι στους ενήλικες.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ