Ασκήσεις ισορροπίας από Πάουελ μεταξύ πληθωρισμού, ανάπτυξης και υπερβολικού χρέους
AP
AP
«Βουτιά» στη Wall

Ασκήσεις ισορροπίας από Πάουελ μεταξύ πληθωρισμού, ανάπτυξης και υπερβολικού χρέους

Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ παραμένει πεισματικά πάνω από τον στόχο, η οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμό περίπου 3% και η αγορά εργασίας διατηρείται ισχυρή. Τα τρία αυτά στοιχεία θα αρκούσαν άλλες εποχές για να αποφασίσει η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ είτε την αύξηση των επιτοκίων, είτε στην καλύτερη περίπτωση την παραμονή τους στα τρέχοντα επίπεδα.

Στις μέρες μας, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Βλέπετε, η Fed μαζί με τα στοιχεία για τον πληθωρισμό, την ανάπτυξη και την αγορά εργασίας πρέπει να ζυγίσει και το ύψος του χρέους, που επιβάρυνε την κυβέρνηση των ΗΠΑ φέτος με δαπάνες ρεκόρ για πληρωμές τόκων πέριξ των 1,2 τρισ. δολαρίων, ήτοι το υψηλότερο ποσό που έχει καταγραφεί ποτέ.

Ποιος ευθύνεται για αυτό το ύψος των τόκων; Ένας συνδυασμός ελλειμματικών δαπανών, ειδικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας της Covid-19 και η νομισματική πολιτική της Fed με την αύξηση των επιτοκίων, προκειμένου να τιθασεύσει τον πληθωρισμό.

Μέσα από αυτή την οπτική γωνία, λοιπόν, ήταν λογικό ο Τζερόμ Πάουελ χθες να ανακοινώσει την τρίτη κατά σειρά μείωση επιτοκίων, όπως άλλωστε αναμενόταν ευρέως, οριοθετώντας τα επιτόκια στο εύρος του 4,25%-4,50%, ήτοι μια ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα κάτω από το επίπεδο που βρισκόταν τον Σεπτέμβριο, όταν η Fed άρχισε να μειώνει τα επιτόκια.

Στο συνοδευτικό κείμενο, όμως, η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ανοικτής Αγοράς άφησε να εννοηθεί ότι θα επιβραδύνει τον ρυθμό της περαιτέρω μείωσης του κόστους δανεισμού, ακριβώς γιατί δεν μπορεί να αγνοήσει τη δυνατή αγορά εργασίας, αλλά και τη μικρή πρόοδο που δείχνουν πλέον οι πληθωριστικές πιέσεις.

Άλλαξε, λοιπόν, τη ρητορική της στο συνοδευτικό κείμενο της ανακοίνωσης νομισματικής πολιτικής ως εξής: «Η οικονομική δραστηριότητα συνέχισε να επεκτείνεται με σταθερό ρυθμό, με το ποσοστό της ανεργίας να παραμένει χαμηλό και τον πληθωρισμό να παραμένει κάπως αυξημένος...Κατά την εξέταση της έκτασης και του χρόνου των περαιτέρω προσαρμογών στο εύρος στόχου, η Επιτροπή θα αξιολογήσει προσεκτικά τα εισερχόμενα δεδομένα, την εξέλιξη των προοπτικών και τους κινδύνους».

Η διαφορετική ρητορική είχε σαν στόχο να αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο μιας πιθανής παύσης στις μειώσεις των επιτοκίων, αρχής γενομένης από τη συνεδρίαση της 28ης-29ης Ιανουαρίου και έγινε ιδιαίτερα αισθητή τόσο στις αγορές των ομολόγων, οι οποίες σημείωσαν πτώση με την απόδοση της αμερικανικής δεκαετίας να σκαρφαλώνει πάνω από το 4,50%, όσο και στον δείκτη του δολαρίου, ο οποίος αναρριχήθηκε πάνω από τις 108 μονάδες και στη Wall, με τη μητέρα των αγορών να σημειώνει πτώση άνω του 3% και τον τεχνολογικό δείκτη Νasdaq πτώση άνω του 3,5%.

Βλέπετε, εκτός από την αλλαγή της ρητορικής, αίσθηση προκάλεσαν τα εξής:

Η ανατροπή στο dot plot

Εξαρχής η αγορά είχε προεξοφλήσει τη μείωση των 25 μονάδων βάσης, όχι όμως και τις νέες τριμηνιαίες προβλέψεις όσον αφορά το επίπεδο των επιτοκίων για το 2025.

Σύμφωνα, λοιπόν, με το νέο dot plot, αρκετοί αξιωματούχοι προβλέπουν πλέον λιγότερες μειώσεις επιτοκίων για το 2025 από ότι στις προβλέψεις Σεπτεμβρίου, γεγονός που θα οδηγήσει το επιτόκιο αναφοράς μεταξύ του 3,75% έως 4% έως το τέλος του 2025.

Τουτέστιν, σύμφωνα με τις χθεσινές προβλέψεις, η Fed θα προβεί το 2025 μόλις σε δύο μειώσεις κατά 25 μονάδες βάσης, έναντι των πρότερων προβλέψεων για μείωση μιας ολόκληρης ποσοστιαίας μονάδας στο επιτόκιο αναφοράς κατά το 2025.

Υπόψιν ότι μόνο πέντε αξιωματούχοι δήλωσαν ότι προτιμούν περισσότερες μειώσεις το επόμενο έτος, ενώ η πλειοψηφία των οικονομολόγων, σε έρευνα του Bloomberg, ανέμενε ότι η μέση εκτίμηση για το επιτόκιο θα υποδείκνυε τρεις μειώσεις το επόμενο έτος.

Όσον αφορά τις πιο μακροπρόθεσμες προβλέψεις, το τελικό ύψος των επιτοκίων τοποθετείται πλέον στο 3,1% το 2027, έναντι του προηγούμενου τελικού επιτοκίου στο 2,9% που προέβλεπαν οι αξιωματούχοι της FOMC τον Σεπτέμβριο.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αύξησαν επίσης την εκτίμησή τους για το μακροπρόθεσμο ουδέτερο επιτόκιο στο 3%. Αυτό το επίπεδο ήταν γύρω στο 2,5% εδώ και χρόνια - ένας πληθωρισμός 2% συν 0,5% στο «φυσικό» επίπεδο επιτοκίου - αλλά ανέβηκε τους τελευταίους μήνες για να φτάσει το 3% στην ενημέρωση αυτής της εβδομάδας.

Η άνοδος των εκτιμήσεων για τον πληθωρισμό

Στην Περίληψη των Οικονομικών Προβλέψεων, η Επιτροπή μείωσε το αναμενόμενο ποσοστό ανεργίας φέτος στο 4,2%, ενώ αύξησε σε σχέση με την εκτίμηση του Σεπτεμβρίου τις προβλέψεις για το προτιμώμενο μέτρο της Fed, τον δείκτη προσωπικών καταναλωτικών δαπανών, σε αντίστοιχες εκτιμήσεις 2,4% και 2,8%.

Την ίδια στιγμή, οι αξιωματούχοι της Fed προχώρησαν σε σημαντική προς τα πάνω αναθεώρηση των εκτιμήσεών τους για τον πληθωρισμό κατά το πρώτο έτος διακυβέρνησης του Τραμπ, προβλέποντας ότι θα σκαρφαλώσει στο 2,5% από 2,1% στις προηγούμενες προβλέψεις τους.

Τα επίπεδα αυτά είναι σημαντικά υψηλότερα από τον στόχο του 2% που έχει θέσει η Κεντρική Τράπεζα και πλέον εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί το 2027.

Η βραδύτερη μείωση του πληθωρισμού νομοτελειακά οδηγεί τη Fed σε ηπιότερο ρυθμό μείωσης των επιτοκίων και σε ελαφρώς υψηλότερο τελικό επιτόκιο.

Προφανώς, η Fed αρχίζει να προεξοφλεί τον αντίκτυπο των εμπορικών πολιτικών του Τραμπ στις πληθωριστικές δυνάμεις.

Εμπόδιο για πληθωρισμό πέριξ του 2% αποτελεί βέβαια και η εξαιρετικά ανθεκτική αμερικανική οικονομία, η οποία, σύμφωνα με τη Fed της Ατλάντα, αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 3,2% το τέταρτο τρίμηνο του 2024.

Η ισχυρότερη της αναμενόμενης οικονομική ανάπτυξη στη χώρα εκ των πραγμάτων πυροδοτεί δεύτερες σκέψεις κατά πόσον η νομισματική πολιτική είναι όντως τόσο περιοριστική, όσο εκτιμούσε η αγορά τον Σεπτέμβριο.

Η έλλειψη ομοφωνίας για τις μειώσεις

Για δεύτερη φορά, η απόφαση νομισματικής πολιτικής δεν ήταν ομόφωνη. Αυτή τη φορά, ήταν η πρόεδρος της Fed του Κλίβελαντ, Μπεθ Χάμακ, που ήταν υπέρ να παραμείνουν τα επιτόκια αμετάβλητα. Στην προηγούμενη συνεδρίαση ήταν η διοικήτρια Μισέλ Μποούμαν, που ψήφισε για πρώτη φορά κατά μιας απόφασης για τα επιτόκια από το 2005.

O δραματικός τόνος του Πάουελ

«Η απόφαση της Federal Reserve να μειώσει τα επιτόκιά της σήμερα ήταν μια δύσκολη απόφαση, αλλά ήταν η σωστή απόφαση προκειμένου η Fed να επιτύχει τη διπλή αποστολή της.... Με τη σημερινή μας κίνηση, μειώσαμε το επιτόκιο κατά μια πλήρη ποσοστιαία μονάδα από το ανώτατο σημείο του και η πολιτική μας είναι πλέον σημαντικά λιγότερο περιοριστική. Ως εκ τούτου, μπορούμε να είμαστε πιο προσεκτικοί, καθώς εξετάζουμε τις περαιτέρω προσαρμογές στα επιτόκια».

Με αυτά τα λόγια, ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Τζερόμ Πάουελ, μας ενημέρωσε χθες ότι από δω και στο εξής, η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ θα είναι πολύ πιο προσεκτική στις αποφάσεις της.

Μάλιστα, λίγο πιο κάτω, ο κεντρικός τραπεζίτης παραδέχθηκε ότι ίσως χρειαστούν ένα ή δύο ακόμα χρόνια για να κατακτήσουμε τον στόχο του 2% και η Fed βρίσκεται σε μια «νέα φάση» στη μάχη κατά του πληθωρισμού, δεδομένης της οικονομικής και εμπορικής πολιτικής που θα ακολουθήσει ο Ντόναλντ Τραμπ.

Αυτή η «παραδοχή» διεύρυνε την πτώση της Wall και της αγοράς των ομολόγων, καθώς οι επενδυτές αντιλήφθηκαν την ανησυχία της Επιτροπής όσον αφορά την εύθραυστη ισορροπία που πρέπει να επιτευχθεί μεταξύ των πληθωριστικών πιέσεων και της δύναμης της αμερικανικής οικονομίας από τη μία και του ύψους του κόστους για την εξυπηρέτηση του αμερικανικού χρέους από την άλλη.

Μια ισορροπία που γίνεται ακόμα πιο εύθραυστη από τα σχέδια του επερχόμενου Προέδρου για επιθετικούς δασμούς, φορολογικές περικοπές και μαζικές απελάσεις, τα οποία θα μπορούσαν να επιδεινώσουν ακόμη περισσότερο τον πληθωρισμό.

Γι’ αυτό, ακριβώς, οι αξιωματούχοι της Fed αύξησαν τις προσδοκίες τους για τον πληθωρισμό και μείωσαν τις προσδοκίες για μειώσεις επιτοκίων το 2025, βυθίζοντας τη Wall σε ισχυρή πτώση, μια πτώση που οδήγησε τη μητέρα των αγορών, τον S&P500 κάτω από τον μέσο κινητό όρο των 50 ημερών μέσα σε λίγες ώρες.


Μαίρη Βενέτη

[email protected]

Aποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.