Η μεγάλη ενδοαραβική μάχη για προσέλκυση κεφαλαίων
Shutterstock
Shutterstock

Η μεγάλη ενδοαραβική μάχη για προσέλκυση κεφαλαίων

Η προσπάθεια της Σαουδικής Αραβίας, υπό την καθοδήγηση του διαδόχου πρίγκιπα Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, να αλλάξει ριζικά τη μορφή της οικονομίας και της κοινωνίας της μέχρι το 2030 μας έχουν απασχολήσει αρκετές φορές στο liberal.gr.

Πολύ πρόσφατα, με την ευκαιρία της διοργάνωσης του 8ου συνεδρίου του Future Investment Initiative, είχαμε δει πως ένας πολύ μεγάλος αριθμός δυτικών και γενικά διεθνών επιχειρηματιών από πολλούς κλάδους βρέθηκε στη χώρα (Το πριβέ πάρτι για τα αποκαλυπτήρια της πόλης του μέλλοντος) δείχνοντας το πολύ μεγάλο ενδιαφέρον τους για τον μετασχηματισμό της χώρας με βάση το πρόγραμμα Vision 2030.

Κάποιοι όμως «έλαμψαν δια της απουσίας τους». Αναφερόμαστε στα «μεγάλα κεφάλια» των επιχειρήσεων και των κρατικών επενδυτικών ταμείων των γειτονικών Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και ειδικότερα του μεγαλύτερου από αυτά, του Άμπου Ντάμπι.

Αυτή η απουσία δεν είναι καθόλου τυχαία, ειδικά καθώς τα προηγούμενα χρόνια σημαντικές φυσιογνωμίες όπως ο επικεφαλής της επενδυτικής εταιρείας Mubadala, Khaldoon Al Mubarak είχαν συμμετάσχει στο συνέδριο του F.I.I. Σύμφωνα με το Bloomberg, αυτή οφείλεται στον έντονο ανταγωνισμό που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια μεταξύ των δύο μεγάλων αραβικών πόλεων.

Ενώ εδώ και πολλά χρόνια το αδιαμφισβήτητο οικονομικό/επιχειρηματικό κέντρο της περιοχής ήταν το Ντουμπάι, το Άμπου Ντάμπι και το Ριάντ φιλοδοξούν να πάρουν τη θέση του και να πάρουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μερίδιο από τα κεφάλαια που διαχειρίζονται, αμερικανικές, ευρωπαϊκές και ασιατικές τράπεζες και εταιρείες private equity καθώς και τα μεγάλα διεθνή κρατικά επενδυτικά και συνταξιοδοτικά ταμεία.

Για τις μεγάλες τράπεζες, τους διαχειριστές κεφαλαίων και πολλές μεγάλες διεθνείς επιχειρήσεις, ο πειρασμός είναι πολύ μεγάλος και έχει άμεση σχέση με τα κρατικά επενδυτικά ταμεία των δύο χωρών, δηλαδή το PIF της Σαουδικής Αραβίας και το Mubadala, το ADIA και μερικά ακόμα του Άμπου Ντάμπι, καθώς και τις διάφορες θυγατρικές και συνδεδεμένες εταιρείες τους.

Τα επενδυτικά ταμεία του Άμπου Ντάμπι διαχειρίζονται περίπου 1,7 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ αυτό της Σαουδικής Αραβίας σχεδόν ένα τρισεκατομμύριο. Εκτός όμως από τα κρατικά επενδυτικά ταμεία, υπάρχουν και οι διάφορες κρατικές ή ημικρατικές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν τεράστια περιουσία που προέρχεται από την στενή σχέση τους με το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, τα διυλιστήρια και την πετροχημική βιομηχανία.

Πέρα από αυτό, στις δύο χώρες, την Σαουδική Αραβία και το εμιράτο του Άμπου Ντάμπι, βρίσκονται σε εξέλιξη πολύ μεγάλα επενδυτικά προγράμματα σε διάφορους τομείς. 

Ο ανταγωνισμός είναι πολύ σκληρός, πολύ απλά γιατί και οι δύο πλευρές απευθύνονται στις ίδιες επιχειρήσεις και τους ίδιους αξιωματούχους. Σύμφωνα με αυτά που μαθαίνουμε τα τελευταία χρόνια, η σαουδαραβική πλευρά είναι σαφώς η πιο επίμονη από τις δύο, αφού έχει στείλει σε όλες τις πλευρές ένα πολύ σαφές μήνυμα: πως δεν αρκεί η δημιουργία κάποιου τοπικού γραφείου αντιπροσωπείας των μεγάλων δυτικών εταιρειών στο Ριάντ για την απόκτηση πρόσβασης στα σαουδαραβικά κεφάλαια και στις σαουδαραβικές δουλειές γενικότερα.

Οι σαουδαραβικές αρχές απαιτούν από όλες τις δυτικές επιχειρήσεις να κάνουν το Ριάντ το κέντρο των επιχειρήσεων τους στην Αραβική χερσόνησο. Αυτό όμως δεν είναι πολύ εύκολο και οι άδειες δίνονται μόνο αν πληρούνται πολύ συγκεκριμένες και αυστηρές προδιαγραφές που έχουν σχέση με τον αριθμό των στελεχών που θα εγκατασταθούν στην ειδική οικονομική ζώνη που έχει δημιουργηθεί στην πόλη.

Σύμφωνα με το Bloomberg, κάθε τέτοιο γραφείο πρέπει να έχει τουλάχιστον 15 στελέχη, ανάμεσα στα οποία θα περιλαμβάνονται και τρία που θα επιβλέπουν τις εργασίες της επιχείρησης σε τουλάχιστον άλλα δύο οικονομικά κέντρα της περιοχής.

Οι αρχές της χώρας τηρούν αυτή την αυστηρή στάση αφενός γιατί θέλουν όντως να γίνουν το πιο σημαντικό κέντρο στην Αραβική χερσόνησο και αφετέρου γιατί πιστεύουν πως έχουν την δύναμη να το κάνουν καθώς κανείς δεν θέλει να πάρει το ρίσκο της απώλειας εξαιρετικά αποδοτικών συνεργασιών με το βασίλειο, τα επενδυτικά του ταμεία και τις κρατικές ή ιδιωτικές επιχειρήσεις του.

Παρά το γεγονός πως η Σαουδική Αραβία είναι όντως η πιο ισχυρή οικονομικά χώρα της περιοχής και ο πιο πολλά υποσχόμενος προορισμός για τις εταιρείες της δύσης, τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα για αυτήν. Μπορεί το Άμπου Ντάμπι και το Ντουμπάι να μην μπορούν να είναι τόσο απαιτητικά αλλά έχουν κάποια σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με το Ριάντ.

Ενώ τα δύο εμιράτα έχουν δημιουργήσει ελεύθερες ζώνες για τις εταιρείες του χρηματοοικονομικού χώρου, με εποπτικές αρχές ανεξάρτητες από τις κρατικές αρχές, η ειδική οικονομική περιοχή του Ριάντ εποπτεύεται από την Κεντρική Τράπεζα της Σαουδικής Αραβίας και την τοπική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

Αυτό κάνει πολύ επιφυλακτικές τις τράπεζες, τις εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων και τις υπόλοιπες επιχειρήσεις του χρηματοοικονομικού τομέα.

Ένα άλλο πλεονέκτημα των δύο εμιράτων είναι πως τα στελέχη των διεθνών επιχειρήσεων προτιμούν να κατοικούν εκεί και όχι στη Σαουδική Αραβία, λόγω του τρόπου και των συνθηκών ζωής για τα ίδια και τις οικογένειές τους. Κάποιος μπορεί να πει πως τα δύο εμιράτα προσφέρουν καλύτερες συνθήκες ζωής, πιο φιλικό επιχειρηματικό και εποπτικό περιβάλλον, πολλές επιχειρηματικές ευκαιρίες και μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων.

Από την άλλη μεριά, η Σαουδική Αραβία θεωρεί πως οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν θα ρισκάρουν να μείνουν «εκτός παιχνιδιού» και βάζουν πολύ πιο σκληρούς και απαιτητικούς όρους συνεργασίας. 

Η επιλογή δεν είναι πολύ εύκολη, ειδικά για τις εταιρείες του χρηματοοικονομικού τομέα που έχουν εδώ και χρόνια εγκατασταθεί στο Ντουμπάι και οι υπάλληλοί τους προτιμούν τον τρόπο ζωής, τα σχολεία, τα νοσοκομεία και τα σπίτια του από αυτά του Ριάντ.

Καθώς περνά ο καιρός όμως φαίνεται πως όλο και περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις υποκύπτουν στην γοητεία των σαουδαραβικών δολαρίων. Αυτό είναι πιο έντονο στις βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις, καθώς περίπου 500 έχουν ήδη πάρει την άδεια των αρχών της χώρας και έχουν κάνει το Ριάντ το κέντρο των περιφερειακών δραστηριοτήτων τους.

Πρόσφατα όμως, είδαμε και μεγάλες τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων να κάνουν το ίδιο βήμα. Τον περασμένο Μάιο, η Goldman Sachs (GS NYSE) ήταν η πρώτη μεγάλη τράπεζα της Wall Street που εξασφάλισε την άδεια, ενώ στο τέλος του Οκτωβρίου ήρθε και η σειρά της Blackrock (BRK NYSE) της μεγαλύτερης ιδιωτικής εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων στον κόσμο. 

Αυτό όμως δεν σημαίνει πως θα εγκαταλείψουν τα εμιράτα. Όπως διαβάσαμε σε προχθεσινό ρεπορτάζ του Bloomberg, ο David Solomon, επικεφαλής της Goldman Sachs, επισκέφθηκε το Άμπου Ντάμπι και συνάντησε τον επικεφαλής του μεγαλύτερου επενδυτικού ταμείου του εμιράτου λίγο αφού έλαβε την άδεια λειτουργίας στη Σαουδική Αραβία.

Επίσης, ανώτατα στελέχη αμερικανικών επιχειρήσεων που βρέθηκαν στο Ριάντ για το 8ο συνέδριο του FII, εμφανίστηκαν λίγες μέρες μετά σε αναρτήσεις, στο δίκτυο X, του Tahnoon Bin Zayed Al Nahyan, του δεύτερου στην ιεραρχία του Άμπου Ντάμπι, ο οποίος επιβλέπει όλα τα επενδυτικά ταμεία του εμιράτου. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν ο Steven Schwarzman της κορυφαίας εταιρείας private equity Blackstone (BX NYSE), ο Ted Pick της Morgan Stanley (MS NYSE) και η Ruth Porat, ανώτατο στέλεχος της Alphabet (GOOGL NASDAQ).

Από την άλλη μεριά, ο Ray Dalio, ιδρυτής του μεγαλύτερου hedge fund στον κόσμο, του Bridgewater Associates, ο οποίος είναι ο πιο γνωστός διεθνής συνεργάτης του Άμπου Ντάμπι στην προσπάθεια προσέλκυσης διεθνών κεφαλαίων, έκανε την εμφάνισή του και στο συνέδριο του FII. Μάλιστα ο Dalio μίλησε με τα καλύτερα λόγια για τον πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, χαρακτηρίζοντάς τον έναν πολύ μεγάλο αρχηγό και παρομοιάζοντάς τον με τον θρυλικό Κινέζο ηγέτη Deng Xiaoping. 

Είναι φανερό πως οι ηγέτες των δυτικών τραπεζών και επιχειρήσεων έχουν αποφασίσει να δοκιμάσουν να κάνουν τους ισορροπιστές και να προσπαθήσουν να συνεργαστούν αρμονικά και με τη Σαουδική Αραβία και με το Άμπου Ντάμπι που ανταγωνίζονται σκληρά μεταξύ τους για το ποια από τις δύο θα πάρει πιο γρήγορα την θέση του Ντουμπάι. Προς το παρόν φαίνεται πως τα καταφέρνουν και δεν χρειάζεται να διαλέξουν μόνο ένα από τα δύο στρατόπεδα. Όταν έρθει αυτή η ώρα, τότε θα «αρχίσουν τα δύσκολα».